Σε μείζον εθνικό θέμα αναδεικνύεται το ζήτημα των Ελληνογενών Καλάς της Κεντρικής Ασίας, ένα ζήτημα με τεράστιες πραγματικά διαστάσεις, που από μόνο του δείχνει το πλανητικό βεληνεκές του ελληνικού πολιτισμού.
Άρα, πρόκειται για πρόβλημα όπου διακυβεύονται πολλά, πάρα πολλά, για το μέλλον του ίδιου του ελληνισμού ως ιδέας, ως πολιτισμικής πραγματικότητας! Διότι αυτή τη στιγμή, πέραν των όλων όσων φοβερών και τρομερών έχουν διαδραματιστεί κατά καιρούς, οργιάζει στην περιοχή όπου ζούνε οι Καλάς η προπαγάνδα του περιβόητου «μακεδονισμού» (οι άθλιες θέσεις των Σκοπίων).
Και πίσω απ’ αυτά όλα μπορεί κανείς να δει στο παρασκήνιο το μακρύ χέρι του παντουρκισμού, στην προσπάθειά του να καθυποτάξει τους λαούς της ευρύτερης περιοχής και να δημιουργήσει τον εφιαλτικό για εμάς «τουρκικό 21ο αιώνα»…
Να τι αναφέρει περί των Καλάς, στο πολύ δυσεύρετο και σπάνιο βιβλίο του «Τα παιδιά του Μεγαλέξανδρου» ο σύγχρονος Έλληνας στοχαστής Ορέστης Ηλιανός:
«Οι Γλαύσαι [ΣΗΜ.: έτσι τους αναφέρει ο Αρριανός στο έργο του «Αλεξάνδρου ανάβασις»] ή Kalash, όπως είναι το αληθινό τους όνομα, δεν έχουν γραπτή ιστορική παράδοση που να τους μιλά για την καταγωγή τους.
«Οι Γλαύσαι [ΣΗΜ.: έτσι τους αναφέρει ο Αρριανός στο έργο του «Αλεξάνδρου ανάβασις»] ή Kalash, όπως είναι το αληθινό τους όνομα, δεν έχουν γραπτή ιστορική παράδοση που να τους μιλά για την καταγωγή τους.
Έχουν μόνο παραδόσεις, και μια απ’ αυτές λέει ότι κατάγονται από ένα ισχυρό λαό που ήρθε κάποτε από τη Δύση. Ορισμένοι λένε σήμερα ότι την ιδέα αυτή τους την έβαλαν στο μυαλό οι Ευρωπαίοι επισκέπτες, όταν τους πρωτογνώρισαν κατά τον περασμένο αιώνα.
Πραγματικά, φαίνεται ότι όταν έφτασαν εδώ για πρώτη φορά οι Άγγλοι, τόσο πολύ εντυπωσιάστηκαν από τα καθαρά ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά αυτών των ανθρώπων, που τους θεώρησαν ασυζητητί αυθεντικούς απόγονους των Ελλήνων από την εποχή του Μεγαλέξανδρου.
Όπως και νάχει, οι Kalash, 2300 χρόνια μετά τα γεγονότα που περιγράφει ο Αρριανός, βρίσκονται πάντα εκεί με τα γαλανά μάτια τους, την «ελληνική» κατατομή τους, τα παμπάλαια έθιμά τους. Είναι οι τελευταίοι – λιγοστοί – εκπρόσωποι ενός πολυπληθούς άλλοτε λαού, των Siah-Posh, που οι μουσουλμάνοι αποκαλούσαν περιφρονητικά Καφίρ, δηλαδή άπιστους, γιατί είχαν αρνηθεί να προσχωρήσουν στον Ισλαμισμό και είχαν προτιμήσει να κρατήσουν την παραδοσιακή πολυθεϊστική τους θρησκεία.
Η χώρα τους, το Καφιριστάν, κάλυπτε μια εκτεταμένη ορεινή περιοχή νότια του Ινδικού Καυκάσου και δυτικά του ποταμού Κούναρ (Chitral), πάνω στα σημερινά σύνορα του Πακιστάν και του Αφγανιστάν. Περικυκλωμένοι από μουσουλμάνους, οι Καφίροι έζησαν για αιώνες σε διαρκή πόλεμο και κατόρθωσαν με τον τρόπο αυτό να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους και τη θρησκεία και τα έθιμά τους ανόθευτα.
Αλλά στα τέλη του περασμένου [ΣΗΜ.: του 19ου, αφού το παραπάνω βιβλίο του Ηλιανού βγήκε το 1989] αιώνα ο Εμίρης της Καμπούλ Αμπντούρ Ραχμάν αποφάσισε να τελειώνει μια και καλή μαζί τους. Μάζεψε στρατό πάνω από είκοσι χιλιάδες και παίρνοντας μαζί του και πυροβολικό μπήκε στη χώρα των Καφίρων, που οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν άλλα όπλα πέρα από τόξα και βέλη.
Έγινε μεγάλη σφαγή σ’ όλη τη χώρα, και όσοι επέζησαν αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν. Από Καφίροι μετονομάστηκαν τότε σε Νουριστανοί, δηλαδή νεοφώτιστοι και το Καφιριστάν έγινε Νουριστάν, γη του φωτός. Μόνοι γλύτωσαν οι Kalash, που ζούσαν στις παρυφές του Καφιριστάν σε περιοχή που ανήκε στη δικαιοδοσία του Εμίρη του Chitral»…
Αλλά και ο σπουδαίος Νεοέλληνας ιστορικός Επαμεινώνδας Βρανόπουλος, στο έργο του «Οδοιπορικό στο Πακιστάν – στα ίχνη του Μεγάλου Αλεξάνδρου», γράφει τα εξής πολύ σημαντικά:
«Στην καρδιά και στις μνήμες των Καφίρ και των Καλάς ζει ακόμη ο μεγάλος στρατηλάτης Σκαντάρ ή Σικαντέρ ή Σκέντερι (Αλέξανδρος), που ακούγεται συχνά στις συζητήσεις τους, σαν να είχε ζήσει μόλις χθες.
«Στην καρδιά και στις μνήμες των Καφίρ και των Καλάς ζει ακόμη ο μεγάλος στρατηλάτης Σκαντάρ ή Σικαντέρ ή Σκέντερι (Αλέξανδρος), που ακούγεται συχνά στις συζητήσεις τους, σαν να είχε ζήσει μόλις χθες.
Καυχώνται να λένε, ότι κατάγονται απ’ αυτόν. Λατρεύουν τον Ντι Ζάο (Δίας-Ζευς), τον Μαχεντόν [ΣΗΜ.: από το «Μακεδών»], τη Τζάστακ (Εστία). Η φωτιά της θεάς αυτής καίει άσβεστη στο εσωτερικό των φτωχικών σπιτιών τους, που έντονα θυμίζει μακεδονίτικη αρχιτεκτονική και δεν έχει τίποτα το κοινό με τα σπίτια των γύρω ντόπιων.
Αν η φωτιά της θεάς Τζάστακ σβήσει, μεγάλη συμφορά προμηνύεται για το σπίτι. Το θεό Ντι Ζάο τον θεωρούν πατέρα θεών και ανθρώπων αλλά και θεό των καταιγίδων και των κεραυνών. Λατρεύουν και το γιο του Μπαλομάιν (Απόλλωνα), που οδηγεί τον ήλιο γύρω από τη γη, θεό των θρύλων, της μαντικής τέχνης και της μουσικής.
Θεό του κρασιού, της μέθης και του σαρκικού έρωτα λατρεύουν τον Σάγυρκο (Σάτυρο). Θεό των προγόνων και του μελιού τον Μαχεντόνα. Θεά, τέλος, του έρωτα έχουν τη Φροτάιτ (Αφροδίτη)».
Ένας άλλος δε σημαντικός σύγχρονος Έλληνας ερευνητής, ο Δημήτρης Αλεξάνδρου, στο έργο του «Καλάς, οι Έλληνες των Ιμαλαΐων», αναφέρει τα παρακάτω επίσης πολύ χαρακτηριστικά:
«Οι Καλάς, ενώ ζουν μέσα σ’ ένα όχι και τόσο φιλικό περιβάλλον παραμένουν μια φυλή που αγαπάει την ειρήνη, είναι εύθυμοι και ερευνητικοί με ανοιχτό τύπο δέρματος και μπλε ή πράσινα μάτια. Ο ειδωλολατρικός και γαλήνιος τρόπος ζωής τους δεν έχει αλλάξει μέχρι σήμερα.
Είναι παθιασμένοι προσκολλημένοι στην παράδοσή τους και ισχυρίζονται με βεβαιότητα ότι κατάγονται από τους άνδρες του Μ. Αλέξανδρου! Πρόκειται για μια όαση στην αχανή ερημιά των Β.Δ. συνόρων κοντά στο Πακιστάν, που συνορεύουν με τη Ρωσία και το Αφγανιστάν.
Ιθαγενείς με μαύρα ή ξανθά μαλλιά και αετήσιες ματιές, κατορθώνουν και επιβιώνουν σε μια ισλαμική πολεμοχαρή περιοχή. Αυτοί οι άνθρωποι των βουνών, στις φυσικά έγκλειστες κοιλάδες τους, που περιτριγυρίζονται από πυκνόφυτα βουνά που απλώνονται από το πέρασμα Λοβάρι έως το Τσιτράλ και το Ντιρ, κατάφεραν παρόλο τον συνεχώς μειούμενο αριθμό τους, να διατηρήσουν τις φυλετικές τους ιδιαιτερότητες.
Αντίθετα οι κάτοικοι του Τσιτράλ, είναι ένα μείγμα Ινδο-αριανών φυλών και Μογγόλων, με κιτρινόμαυρο δέρμα, αδύνατα
Και, τέλος, από την επιτόπια έρευνα της Ελληνίδας ερευνήτριας Ευσταθίας Καραμπάτσου και του ντόπιου Καλάς Υάς Μπαζίκ, με τίτλο «Ήθη-έθιμα των Καλάσα» (που αποτελεί μια μεγάλη προσφορά στον ελληνισμό), παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα που κάνει λόγο για τη σχέση του Μεγαλέξανδρου με τους Καλάς:
«Την άνοιξη του 327 των αρχαίων χρόνων, ο Μέγας Αλέξανδρος ζήτησε από τον Βάκτριο Οξυάρτη την παράδοση του οχυρού βράχου που είχε καταφύγει. «Και αυτοί με γέλια χλευαστικά φώναζαν στον Αλέξανδρο, ΄΄ιπτάμενους στρατιώτες ζήτησε΄΄» (Αρριανός, «Αλεξάνδρου ανάβασις», κεφάλαιο 18, 6). Ο Αλέξανδρος θέλοντας να καταλάβη την πέτρα εξαγγέλει δώδεκα έπαθλα για την δύσκολη ανάβαση.
Τριακόσιοι Μακεδόνες θα επιχειρήσουν να αναρριχηθούν για να ανεμίσουν τα συμφωνημένα λευκά πανιά στην κορυφή της. Όταν ο Αλέξανδρος είδε το ορισμένο σήμα, «διέταξε τους φρουρούς των βαρβάρων να μην χρονοτριβούν άλλο, αλλά να παραδοθούν σε αυτόν.
Γιατί βρήκε ήδη τους φτερωτούς ανθρώπους και ήσαν κατεχόμενοι σε αυτούς… και μόλις είδε την Ρωξάνη [κόρη του διοικητή] ο Αλέξανδρος την ερωτεύθηκε». Στον σύγχρονο χάρτη της παραπάνω περιοχής φαίνεται πόλη με το όνομα Kafinun. Σημειώνεται ότι, οι αλλόθρησκοι αποκαλούν τους Καλάσα «Καφφίρ», λαός των Κάφρων, δηλαδή «άπιστους». Ο Αρριανός («Ινδική» Ι) τους κατοίκους της Νύσσας δεν τους θεωρεί Ινδούς».
Δρ. Ησαΐας Κωνσταντινίδης
www.elora.grΤο αλίευσα ΕΔΩ