Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς απάντησε στις ερωτήσεις που του έθεσε το www.econews.gr σχετικά με το περιβάλλον.
Εconews: Η οικονομική κρίση ως φαινόμενο των ημερών μας πιστεύετε πως θα επηρεάσει αρνητικά τις προσπάθειες για την εφαρμογή στρατηγικών βιώσιμης ανάπτυξης και προστασίας του περιβάλλοντος?
Αντώνης Σαμαράς: Φοβάμαι ότι αυτό ισχύει σε παγκόσμια κλίμακα, όχι μόνο στην Ευρώπη ή στην Ελλάδα. Άλλωστε, η κρίση οδήγησε και σε μια – πρόσκαιρη, ίσως – μείωση της τιμής του πετρελαίου, γεγονός που ασφαλώς ανέστειλε μακροχρόνιες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές. Πάντως, το κλειδί είναι η Αειφορία. Δηλαδή το «πάντρεμα» της προστασίας του περιβάλλοντος με την ανταγωνιστικότητα.
Κλειδί για την Αειφορία είναι οι συνέργειες. Δηλαδή η μεγιστοποίηση αποδόσεων που προκύπτει από «βέλτιστους συνδυασμούς» επενδύσεων. Ό,τι μόνο του μπορεί να μην είναι ανταγωνιστικό, σε συνεργασία με άλλα μπορεί να γίνει εξαιρετικά ανταγωνιστικό.
Νομίζω, λοιπόν, ότι οφείλουμε να εντείνουμε τις προσπάθειες, ώστε οι συνέργειες διαφόρων ανανεώσιμων πηγών μεταξύ τους και με άλλους μείζονες περιβαλλοντικούς στόχους της Αειφορίας, όπως η διαχείριση υδάτινων αποθεμάτων, θα μπορέσει να καταστήσει τις ανανεώσιμες πηγές ανταγωνιστικές.
Η έλλειψη ρευστότητας στην οικονομία λόγω της κρίσης θα επηρεάσει αρνητικά την υλοποίηση περιβαλλοντικών επενδύσεων κι ίσως «φρενάρει» την περιβαλλοντική οικονομία.
Θα αλλάξουν, επομένως, και οι χρόνοι απόδοσης και απόσβεσης των «πράσινων» επενδύσεων.
Σε ένα τέτοιο δυσμενές οικονομικό περιβάλλον πρέπει το Κράτος τουλάχιστον να εξασφαλίσει ότι δεν θα υπάρχουν πρόσθετα προσκόμματα (γραφειοκρατικά, νομοθετικά, χωροταξικά και άλλα) που θα αποθαρρύνουν επενδύσεις σε ΑΠΕ και αλλού.
E: Πιστεύετε ότι είναι ρεαλιστική η εξαγγελία του πρωθυπουργού περί «πράσινης ανάπτυξης»;
Α.Σ.: Ο εχθρός κάθε μεγάλης και ευγενούς ιδέας, είναι η ακρότητα, η ακραία εκδοχή της. Όπως εξήγησα στη Βουλή (κι όπως υπονόησα στην προηγούμενη απάντησή μου), η πράσινη ανάπτυξη, δεν αρκεί να είναι «πράσινη». Πρέπει να είναι και «ανάπτυξη».
Δεν θέλουμε ανάπτυξη χωρίς περιβαλλοντική προστασία. Αλλά δεν θέλουμε και «σκληρές» περιβαλλοντικές πολιτικές χωρίς ανταγωνιστικότητα. Θέλουμε περιβαλλοντική πολιτική που να συνδυάζεται με ανταγωνιστικότητα. Κι αυτό στην Ελλάδα με το τεράστιο αιολικό, ηλιακό και κυματικό-υδραυλικό ενεργειακό δυναμικό είναι εφικτό.
Μερικές από τις εφαρμογές που θα μας επιτρέψουν να πάμε σε καθαρές μορφές ενέργειας είναι ήδη «τεχνολογικά ώριμες». Μερικές άλλες δεν έχουν ωριμάσει ακόμα, αλλά θα ωριμάσουν σύντομα.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να θυμόμαστε ότι λύση δεν είναι να φτιάχνουμε ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές που στοιχίζει πολλαπλάσια απ’ ό,τι η ενέργεια από υδρογονάνθρακες. Το πρόβλημα λύνεται με το να παράγουμε φτηνή ενέργεια (ακόμα κι από υδρογονάνθρακες), φτάνει να βρούμε τρόπο να την καταστήσουμε «φιλική» προς το περιβάλλον (πλήρης παγίδευση διοξειδίου του άνθρακα κλπ., εφ’ όσον βέβαια παραμένει ανταγωνιστική από πλευράς κόστους).
Επιπλέον, η στροφή στην ανανεώσιμες πηγές δεν αντιφάσκει με τη συνέχιση των ερευνών για εγχώριους υδρογονάνθρακες (πετρέλαιο κλπ.), πάντα με την προϋπόθεση εξασφάλισης φιλικότητας προς το περιβάλλον και ανταγωνιστικού κόστους.
Αν επιμένουμε σε παραγωγή ακριβής ενέργειας, απλώς και μόνο επειδή είναι «περιβαλλοντικώς ορθή», τότε δημιουργούμε κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις, εξαρτημένες από επιδοτήσεις, σε καιρούς υπερχρέωσης. Και οδηγούμε σε νέες προβληματικές επιχειρήσεις και μελλοντικά σε εθνική χρεοκοπία. Στο τέλος της οποίας θα έλθει και – μεταξύ πολλών άλλων δεινών – η (περαιτέρω) περιβαλλοντική υποβάθμιση.
E: Πώς κρίνετε μέχρι στιγμής τις περιβαλλοντικές πολιτικές της νέας κυβέρνησης;
Α.Σ.: Προσέξτε: κατάργησαν το κοινό υπουργείο Δημοσίων Έργων και Περιβάλλοντος (το ΥΠΕΧΩΔΕ) και δημιούργησαν το υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος!
Αν υπήρχε «σύγκρουση προτεραιοτήτων» ανάμεσα στα Δημόσια Έργα και το Περιβάλλον παλαιότερα, υπάρχει πολύ μεγαλύτερη σύγκρουση ανάμεσα στην Ενέργεια και το Περιβάλλον τώρα.
Δεν είναι καν ανεπαρκές βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Είναι βήμα προς τη λάθος κατεύθυνση.
Ύστερα, περίμενα ότι θα ακολουθούσαν οι απαραίτητες θεσμικές και διοικητικές προσαρμογές που επιβάλλει ένα τέτοιο Υπουργείο. Αυτό, όμως, δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα. Υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις, παρουσιάζονται πολλές αρρυθμίες στη λειτουργία του, αλλά και μία αναποτελεσματικότητα στην εφαρμογή μιας συντεταγμένης και στοχευμένης περιβαλλοντικής πολιτικής.
Σήμερα αντιμετωπίζουμε περιβαλλοντικά προβλήματα που χρήζουν άμεσων λύσεων για τα οποία, όμως, δεν έχουμε ακούσει τίποτα από την κυβέρνηση.
Τι θα κάνει η κυβέρνηση για την διαχείριση των απορριμμάτων ειδικά στην Αττική;
Τι θα κάνει για την διαχείριση των υδάτινων πόρων και την αντιμετώπιση προβλημάτων όπως η μόλυνση του Ασωπού;
Τι θα κάνει για την προστασία της βιοποικιλότητας και την ενίσχυση των φορέων διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών;
Επομένως και στον τομέα του περιβάλλοντος η κυβέρνηση δείχνει μία ασυγχώρητη προχειρότητα και αναβλητικότητα.
E: Ποια θεωρείτε πως είναι τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας;
Α.Σ.: Τα σκουπίδια και οι χωματερές, η διαχείριση των αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων και η διαχείριση των υδάτινων αποθεμάτων.
Ύστερα έρχονται τα ορυκτά καύσιμα, η απεξάρτηση από τους εισαγόμενους υδρογονάνθρακες και οι ΑΠΕ.
Πιστεύω ότι μακροχρόνια η γενίκευση των ΑΠΕ και η διαχείριση των υδατίνων αποθεμάτων είναι οι σημαντικότερες «προκλήσεις» που αντιμετωπίζουμε – κι όχι μόνο από στενά περιβαλλοντική άποψη.
Αλλά για την ώρα πνιγόμαστε στα σκουπίδια. Κι ενώ τα αστικά απορρίμματα αυξάνονται «εκθετικά», ο χώρος «αποθήκευσής» τους είναι «δεδομένος» κι όσο πάει περιορίζεται (δεν κάνει να τα βάζουμε κοντά σε πηγές υδάτων, κοντά στη θάλασσα, σε μεγάλο υψόμετρο, κοντά σε αρχαιολογικούς χώρους κλπ.)
Αποτέλεσμα: κάποια στιγμή θα μας πνίξουν τα σκουπίδια!
Τελικά, ίσως πρέπει να αντιληφθούμε ότι μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον (αν όχι άμεσα) η θερμική επεξεργασία των απορριμμάτων είναι η πιο ενδεδειγμένη λύση για τη χώρα μας, καθώς είναι η πλέον εφαρμοσμένη στην Ευρώπη την τελευταία εικοσαετία. Με τις πιο σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις η θερμική επεξεργασία μπορεί να είναι ασφαλής προς το Περιβάλλον και τον Άνθρωπο αλλά και οικονομικά αποδοτική, καθώς παράγει ενέργεια.
Όποιος λύσει οριστικά το πρόβλημα των σκουπιδιών στην Ελλάδα θα έχει κάνει τη μεγαλύτερη «οικολογική επανάσταση». Κι αν αυτό δεν γίνει σύντομα, δεν χρειάζεται να περιμένουμε ως την κλιματική αλλαγή. Θα υποστούμε πολλά δεινά, πολύ πιο σύντομα…
E: Σε ποιο βαθμό πιστεύετε ότι το «περιβάλλον» ενσωματώθηκε στις διάφορες πολιτικές (ενεργειακή, αναπτυξιακή κλπ) των προηγούμενων κυβερνήσεων και τι ρόλο θα διαδραματίσει στην κατάρτιση της δικής σας πολιτικής πρότασης;
Α.Σ.: Είναι αλήθεια πως η ενσωμάτωση της έννοιας του περιβάλλοντος στις πολιτικές του παρελθόντος ήταν κυρίως αποτέλεσμα των υποχρεώσεων μας ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της απαίτησης για εναρμόνιση της πολιτικής μας με τις κοινοτικές κατευθύνσεις.
Τώρα όμως, πρέπει να ξεπεράσουμε αυτό το στάδιο της «αναγκαστικής» και κάπως «απρόθυμης» προσαρμογής. Και να επιλέξουμε να γίνουμε πρωτοπόροι. Οι ιδιομορφίες της Ελλάδας μας το επιτρέπουν. Αν συνειδητοποιήσουμε κάποτε, ως χώρα, ότι η περιβαλλοντική προστασία δεν είναι ένας «περιορισμός» που πρέπει να τηρούμε, αλλά μια πλουτοπαραγωγική πηγή που οφείλουμε να αξιοποιήσουμε.
Να αξιοποιήσουμε όχι να «εκμεταλλευτούμε»! Έχει μεγάλη διαφορά. Διότι όταν δίνεις αξία σε κάτι, το μετατρέπεις από αδρανές περιουσιακό στοιχείο σε πλουτοπαραγωγικό πόρο. Και το αναβαθμίζεις!
Ένα χείμαρρο, ένα ξεροπόταμο, που σήμερα μπορεί να είναι και «χωματερή» μπορείς να τον μετατρέψεις σε υδροηλεκτρικό έργο. Ένα βάλτο, σε μαγευτική λίμνη. Ένα ξερονήσι σε μαγευτικό θέρετρο. Ή σε μοναδική ιχθυόσκαλα…
Το περιβάλλον δεν είναι «περιορισμός». Είναι πλούτος που πρέπει να το αξιοποιήσουμε χωρίς να το λεηλατούμε. Γιατί ό,τι μένει αναξιοποίητο συχνά απαξιώνεται…
Αυτή είναι η επόμενη φάση: όχι απλώς να προστατεύουμε το περιβάλλον. Αλλά να το αναδεικνύουμε, να το αναβαθμίζουμε και να το αξιοποιούμε.
Η προστασία του περιβάλλοντος στη χώρα μας συνδέεται άρρηκτα και με παραδοσιακές παραγωγικές δραστηριότητες που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της εθνικής μας οικονομίας. Τέτοιες είναι ο Τουρισμός και η Γεωργία, που δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να αναπτυχθούν χωρίς την περιβαλλοντική προστασία και την προστασία των φυσικών πόρων.
Δεν γίνεται για παράδειγμα να έχουμε ανταγωνιστικό Τουρισμό χωρίς καθαρές θάλασσες, χωρίς βιοποικιλότητα, χωρίς χωροταξία. Δεν μπορούμε να δώσουμε ώθηση στη Γεωργία μας και να της εξασφαλίσουμε μακροπρόθεσμη προοπτική χωρίς να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της ορθολογικής διαχείρισης των υδάτινων αποθεμάτων μας και την προστασία των εδαφών και της αγροτικής γης.
Προστατεύοντας το φυσικό μας περιβάλλον δεν προστατεύουμε απλά οικονομικές δραστηριότητες, αλλά τους δίνουμε την δυνατότητα να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν περαιτέρω σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό διεθνές και ευρωπαϊκό πλαίσιο.
E: Η Ελλάδα έχει καταδικαστεί στο παρελθόν για μη συμμόρφωση με τις Κοινοτικές Οδηγίες της Ε.Ε. Πως κρίνετε το ισχύον Εθνικό θεσμικό πλαίσιο για την προστασία του περιβάλλοντος;
Α.Σ.: Στην πενταετία της διακυβέρνησής μας, ενσωματώσαμε στην Ελληνική νομοθεσία 35 Ευρωπαϊκές Οδηγίες για το περιβάλλον και μειώσαμε κατά το ήμισυ τις ανοιχτές υποθέσεις, για τις οποίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε κινήσει διαδικασία εναντίον της Ελλάδας. Σε σύγκριση με τις αντίστοιχες επιδόσεις προηγούμενων κυβερνήσεων ήμασταν αποτελεσματικότεροι, αλλά θα ήμουν πιο ικανοποιημένος αν είχαμε λύσει θεσμικά το σύνολο των ζητημάτων, όπως για παράδειγμα το πλαίσιο διαχείρισης των αποβλήτων από κατασκευές και κατεδαφίσεις.
Σήμερα υπάρχει διαπιστωμένα ανάγκη για αναμόρφωση του συνολικού διοικητικού συστήματος της χώρας όσον αφορά στο περιβάλλον, κατά το πρότυπο άλλων πιο προχωρημένων ευρωπαϊκών χωρών. Θα μπορούσαμε να πάμε ένα βήμα πιο πέρα από την απλή ενσωμάτωση και την εφαρμογή των κοινοτικών οδηγιών και της σχετικής νομοθεσίας και να διδαχθούμε πολλά, τόσο από τις ευρωπαϊκές πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα όσο και από τον τρόπο λειτουργίας των υπηρεσιών τους στον τομέα αυτό.
Νομίζω ότι θα είναι ένα βήμα πολύ σημαντικό, θα τονώσει την περιβαλλοντική μας αξιοπιστία σε κοινοτικό επίπεδο και, εάν τα καταφέρουμε, θα μπορέσουμε ως χώρα να κάνουμε πιο αισθητή την παρουσία μας στην ίδια την διαδικασία λήψης αποφάσεων σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο.
E: Πως σχολιάζετε το γεγονός πως με βάση πρόσφατη Έρευνα Germanwatch και του δικτύου περιβαλλοντικών οργανώσεων CAN, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 26η θέση ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ αναφορικά με τις επιδόσεις της;
Α.Σ.: Είναι αληθινά οξύμωρο σχήμα η χώρα που έχει υποστεί τη μεγαλύτερη αποβιομηχάνιση να έχει από τις χειρότερες κατατάξεις στον τομέα προστασίας του περιβάλλοντος. Νομίζω ότι χρεοκόπησε ένα ολόκληρο μοντέλο ανάπτυξης στην Ελλάδα. Το οποίο, μεταξύ άλλων, στηρίχθηκε σε λεηλασία των φυσικών πόρων.
Αυτό οφείλεται, επίσης, στο ότι δεν εφαρμόστηκε ποτέ στο παρελθόν μια συνολική εθνική περιβαλλοντική στρατηγική. Δηλαδή να αποφασίσουμε ως χώρα, τι θέλουμε και τι πρέπει να προστατέψουμε, προς ποια κατεύθυνση και με ποιο τελικό σκοπό θέλουμε να κινηθούμε.
Χρειαζόμαστε επομένως συγκεκριμένες πολιτικές, μετρήσιμους στόχους και απτά αποτελέσματα. Η περιβαλλοντική πολιτική δεν είναι κάτι αφηρημένο και δεν μπορεί να περιορίζεται σε μία απλοϊκή οικολογική προσέγγιση των πραγμάτων.
Για παράδειγμα, η αποτελεσματική προστασία ενός υδάτινου οικοσυστήματος δεν ωφελεί απλά την βιοποικιλότητά του, κάτι που είναι προφανές, αλλά παράλληλα μπορεί να δημιουργήσει και έναν πόλο έλξης τουρισμού και αναψυχής, έρευνας και ανάπτυξης, καινοτομίας και νέας οικονομικής δραστηριότητας για μία τοπική κοινωνία. Οι καλές επιδόσεις επομένως στον τομέα της περιβαλλοντικής μας πολιτικής δεν καθρεφτίζουν απλώς την συνολική εικόνα της χώρας μας, αλλά δίνουν και ένα δείγμα του τρόπου αξιοποίησης των φυσικών μας πόρων.
Όπως σας ανέφερα και προηγουμένως: το περιβάλλον δεν είναι ένας «περιορισμός» για την ανάπτυξη, είναι πλουτοπαραγωγικός πόρος!
Δεν είναι κάτι που απλώς «οφείλουμε να προστατεύσουμε» είναι κάτι που μπορούμε να αξιοποιήσουμε…
E: Με αφορμή και τη σύνοδο κορυφής στην Κοπεγχάγη για το κλίμα, τι πρωτοβουλίες πρέπει να ληφθούν ώστε να αξιοποιήσουμε βραχυπρόθεσμα τα πλεονεκτήματα της χώρας όσον αφορά το ηλιακό και αιολικό δυναμικό;
Α.Σ.: Και να μην υπήρχε η απειλή της κλιματικής αλλαγής οφείλαμε να περιορίσουμε τους ρύπους που βλάπτουν το περιβάλλον. Ακόμα κι αν η βλάβη περιοριζόταν στο μικροκλίμα των πόλεων ή στα τοπικά υδάτινα αποθέματα, και πάλι θα έπρεπε να λάβουμε δραστικά μέτρα.
Όσον αφορά το τεράστιο ενεργειακό δυναμικό που έχει η Ελλάδα, πρέπει να φροντίσουμε να το αξιοποιήσουμε, αλλά όχι να δημιουργήσουμε μια νέα γενιά «προβληματικών».
Χρειαζόμαστε πρώτον πειραματικές εγκαταστάσεις ΑΠΕ, χρησιμοποιώντας τις πιο σύγχρονες τεχνολογίες διεθνώς. Αυτές οι εγκαταστάσεις μπορούν να είναι και επιδοτούμενες.
Χρειάζεται, δεύτερον, ένα πρόγραμμα έρευνας μακράς πνοής, ώστε να χρησιμοποιήσουμε όλες τις δυνατές συνέργειες μεταξύ τους και να αυξήσουμε την αποδοτικότητά τους. Εδώ οφείλουμε να χρησιμοποιήσουμε όλη την σχετική πείρα από άλλες χώρες.
Χρειάζεται, τέλος, ένας ακόμα πιο μακροχρόνιος προγραμματισμός, ώστε να δούμε τι περιθώρια έχουμε να υποκαταστήσουμε εισαγόμενους υδρογονάνθρακες με εγχώριες ΑΠΕ.
Αν χρειάζεται να κάνουμε κάτι από σήμερα, αυτό είναι να προγραμματίσουμε σοβαρή έρευνα πάνω στις ΑΠΕ και την αποδοτικότητά τους. Να γίνει η Ελλάδα σε πρώτη φάση η «φυσική πατρίδα» της έρευνας για ΑΠΕ διεθνώς. Αν συμβεί αυτό, θα έχουμε κάνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα για μακροχρόνια απεξάρτηση από υδρογονάνθρακες.
Αντί να συνεχίζουμε την πολυδιάσπαση των ερευνητικών κονδυλίων, θα συγκεντρώσουμε τα έτσι κι αλλιώς περιορισμένα οικονομικά κονδύλια της έρευνας σε ένα κρίσιμο και ελπιδοφόρο τομέα, που έχει εξαιρετικές προοπτικές παγκοσμίως και θα μπορούσε να αποφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα για την χώρα μας μέσα σε λίγα χρόνια.
E: Αν και η έννοια της προστασίας του περιβάλλοντος έγινε λίγο «μόδα» το τελευταίο διάστημα και υιοθετήθηκε από το σύνολο των πολιτικών κομμάτων, πιστεύετε ότι υπάρχει επαρκής περιβαλλοντική πληροφόρηση, αρχής γενομένης από τα σχολεία;
Α.Σ.: Υπάρχει, πράγματι, μεγάλο έλλειμμα πληροφόρησης. Όχι μόνο στο επίπεδο του σχολείου, αλλά και συνολικά στην κοινωνία. Ανάμεσα στους ενήλικες. Ακόμα και ανάμεσα στους ειδικούς. Ακόμα κι ανάμεσα στους περιβαλλοντολόγους!
Δείτε για παράδειγμα, πόσες αντιστάσεις υπήρξαν για εγκαταστάσεις αιολικών πάρκων, ακόμα και στις πιο δυσπρόσιτες περιοχές, με υψηλό αιολικό δυναμικό, σε τοποθεσίες όπου δεν τίθεται θέμα «αισθητικής επιβάρυνσης». Δείτε πόσες φορές στο παρελθόν περιβαλλοντικές οργανώσεις υποστήριξαν χωματερές, κι όχι θερμική επεξεργασία απορριμμάτων. Όντως, υπάρχει τεράστιο έλλειμμα πληροφόρησης. Κι όχι μόνο στα σχολεία…
Στην εποχή των νέων τεχνολογιών και του διαδικτύου, η περιβαλλοντική πληροφορία είναι διάχυτη παντού. Το ζητούμενο είναι να την αξιοποιήσουμε και να την διοχετεύσουμε με συστηματικό και υπεύθυνο τρόπο στις νεότερες γενιές, ώστε η περιβαλλοντική γνώση να γίνει η δύναμη που θα αλλάξει νοοτροπίες και κακώς κείμενα στην χώρα μας στον τομέα του περιβάλλοντος.
E: Δεδομένου ότι στο λεκανοπέδιο Αττικής κατοικεί ο μισός πληθυσμός της χώρας και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος είναι προφανής, ποιες είναι οι προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας για την προστασία του περιβάλλοντος και την βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης των κατοίκων του Λεκανοπεδίου;
Α.Σ.: Πρώτον, η άμεση επίλυση του πιεστικού προβλήματος των απορριμμάτων, πριν πάρει εφιαλτικές διαστάσεις. Έχει σημασία να θυμίσουμε ότι στη Βιέννη παράγεται ενέργεια από τα σκουπίδια. Τα αστικά απορρίμματα αντιμετωπίζονται εκεί ως «πλουτοπαραγωγική πηγή». Εδώ έχουν καταντήσει θανάσιμη απειλή για τη δημόσια υγεία.
Δεύτερον, περισσότερο πράσινο. Κι όχι μόνο στους ακάλυπτους χώρους. Και στα μπαλκόνια και στις ταράτσες ακόμα…
Τρίτον, περισσότεροι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων κοντά σε σταθμούς μετρό. Ώστε να αποσυμφορηθούν οι δρόμοι και να βελτιωθεί η κίνηση των δημόσιων μέσων μεταφοράς.
Τέταρτον, βιοκλιματικές βελτιώσεις στα υφιστάμενα κτήρια. Για να υπάρξει μεγαλύτερη εξοικονόμηση ενέργειας και λιγότερη ακτινοβολία ενέργειας (από τις απώλειες του οικιστικού περιβάλλοντος στην ατμόσφαιρα).
Πέμπτον, καλύτερη διαχείριση των υδάτινων αποθεμάτων του λεκανοπεδίου. Ένα άγνωστο κεφάλαιο, που ελάχιστοι θίγουν, αλλά που είναι κρίσιμο για την ανάταξη του περιβάλλοντος στο τεράστιο οικιστικό συγκρότημα.
Έκτον, αποθάρρυνση της καθημερινής χρήσης του αυτοκινήτου στο κέντρο της πόλης, ενθάρρυνση της χρήσης των μέσων σταθερής τροχιάς και ενίσχυση ειδικά των έργων επέκτασης του Μετρό.
Μεσοπρόθεσμα το λεκανοπέδιο πρέπει πρώτον, να φιλοξενεί λιγότερους ανθρώπους, δεύτερον, να επεκταθεί ώστε λιγότεροι κάτοικοι να καταλαμβάνουν περισσότερο χώρο, τρίτον, να καταναλώνει λιγότερη ενέργεια κατά κεφαλήν και, τέλος, να έχει πολύ περισσότερο πράσινο.
Αυτά χρειάζονται μακροχρόνιο προγραμματισμό, τουλάχιστον τριών δεκαετιών. Αλλά το πιο σημαντικό βήμα είναι το πρώτο.
Το 1980 μιλάγαμε ήδη από τότε για «υδροκεφαλική Αθήνα». Αν τότε είχε ξεκινήσει ένας τέτοιος προγραμματισμός, σήμερα η Αθήνα θα ήταν πολύ καλύτερη. Δεν συνέβη αυτό και η Αθήνα είναι πολύ χειρότερη.
Το χρωστάμε στα παιδιά μας. Πολύ περισσότερο που η δική μας γενιά έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για το σημερινό χάλι…
Αναδημοσίευση από www.econews.gr