Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Ελλάς και οικουμένη

Η ιστορικότητά του έχει μεγάλη σημασία για κάθε λαό. Ιστορικός, όμως, είναι ένας λαός, του οποίου η ιστορία μεταφέρει σημασίες. Κοσμοϊστορικοί δε είναι οι λαοί, οι οποίοι έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του κόσμου, αφού η ιστορία τους μεταφέρει σημασίες κοσμοϊστορικές.


Υπάρχουν πολλοί ιστορικοί λαοί. Αυτοί, όμως, που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως κοσμοϊστορικούς είναι λίγοι. Οι Έλληνες είναι ένας κοσμοϊστορικός λαός. Σε αυτό όλοι συμφωνούν. Εκείνο που κάνει τους Έλληνες κοσμοϊστορικό λαό είναι βέβαια η ιστορική παρουσία τους, περισσότερο όμως είναι η σχέση τους με την οικουμένη. Η σχέση αυτή είναι πολιτισμική: οι Έλληνες δίνουν, κατ’ επανάληψη και κατ’ εξακολούθηση, ένα παράδειγμα, ένα τρόπο βίου, που μπορεί να θεωρηθεί ως πρότυπο. Αυτό το ιδιαίτερο και σπάνιο φαινόμενο το χαρακτηρίζουμε σαν οικουμενικότητα.



Η οικουμενικότητα είναι κάτι που συνεχίζει και συμπληρώνει την εντελέχεια και τη μεγάλη σημασία ενός πολιτισμικού περιβάλλοντος, ώστε αυτό να προβάλλει ως παγκόσμιο πρότυπο. Υπάρχουν διάφορες μορφές οικουμενικότητας. Η οικουμενικότητα χαρακτηρίζεται από την ηθική ποιότητά της, και εκεί βρίσκεται η κρίσιμη και ουσιώδης διαφορά των ελληνικών προτάσεων βίου: δεν επιδιώκουν την κυριαρχία και την αλλοτρίωση, ούτε έχουν ωφελιμιστικό χαρακτήρα. Η οικουμενικότητα είναι ένα άνοιγμα προς τον κόσμο και ένα σύνολο αξιών που δωρίζεται. Η οικουμενικότητα βρίσκεται πέρα από σκοπιμότητες, αφού προσδιορίζει την οικουμένη ως πολιτισμική αντίληψη. Η οικουμενικότητα είναι ασύμβατη προς την κυριαρχία και δεν αποτελεί πολιτική ιδεολογία. Η οικουμενικότητα είναι επίσης ασύμβατη προς την πολυπολιτισμικότητα, όπως αυτή προβάλλεται σήμερα ως πανάκεια στα προβλήματα των μεταναστών στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Δεν επιδιώκεται η πολιτική συσσωμάτωση λαών και χωρών, αλλά η δημιουργία συνόλων με υπερφυλετική, υπερεθνική, πολιτισμική ενότητα. Τέτοια σύνολα χαρακτηρίζουν την ελληνική ιστορία και μπορούμε να τα διακρίνουμε, κατά την αρχαιότητα στις ελληνικές μητροπόλεις και στις αποικίες τους στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο, αργότερα στον μέγα ελληνιστικό κόσμο, στην εκπληκτική χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ακόμη, σχετικά πρόσφατα, στις κοινότητες των Ρωμηών της καθ΄ ημάς Ανατολής.

Η εποχή της κλασσικής αρχαιότητας είναι η εποχή της οικουμενικότητας κατ' εξοχήν. Η θρησκεία, η γλώσσα, οι συνήθειες και το σύνολο των πολιτισμικών χαρακτηριστικών των Ελλήνων γίνονται διεθνές πρότυπο. Η κλασσική αρχαιότητα συνεχίζει σε όλη την ανθρώπινη ιστορία να αποτελεί μια φωτεινή εστία, στην οποία όχι μόνο αναφέρονται οι αιώνες, αλλά και επιστρέφουν. Μετά τον ελληνιστικό κόσμο και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενσωματώνει την ελληνική παράδοση.

Ο βυζαντινός κόσμος αποτελεί και μια νέα πολιτισμική πρόταση – με βάση τη σύνθεση διάφορων πολιτισμικών στοιχείων –, στην οποία οι Έλληνες και η κλασσική κληρονομιά τους πρωταγωνιστούν. Το Βυζάντιο δημιουργεί ένα καθαρώς πνευματικό πολιτισμό, όπου ο κόσμος καθαγιάζεται και ο άνθρωπος προορίζεται προς τη θέωση. Κατά τους μακρούς αιώνες του Βυζαντίου η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινούπολης ακτινοβολεί και γίνεται πηγή μίμησης. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι δύο ρωμαϊκές αυτοκρατορίες συγκροτούνται με βάση τον κλασσικό πολιτισμό.

Οι μεγάλες μεταναστεύσεις και η ανάδυση, μέσα από τον δυτικό ρωμαϊκό κόσμο, των συγχρόνων ευρωπαϊκών λαών θα φέρουν στο προσκήνιο νέες αντιλήψεις πολιτισμού και τρόπους βίου. Η λογική γίνεται τώρα το απόλυτο κριτήριο. Παραμερίζεται έτσι ανεπαίσθητα το μέγα κατόρθωμα της ελληνικής διανόησης, ο αποφατισμός, δηλαδή η διανοητική εκείνη στάση που βασίζεται στον λόγο, αλλά αρνείται το ότι η πραγματικότητα εξαντλείται στην λογική της διατύπωση. Ο κόσμος χωρίζεται σε εμπειρικό και υπερβατικό. Ο άνθρωπος βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν απόμακρο Θεό, αλλά και μόνος μέσα σε μια αδιάφορη φύση. Η Δυτική Ευρώπη χαρακτηρίζεται από τον δυναμισμό της επέκτασης και της αλλαγής. Η ασίγαστη ρομαντική τάση προς το άπειρο και η ανησυχία της ευρωπαϊκής ψυχής διακρίνονται στην αντίληψή της για έναν κόσμο χωρίς όρια. Η μουσική είναι η κατ’ εξοχήν τέχνη της Ευρώπης. Το άνοιγμα στην οικουμένη σημαίνει τώρα την παγκόσμια κυριαρχία. Την παγκόσμια επέκταση της Ευρώπης εγκαινιάζουν οι Σταυροφορίες προς την Ανατολή, με κορυφαίο γεγονός την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Γεγονός, που θα προετοιμάσει την πτώση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή Ρωμανίας, όπως είναι το όνομά της. Οι τελευταίοι αιώνες του Βυζαντίου είναι η εποχή που ο ελληνικός κόσμος υποχρεώνεται σε αναμέτρηση προς τους πολιτισμικούς όρους που επιβάλλει η Δύση με τον δυναμισμό της. Πρόκειται για μια γιγαντομαχία περί της ουσίας, η έκβαση της οποίας είναι ακόμη άδηλη.

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ιστορίας αποτελεί η αναγεννητική διάθεση που εμφανίζεται ως περισυλλογή, ανάμνηση και διακαής επιθυμία επιστροφής. Τους πρώτους τρομερούς αιώνες μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης ακολούθησε η θαυμαστή αναγέννηση του Ελληνισμού κατά τον 18ο αιώνα. Οι Έλληνες, παρά την πολιτική υποταγή τους, οργανώνονται συλλογικά και διαπρέπουν και πάλι στο εμπόριο και στην οικονομία. Οι κοινότητες των Ρωμηών συνιστούν ένα καινούργιο κόσμο, πρότυπο και πηγή μίμησης για τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Στην καθ’ ημάς Ανατολή διατυπώνεται μία νέα πολιτισμική πρόταση με βάση τον λαϊκό πολιτισμό, την αγαπητική διάθεση και την επιθυμία για παραμυθίαση. Την ίδια εποχή η Δυτική Ευρώπη χαρακτηρίζεται από τον πολιτισμό του υψηλού και τη διάθεση για κυριαρχία. Η έκφραση «καθ’ ημάς Ανατολή» αναφέρεται στους σημαντικούς και ακμαίους ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι ιστορικά κατοικούσαν στους χώρους όπου άκμασε η οικουμενική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Με την έκφραση αυτή δίνεται έμφαση στη σπουδαιότητα και την ισχύ των ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι κατά τον 19ο αιώνα συγκροτούσαν και μεγάλο τμήμα της νεοσύστατης αστικής τάξης της εκσυγχρονιζόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αντίθεση προς το νέο Ελληνικό Κράτος οι πληθυσμοί της καθ’ ημάς Ανατολής βρισκόταν κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ωστόσο, ο εκσυγχρονισμός των Ρωμηών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γίνεται με πρότυπο τη Δύση. Από το αντιλατινικό φρόνημα των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου, όταν απορρίφθηκε συλλήβδην κάθε ιδέα συναλλαγής με τη Δύση, θα φτάσουμε στην αίγλη και το δέος για την Ευρώπη του Διαφωτισμού. Μετά το 1922, ο ευρύτερος ελληνικός κόσμος της καθ' ημάς Ανατολής παύει να υπάρχει.

Από τον 18ο αιώνα η στάση των Ελλήνων προς την πολιτισμικά κυρίαρχη Δύση είχε πια μεταβληθεί, αφού η Δύση πλέον αποτελεί το πρότυπο, ενώ το Νέο Ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε με τη βοήθεια των δυτικών ως πραγμάτωση της φαντασιακής και ρομαντικής ιδέας για αναβίωση της κλασσικής Ελλάδας. Μετά την καταστροφή της καθ’ ημάς Ανατολής από το 1922 οι Έλληνες γίνονται ένα μικρό κρατικοποιημένο έθνος και συγκεντρώνονται όλοι στα στενά όρια ενός εθνικού κράτους. Το γεγονός αυτό είναι ιστορικά και πνευματικά πρωτοφανές και δίνει αφορμή για να υποστηριχθεί η απαισιόδοξη άποψη ότι ο Ελληνισμός έφθασε στο ιστορικό του τέλος.


Η Δυτική Ευρώπη θα χρησιμοποιήσει την αναλυτική ορθολογική μέθοδο ως κεντρικό εργαλείο μιας νέας ανθρωποκεντρικής θεώρησης του κόσμου. Οι επιστήμες θα προοδεύσουν ραγδαία και θα κυριαρχήσει η θετικιστική αισιοδοξία του Διαφωτισμού. Η φράση του ιεροφάντη της Γαλλικής Επανάστασης Σαιν Ζυστ: «η ευτυχία είναι μια ιδέα καινούργια στην Ευρώπη» εκφράζει τον ανθρωπιστικό ζήλο για την εκπλήρωση των οραμάτων του ανθρώπου πάνω στη γη. Έτσι, ο άνθρωπος θα βρεθεί σε διαλεκτική αντίθεση προς τον Θεό και δεν θα διστάσει να επιβεβαιώσει τον θάνατό του. Η υποταγή της φύσης, η εκμετάλλευσή της και η τεχνική είναι αυτά που θα επιβάλουν νέους τρόπους βίου. Η κατάληξη είναι η ομογενοποίηση των εθνών και των πολιτισμών με την καταστροφή των πολιτισμικών και των εθνικών ταυτοτήτων. Με πρότυπα της δυτικές βιομηχανικές κοινωνίες και τον δυτικό αντιπροσωπευτικό φιλελεύθερο κοινοβουλευτισμό ένας καθαρά υλικός πολιτισμός αναδύεται. Για πολλούς, αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους αιώνες είναι ο θρίαμβος ενός μη πνευματικού πολιτισμού, που βασίζεται στην καταστρεπτική ιδέα της αέναης τεχνοοικονομικής ανάπτυξης. Σήμερα φαίνεται ότι ο κόσμος βρίσκεται πάλι σε μία καμπή. Ο μοντερνισμός, που πραγματοποιεί το όραμα της Δύσης, φαίνεται να έχει εξαντληθεί. Μια νέα εποχή ετοιμάζεται να γεννηθεί.

Με άλλα λόγια, – τα λόγια του Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ –, η «μεταμοντέρνα κατάσταση» είναι η μεταβατική εποχή που ακολουθεί την παρακμή των Μεγάλων Αφηγήσεων του Διαφωτισμού, της προόδου και του Μαρξισμού. Μια Μεγάλη Αφήγηση είναι η μορφή γνώσης που στηρίζεται σε αξιόπιστη φιλοσοφική περιγραφή, τέτοια ώστε όχι μόνο απαιτεί καθολική αποδοχή, αλλά και μπορεί να εξηγήσει όλες τις άλλες αφηγήσεις. Οι Μεγάλες Αφηγήσεις συγκροτούν συστήματα σκέψης και νοήματος που παράγουν πολιτική και πολιτισμό. Οι Μεγάλες Αφηγήσεις βασίζονται σε μια καθολική αλήθεια και υπόσχονται την καθολική σωτηρία.

Κατά τον Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ οι Μεγάλες Αφηγήσεις παραχωρούν σήμερα τη θέση τους στις μικρές αφηγήσεις των τόπων και των μικρών ομάδων. Αυτό σημαίνει τον κατακερματισμό του κόσμου, αλλά και τη μεταφυσική γύμνια του ανθρώπου.

Αλλά και η κατάληξη της αναλυτικής ορθολογικής μεθόδου σε τεχνική, που επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία, οδήγησε σε αδιέξοδο. Ζούμε έτσι σε ένα διαρκές παρόν όπου όλα επιτρέπονται. Στο σκηνικό του 20ού αιώνα παρακολουθήσαμε και βιώσαμε τερατώδη πολιτικά συστήματα, λυσσαλέες συγκρούσεις, αδιανόητες τεχνικές επινοήσεις, την αβυσσαλέα διαφορά του Βορρά και Νότου, την παρακμή της πραγματικότητας σε εικόνα, την υποβάθμιση του αντικειμένου σε είδωλο, την πτώση του τόπου σε μη-τόπο και τέλος την κατάρρευση του οικοσυστήματος. Ζήσαμε μέσα σε συστήματα πέρα από το μέτρο και διαπιστώσαμε το παράλογο και την απογοητευτική ποιότητα του σημερινού κόσμου. Φαίνεται ότι η κατάληξη του άκρατου ορθολογισμού είναι ένας καθολικός ανορθολογισμός.

Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για το τέλος των ουτοπιών και την παρακμή των ιδεολογιών, αφού δεν υπάρχει πλέον πρόταση καθολική που να καλύπτει την ανθρώπινη ύπαρξη.

Δεδομένου λοιπόν ότι οι υποσχέσεις του μοντερνισμού δεν έχουν πραγματοποιηθεί, προκύπτει η ανάγκη νέων μορφών απελευθέρωσης και νέων προτάσεων βίου. Σε τέτοιες αναζητήσεις δεν υπάρχει τίποτα που θα μας βοηθήσει, εκτός από την επιστροφή των δοκιμασμένων προτύπων, της μεταφυσικής σκέψης και του μύθου από την εξορία που τους επέβαλε ο μοντερνισμός.

Οι Έλληνες σήμερα αποτελούν ένα ολιγάριθμο κρατικοποιημένο έθνος. Η ελληνική γλώσσα ομιλείται από λίγα εκατομμύρια ανθρώπων. Η παραγωγή πολιτισμού, που θα μπορούσε να αποτελεί παράδειγμα ή λόγο μίμησης, είναι ελάχιστη. Οι Έλληνες δημιουργούν το εθνικό τους κράτος στο ιστορικό τους κέντρο, το οποίο όμως παρέμεινε περιφερειακή περιοχή για πολλούς αιώνες. Περιφερειακή, γιατί το κέντρο βάρους του Ελληνισμού μετατέθηκε κατά την αρχαιότητα ανατολικά και παρέμεινε επί μακρόν στην Κωνσταντινούπολη, πόλιν παλαιόθεν ελληνίδα και μεγαλύτερη ελληνική πόλη για δεκαέξη συναπτούς αιώνες. Το κέντρο βάρους του Ελληνισμού βρίσκεται σήμερα πάλι στη νότιο Βαλκανική. Μετά το γεγονός αυτό ο Νέος Ελληνισμός είναι κάτι διαφορετικό, ενώ εντείνεται η διαχρονική κρίση ταυτότητας που τον χαρακτηρίζει. Η απομάκρυνσή μας από ιστορικούς χώρους, που συνδέονται με την ιστορική και πνευματική μας παρουσία, μας υποχρεώνει να πορευτούμε στερούμενοι μίας καθοριστικής για μας διάστασης. Οι δυσχέρειες του παρόντος, η ανησυχία μας για το μέλλον, η αμηχανία για τον πολιτισμό μας, η λήθη και η αποξένωση από τις παραδόσεις μας, η προσκόλλησή μας σε πρότυπα που δεν είναι δικά μας, η ασάφεια και η απορία για το τι είμαστε και που ανήκουμε˙ όλα αυτά συνδέονται ποικιλότροπα, εμφανώς και αφανώς, με τη βίαιη αποκοπή μας από χώρους οικείους, μακραίωνες εμπειρίες, δοκιμασμένους θεσμούς και εδραιωμένες συμπεριφορές. Το ζητούμενο, βέβαια, δεν είναι μόνο η ανάπτυξη, η ευημερία και εν τέλει η επιβίωση της χώρας μας, αλλά κυρίως η γνώση, που είναι προϋπόθεσή τους. Τη γνώση αυτή σήμερα φαίνεται σαν να τη στερούμεθα και σαν να είναι δύσκολο να την ανακαλύψουμε.

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους στην περιφέρεια του τότε Ελληνισμού και η επιστροφή του κέντρου βάρους του Ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη στη Νότια Ελλάδα σηματοδοτούν το τέλος του. Η υιοθέτηση θεσμών ξένων και η καταθλιπτική επίδραση της Δύσης υποστηρίζεται ότι οδήγησαν στο ιστορικό τέλος του Ελληνισμού. Πιστεύουμε ότι αυτό είναι ένα βιαστικό συμπέρασμα. Η ενδογενής δυναμική που δημιουργεί την καταθλιπτική επιβολή της Δύσης έχει πια εξαντληθεί. Αλλά, και τα τελείως πρόσφατα κοσμοϊστορικά γεγονότα: ο πολυκερματισμός του κόσμου, το τέλος των ιδεολογιών, η απαξίωση των ουτοπιών, η κρίση του δυτικού ορθολογισμού, η αμφισβήτηση της ιδέας της προόδου, η διάψευση της τεχνικής και το περιβαλλοντικό πρόβλημα, οδηγούν σε συνολική αναθεώρηση του ζητήματος του πολιτισμού. Σε μια τέτοια εποχή, μορφές επιστροφής στους ελληνικούς αιώνες ίσως αποδειχθούν και πάλι αναγκαίες.

Δημήτρης Μαυρίδης

Αναδημοσίευση από Αντίβαρο
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης