Την αφορμή για την διήγηση που παραθέτω, μου έδωσε ένας αδαής δημοσιογράφος με εκπομπή σε έναν καθόλα νεοταξικό μεγάλο ραδιοφωνικό σταθμό, με τη συνεχή υποτιμητική αναφορά του στο παρατσούκλι αυτής της μεγάλης ελληνίδας. Και το έκανε, όπως πολλοί από εμάς, που εν αγνοία μας προσβάλλουμε καθημερινά στις συζητήσεις αυτήν την αγνή ψυχή, στην προσπάθεια να περιγράψουμε την καχεξία και την κακομοιριά του νεοελληνικού κράτους.
Στην Ελλάδα των Βαυαρών, λοιπόν, καταδιώχθηκαν ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι αγωνιστές, όπως ο μέγας Νικηταράς, που πέθανε άπορος πάνω στην ψάθα κάπου στον Πειραιά. Και αρνήθηκε, αυτός ο «ομοιοπαθής» της «Ψωροκώσταινας», να πάρει την βοήθεια που του πρόσφερε το φιλάνθρωπο χέρι ενός Άγγλου διπλωμάτη, που είχε ακούσει για τη μεγάλη φτώχεια στην οποία ζούσε ο ξεχασμένος ήρωας από τους Βαυαρούς κυβερνώντες. Αρνήθηκε, για να μη δώσει, λέει, αφορμή, σε κανέναν ξένο να κακολογήσει την πατρίδα του ότι ξεχνάει τους ανθρώπους της. Αυτή η μεγαλειώδης ομολογία πατριωτικής αγάπης είναι ικανή να κάνει ένα δάκρυ να κυλήσει.
Όμως δεν είχε θέση για όλους αυτούς η νέα, ελεύθερη Ελλάδα. Ούτε και η «Ψωροκώσταινα» φυσικά. Με τα χρόνια, η συλλογική μνήμη των νεοελλήνων άρχισε να διαστρέφεται, εξαιτίας των ιδανικών μιας νέας ανερχόμενης αστικής τάξης, που είχε ως μοναδικό της σκοπό την κοινωνική καταξίωση και την ευμάρεια. Με επίκεντρο της την ξενόφερτη βασιλεία, και υπό την επίδραση του Διαφωτισμού και των δυτικών, έντονων πολιτισμικών επιρροών, κάθε λαϊκή μορφή, κάθε τι γνήσια ελληνικό, υπέστη μια τεράστια υποβίβαση. Μετεξελίχθηκε σε έναν περιφρονητικό ορισμό, που θύμιζε απλώς το μίζερο παρελθόν από το οποίο, η νέα αυτή μεγαλοαστική τάξη, η γεμάτη με συμπλέγματα κατωτερότητας, προσπαθούσε να ξεφύγει με την προσμονή του πλήρους εξευρωπαϊσμού της. Η δουλοπρέπεια των νεοελλήνων έναντι των δυτικών, χρονολογείται ήδη από τα πρώτα χρόνια της Εθνικής μας Επανάστασης.
Η ζητιάνα «Ψωροκώσταινα», ήταν μια τέτοια περίπτωση υποτίμησης και άδικης περιφρόνησης. Δεν ταίριαζε δίπλα στην madam Pompidou και στα σαλόνια, και επειδή η δεύτερη λογιζόταν σαν όντως κυρία, η «Ψωροκώσταινα» έγινε η προσωποποίηση της εθνικής μας ντροπής. Και ενώ θα έπρεπε να την τιμούμε και να την μνημονεύουμε ευλαβικά, όπως ακριβώς και στην παραβολή με τον οβολό της πτωχής χήρας, εμείς αντίθετα την περιφρονήσαμε. Κάθε φορά που την αποκαλούμε «Ψωροκώσταινα», καθένας από εμάς, είναι σαν να της δίνει μία ακόμη μαχαιριά. Σκοπός του άρθρου, είναι να διαδόσουμε και να διαφωτίσουμε τους συμπατριώτες μας για αυτήν την τεράστια ατιμία, που γίνεται εις βάρος της αρχόντισσας Ελληνίδας Πανωραίας Χατζηκώστα.
Διαβάστε την ιστορία της και κρίνετε μόνοι σας.
« Στην εποχή που κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας ζούσε στο Ναύπλιο μια ζητιάνα, που την έλεγαν «Ψωροκώσταινα». Σε μια λοιπόν συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος θέλοντας να πει για τη φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου (θλιβερή έμπνευση), το παρομοίασε με την πασίγνωστη ζητιάνα. Από τότε η λέξη επαναλήφθηκε στις συζητήσεις και τελικά επικράτησε. Μόνο που, όταν λέγεται τώρα δεν εννοεί το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά ολόκληρη την χώρα.
Η όλη ιστορία της Ψωροκώσταινας (Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13) είναι η εξής: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι», είπε περήφανα η γριά πλύστρα Χατζηκώσταινα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι που είχε στήσει στην πλατεία του Ναυπλίου η ερανική επιτροπή, εκείνη την Κυριακή του 1826.Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της.»
Κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή πέφταν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η συνέχεια της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή αποθανατίστηκε με το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα». Και το παρανόμι αυτό κόλλησε έπειτα στην Ελλάδα. Αλλά, ποιά ήταν αυτή η «Ψωροκώσταινα»;
Ήταν η κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού, Πανωραία Χατζηκώστα, σύζυγος πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου, που φημιζότανε όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, μα και για τα πολλά δικά της κι ακόμα για την ομορφιά της.
Όταν αργότερα οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πολιτεία του Αϊβαλί, και έσφαξαν άνδρες και γυναικόπαιδα, ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν ήταν και η αρχόντισσα Πανωραία Χατζηκώστα, που είδε να σφάζουν οι Τούρκοι τον άνδρα της και τα παιδιά της. Κατά καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασε σε ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Εκεί αναγνωρίστηκε από τον ομοιοπαθή της Βενιαμίν τον Λέσβιο, την προστάτεψε και τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο. Στο Ναύπλιο, ο Βενιαμίν παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία, για να ζήσει, άρχισε να ξενοπλένει και αργότερα, με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά της, ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου.
Έπειτα από το περιστατικό του εράνου στο Ναύπλιο, όταν έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, τη συμμάζεψε κι όταν ίδρυσε το ορφανοτροφείο, η Πανωραία, που τώρα έγινε γνωστή με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα», προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά πληρωμή.
«Λεξικό Λαϊκής Σοφίας», Τάκη Νατσούλη-Εκδ. Σμυρνιωτάκη-σελ. 581.
(Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13)
Ο συμπαθέστατος Σπαθάρης μπορεί να «έφυγε» αλλά οι Καραγκιόζηδες είναι ακόμη εδώ. Στις μέρες μας, που η Ελλάδα έχει γεμίσει με Χατζηαβάτηδες και με άλλες κωμικές φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, που σπάζουν στη μέση, λείπει, δυστυχώς, ο Μπάρμπα Γιώργος με την γκλίτσα. Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος -(ζωγράφος)
Πανωραία Χατζηκώστα. Την ξέρετε; Όχι; Λάθος!
Σίγουρα την ξέρετε. Σίγουρα έχετε ακούσει το “όνομά” της τουλάχιστον μια φορά στη ζωή σας. Πιθανόν να το έχετε πεί και σεις.
Ποια ήταν η Πανωραία Χατζηκώστα;
“Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο Αϊβαλί μια πολύ όμορφη και πλούσια αρχόντισσα, σύζυγος εύπορου εμπόρου.Όταν οι Τούρκοι πυρπόλησαν το Αϊβαλί, η Πανωραία έχασε σύζυγο, παιδιά και όλα τα πλούτη της.
Κατάφερε να φτάσει ως τα Ψαρά και από κει στην Πελοπόννησο, όπου άρχισε να ξενοπλένει για να ζήσει. Με τον καιρό όμως “ψήλωσε ο νους της” και άρχισε να θολώνει. Ζητιάνευε για να ζήσει και θεωρούσαν ότι “τάχει χαμένα”.
Μια Κυριακή του 1826 όταν κυβερνούσε ο Καποδίστριας, στήθηκε ένα τραπέζι στην πλατεία του Ναυπλίου για να γίνει έρανος για το Μεσολόγγι. Κανείς δεν έκανε καμιά κίνηση, μέχρι που πρώτη η Πανωραία πλησίασε το τραπέζι: “ Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι” είπε περήφανα η γριά πλύστρα Χατζηκώσταινα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι.
Τότε κάποιος από το πλήθος φώναξε “Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της”.
Εκείνη την εποχή, σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος θέλοντας να πει για την φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου, το παρομοίασε με την γνωστή ζητιάνα την Ψωροκώσταινα. Ο χαρακτηρισμός έμεινε για να χαρακτηρίζει για χρόνια ολόκληρα όχι μόνο το Ελληνικό Δημόσιο αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα.”
Τι απέγινε η Πανωραία Χατζηκώστα;
Όταν, μετά το περιστατικό, ο Καποδίστριας ίδρυσε το Ορφανοτροφείο, η Πανωραία προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς πληρωμή…
Σύμφωνα με το ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ:
“Ψωροκώσταινα: Το ελληνικό κράτος, η Ελλάδα ως κράτος φτωχό, που βασίζεται για την ύπαρξή του περισσότερο στην εθελοντική συνδρομή και προσπάθεια των κατοίκων του παρά στη σωστή και ορθολογική οργάνωση και διαχείριση των εσόδων του”.
Η ψωροκώσταινα έγινε συνώνυμο της μιζέριας.
Μετά από αυτή την ιστορία, για μένα είναι συνώνυμο μεγαλείου και δύναμης αντίστοιχου αυτού της Πανωραίας Χατζηκώστα, όχι γιατί πρόσφερε ό,τι είχε αλλά κυρίως γιατί έζησε μια καταστροφή και είχε τη δύναμη να ξανασταθεί στα πόδια της. Όπως και όλος αυτός ο κόσμος που ξεριζώθηκε τότε. Οπως όλος αυτός ο κόσμος που ξεριζώνεται και σήμερα.
Πηγές:
1. “ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ» του ΤΆΚΗ ΝΑΤΣΟΥΛΗ.
2. ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ του Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
3. Το ημερολόγιο της γιαγιάς μου
http://duck.3thirdsorange.com/?p=46
*Ευχαριστώ τον αναγνώστη του Ιστολογίου Αpellis για την επισήμανση αυτού του γεγονότος και για το άρθρο που μας απέστειλε.
Στην Ελλάδα των Βαυαρών, λοιπόν, καταδιώχθηκαν ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης και άλλοι αγωνιστές, όπως ο μέγας Νικηταράς, που πέθανε άπορος πάνω στην ψάθα κάπου στον Πειραιά. Και αρνήθηκε, αυτός ο «ομοιοπαθής» της «Ψωροκώσταινας», να πάρει την βοήθεια που του πρόσφερε το φιλάνθρωπο χέρι ενός Άγγλου διπλωμάτη, που είχε ακούσει για τη μεγάλη φτώχεια στην οποία ζούσε ο ξεχασμένος ήρωας από τους Βαυαρούς κυβερνώντες. Αρνήθηκε, για να μη δώσει, λέει, αφορμή, σε κανέναν ξένο να κακολογήσει την πατρίδα του ότι ξεχνάει τους ανθρώπους της. Αυτή η μεγαλειώδης ομολογία πατριωτικής αγάπης είναι ικανή να κάνει ένα δάκρυ να κυλήσει.
Όμως δεν είχε θέση για όλους αυτούς η νέα, ελεύθερη Ελλάδα. Ούτε και η «Ψωροκώσταινα» φυσικά. Με τα χρόνια, η συλλογική μνήμη των νεοελλήνων άρχισε να διαστρέφεται, εξαιτίας των ιδανικών μιας νέας ανερχόμενης αστικής τάξης, που είχε ως μοναδικό της σκοπό την κοινωνική καταξίωση και την ευμάρεια. Με επίκεντρο της την ξενόφερτη βασιλεία, και υπό την επίδραση του Διαφωτισμού και των δυτικών, έντονων πολιτισμικών επιρροών, κάθε λαϊκή μορφή, κάθε τι γνήσια ελληνικό, υπέστη μια τεράστια υποβίβαση. Μετεξελίχθηκε σε έναν περιφρονητικό ορισμό, που θύμιζε απλώς το μίζερο παρελθόν από το οποίο, η νέα αυτή μεγαλοαστική τάξη, η γεμάτη με συμπλέγματα κατωτερότητας, προσπαθούσε να ξεφύγει με την προσμονή του πλήρους εξευρωπαϊσμού της. Η δουλοπρέπεια των νεοελλήνων έναντι των δυτικών, χρονολογείται ήδη από τα πρώτα χρόνια της Εθνικής μας Επανάστασης.
Η ζητιάνα «Ψωροκώσταινα», ήταν μια τέτοια περίπτωση υποτίμησης και άδικης περιφρόνησης. Δεν ταίριαζε δίπλα στην madam Pompidou και στα σαλόνια, και επειδή η δεύτερη λογιζόταν σαν όντως κυρία, η «Ψωροκώσταινα» έγινε η προσωποποίηση της εθνικής μας ντροπής. Και ενώ θα έπρεπε να την τιμούμε και να την μνημονεύουμε ευλαβικά, όπως ακριβώς και στην παραβολή με τον οβολό της πτωχής χήρας, εμείς αντίθετα την περιφρονήσαμε. Κάθε φορά που την αποκαλούμε «Ψωροκώσταινα», καθένας από εμάς, είναι σαν να της δίνει μία ακόμη μαχαιριά. Σκοπός του άρθρου, είναι να διαδόσουμε και να διαφωτίσουμε τους συμπατριώτες μας για αυτήν την τεράστια ατιμία, που γίνεται εις βάρος της αρχόντισσας Ελληνίδας Πανωραίας Χατζηκώστα.
Διαβάστε την ιστορία της και κρίνετε μόνοι σας.
« Στην εποχή που κυβερνούσε την Ελλάδα ο Καποδίστριας ζούσε στο Ναύπλιο μια ζητιάνα, που την έλεγαν «Ψωροκώσταινα». Σε μια λοιπόν συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος θέλοντας να πει για τη φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου (θλιβερή έμπνευση), το παρομοίασε με την πασίγνωστη ζητιάνα. Από τότε η λέξη επαναλήφθηκε στις συζητήσεις και τελικά επικράτησε. Μόνο που, όταν λέγεται τώρα δεν εννοεί το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά ολόκληρη την χώρα.
Η όλη ιστορία της Ψωροκώσταινας (Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13) είναι η εξής: «Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι», είπε περήφανα η γριά πλύστρα Χατζηκώσταινα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι που είχε στήσει στην πλατεία του Ναυπλίου η ερανική επιτροπή, εκείνη την Κυριακή του 1826.Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της.»
Κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή πέφταν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά. Αυτή ήταν η συνέχεια της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή αποθανατίστηκε με το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα». Και το παρανόμι αυτό κόλλησε έπειτα στην Ελλάδα. Αλλά, ποιά ήταν αυτή η «Ψωροκώσταινα»;
Ήταν η κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού, Πανωραία Χατζηκώστα, σύζυγος πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου, που φημιζότανε όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, μα και για τα πολλά δικά της κι ακόμα για την ομορφιά της.
Όταν αργότερα οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πολιτεία του Αϊβαλί, και έσφαξαν άνδρες και γυναικόπαιδα, ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν ήταν και η αρχόντισσα Πανωραία Χατζηκώστα, που είδε να σφάζουν οι Τούρκοι τον άνδρα της και τα παιδιά της. Κατά καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασε σε ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Εκεί αναγνωρίστηκε από τον ομοιοπαθή της Βενιαμίν τον Λέσβιο, την προστάτεψε και τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο. Στο Ναύπλιο, ο Βενιαμίν παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία, για να ζήσει, άρχισε να ξενοπλένει και αργότερα, με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά της, ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου.
Έπειτα από το περιστατικό του εράνου στο Ναύπλιο, όταν έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, τη συμμάζεψε κι όταν ίδρυσε το ορφανοτροφείο, η Πανωραία, που τώρα έγινε γνωστή με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα», προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά πληρωμή.
«Λεξικό Λαϊκής Σοφίας», Τάκη Νατσούλη-Εκδ. Σμυρνιωτάκη-σελ. 581.
(Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13)
Ο συμπαθέστατος Σπαθάρης μπορεί να «έφυγε» αλλά οι Καραγκιόζηδες είναι ακόμη εδώ. Στις μέρες μας, που η Ελλάδα έχει γεμίσει με Χατζηαβάτηδες και με άλλες κωμικές φιγούρες του Θεάτρου Σκιών, που σπάζουν στη μέση, λείπει, δυστυχώς, ο Μπάρμπα Γιώργος με την γκλίτσα. Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος -(ζωγράφος)
Πανωραία Χατζηκώστα. Την ξέρετε; Όχι; Λάθος!
Σίγουρα την ξέρετε. Σίγουρα έχετε ακούσει το “όνομά” της τουλάχιστον μια φορά στη ζωή σας. Πιθανόν να το έχετε πεί και σεις.
Ποια ήταν η Πανωραία Χατζηκώστα;
“Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο Αϊβαλί μια πολύ όμορφη και πλούσια αρχόντισσα, σύζυγος εύπορου εμπόρου.Όταν οι Τούρκοι πυρπόλησαν το Αϊβαλί, η Πανωραία έχασε σύζυγο, παιδιά και όλα τα πλούτη της.
Κατάφερε να φτάσει ως τα Ψαρά και από κει στην Πελοπόννησο, όπου άρχισε να ξενοπλένει για να ζήσει. Με τον καιρό όμως “ψήλωσε ο νους της” και άρχισε να θολώνει. Ζητιάνευε για να ζήσει και θεωρούσαν ότι “τάχει χαμένα”.
Μια Κυριακή του 1826 όταν κυβερνούσε ο Καποδίστριας, στήθηκε ένα τραπέζι στην πλατεία του Ναυπλίου για να γίνει έρανος για το Μεσολόγγι. Κανείς δεν έκανε καμιά κίνηση, μέχρι που πρώτη η Πανωραία πλησίασε το τραπέζι: “ Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι” είπε περήφανα η γριά πλύστρα Χατζηκώσταινα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι.
Τότε κάποιος από το πλήθος φώναξε “Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της”.
Εκείνη την εποχή, σε μια συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος θέλοντας να πει για την φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου, το παρομοίασε με την γνωστή ζητιάνα την Ψωροκώσταινα. Ο χαρακτηρισμός έμεινε για να χαρακτηρίζει για χρόνια ολόκληρα όχι μόνο το Ελληνικό Δημόσιο αλλά και ολόκληρη την Ελλάδα.”
Τι απέγινε η Πανωραία Χατζηκώστα;
Όταν, μετά το περιστατικό, ο Καποδίστριας ίδρυσε το Ορφανοτροφείο, η Πανωραία προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς πληρωμή…
Σύμφωνα με το ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ:
“Ψωροκώσταινα: Το ελληνικό κράτος, η Ελλάδα ως κράτος φτωχό, που βασίζεται για την ύπαρξή του περισσότερο στην εθελοντική συνδρομή και προσπάθεια των κατοίκων του παρά στη σωστή και ορθολογική οργάνωση και διαχείριση των εσόδων του”.
Η ψωροκώσταινα έγινε συνώνυμο της μιζέριας.
Μετά από αυτή την ιστορία, για μένα είναι συνώνυμο μεγαλείου και δύναμης αντίστοιχου αυτού της Πανωραίας Χατζηκώστα, όχι γιατί πρόσφερε ό,τι είχε αλλά κυρίως γιατί έζησε μια καταστροφή και είχε τη δύναμη να ξανασταθεί στα πόδια της. Όπως και όλος αυτός ο κόσμος που ξεριζώθηκε τότε. Οπως όλος αυτός ο κόσμος που ξεριζώνεται και σήμερα.
Πηγές:
1. “ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΙΜΙΩΔΕΙΣ» του ΤΆΚΗ ΝΑΤΣΟΥΛΗ.
2. ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ του Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
3. Το ημερολόγιο της γιαγιάς μου
http://duck.3thirdsorange.com/?p=46
*Ευχαριστώ τον αναγνώστη του Ιστολογίου Αpellis για την επισήμανση αυτού του γεγονότος και για το άρθρο που μας απέστειλε.
Αναδημοσίευση από:: http://infognomonpolitics.blogspot.com/