Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Φίλει την πατρίδα καν άδικος η»(*)

«Το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης είναι η πατρίδα και η πίστη»
Δ. Σολωμός, στοχασμοί στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους»


Όσοι αγαπούν την πατρίδα μας, αυτό το «πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου» (Σεφέρης), θλίβονται και πικραίνονται για το τωρινό κατάντημά της. Τα συμπτώματα της σήψης και της διάλυσης είναι εμφανέστατα. Κράτος – ζήτουλας της οικουμένης, τετρομαγμένο και δανειοσυντήρητο, πολίτες, ένας ολόκληρος λαός, πανικοβλημένοι, απογοητευμένοι και, το χειρότερο, που δεν σέβονται, δεν συμπονούν, δεν αγαπούν την πατρίδα τους.
Και το πάθαμε αυτό, γιατί ταυτίσαμε την πατρίδα με το κράτος της μίζας, της αρπαχτής, της αναξιοκρατίας, της τεμπελιάς, της αργομισθίας. Είναι τέτοιο σίγουρα, φρόντισαν γι’ αυτό οι ανθυπομετριότητες που το κυβερνούν, που αντί να αναδείξουν και να καλλιεργήσουν τα προτερήματα του λαού, ξέβρασαν τα ελαττώματά του, όμως δεν παύει να είναι και πατρίδα μας, ο τόπος των πατέρων μας, είμαστε γραμμένοι στα μητρώα της, της ανήκουμε, δεν μας ανήκει. Είμαστε παιδιά της και κανένα παιδί δεν απαρνιέται την μάνα του, γιατί έτυχε να ξεπέσει, να χάσει τα πλούτη της, τα φτερά της τα πρωτινά, τα μεγάλα. Δεν έχω τις ικανότητες, μόνο ο ποιητικός λόγος μπορεί να αποδώσει, εν ανθηρώ Έλληνι λόγω, αυτές τους καρδιακούς λόγους.


Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο ποιητής της ειρήνης, στρατιώτης του ’40, «μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο»: «Δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ, / γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος, / αν δεν ήταν πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν / αν δεν ήταν άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα / μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ’ το χέρι του Θεού / να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του». Είναι «γλυκό χώμα που νιώθει σαν άνθρωπος» η πατρίδα και όχι κράτος με εξαπλωμένην την χείρα, είναι αυτό το χώμα που το πατάμε κι όλο ανθίζει, το ατέλειωτο μπλε που μας αγκαλιάζει, που ξόδεψε ο Θεός απλόχερα, για να μην τον βλέπουμε, όπως λέει ο τροπαιούχος μας ποιητής, Ελύτης.
Τώρα «επαχύνθησαν οι καρδιές» μας, μειώνεται το εισόδημα, το κατά κεφαλήν όνειδος, που λέγεται καταναλωτισμός και τρίζουν τα δόντια μας κατά της πατρίδας, πέφτει, και εμείς της κλωτσούμε, μερικοί αδιάντροποι ντρέπονται κιόλας για την ιθαγένεια, θεωρούν δυστυχία το να είσαι Έλληνας. Θα γυρίσω πάλι στους προγόνους, στις παρήγορες και παραμυθητικές παραινέσεις τους. Εξάλλου τι να διαβάσουμε; Το «τι είν’ η πατρίδα μας» της κ. Θάλειας Δραγώνα, τις καταθλιπτικές, επιστημονικοφανείς λίγδες της; Η πατρίδα, όμως, την οποία το εν λόγω, ληρώδες ημιγραϊδιον, ελεεινολογεί, την σιτίζει πλουσιοπάροχα, την αναβίβασε σε υψηλότατο αξίωμα. Ας είναι «έξεστι… ασχημονείν». Τέλος πάντων, όπως λίαν ευστόχως ειπώθηκε, σέβομαι τους νεκρούς κι όταν ακόμη είναι ζωντανοί.
Γύρω στα 1600 ζει στην Κύπρο ο πιο επιφανής λογογράφος του 17ου αι., ο Νεόφυτος Ροδινός. Γράφει στη γλώσσα του λαού. Στο βιβλίο του «περί ηρώων, στρατηγών, φιλοσόφων και άλλων ονομαστών, όπου εβγήκασι από το νησί της Κύπρου», μιλά για το χρέος που έχει ο καθένας όχι μόνο να αγαπά και να τιμά την πατρίδα του, αλλά και να πεθαίνει γι’ αυτή.
Παραθέτω το ωραίο και καλό κείμενο, σε αντίθεση με τους γνωμηγήτορες και λοιπούς εθνομηδενιστές τής σήμερον, που απεχθάνονται «ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον», (Παπαδιαμάντης),  ό,τι δεν έχει πρόσφατη ημερομηνία λήξεως. Έλεγε ο σοφός Ρωμηός της Κύπρου: «…Δύο πράγματα από όλα περισσότερον μου φαίνεται και είναι ο άνθρωπος χρεώστης εις την ζωήν του, να αγαπά και να διαφενδεύει ήγουν την πίστιν του και την πατρίδα του. Την πίστιν, διότι διά μέσου αυτής της πίστεως όπου κρατεί εβγαίνοντας από τούτην την ζωήν, ελπίζει να έχει ανταμοιβήν και πλερωμήν, καθότι έζησεν εις εκείνην.
Την πατρίδα χρεωστεί κάθε εις να την αγαπά και να την τιμά και να πολεμά διά εκείνην, διότι εβγάζοντας την παλαιάν παραγγελιάν, οπού νουθετά και λέγει μάχου υπέρ πατρίδος, πολέμα διά την πατρίδα σου, είναι ακόμη και ηθικός, μάλιστα φυσικός νόμος, κάθε ένας να αντιστέκεται και να υπερμαχεί της πατρίδος του, καν τε καλή και ονομαστή είναι, καν τε αχαμνή, πτωχή και εις τους πολλούς αγνώριστη». (Το κείμενο το εντόπισα στο «Κυπριακό Ανθολόγιο» Ε’ και ΣΤ’ δημοτικού, μια έξοχη έκδοση, η οποία αποσύρθηκε. Ως γνωστόν η μητέρα Ελλάς «μετακενώνει» τα εκπαιδευτικά της σκύβαλα και στην πολύπαθη Κόρη). Ας προσεχθεί η τελευταία πρόταση του κειμένου: «Χρεωστεί κάθε εις να αγαπά και να τιμά την πατρίδα…καν τε αχαμνή (=αδύνατη), πτωχή και εις τους πολλούς αγνώριστη». Αγάπη, σέβας για την πτωχή πατρίδα, όμως «οι Έλληνες παν να πιστέψουν πως η αλήθεια είναι το κράτος και το κράτος η αλήθεια» θα πει ο Ι. Δραγούμης, για να σημειώσει πρωτύτερα, στο «Μαρτύρων και ηρώων αίμα», την επίκαιρη αποστροφή: «για την κυβέρνηση (το κράτος) μου έρχεται σιχασμός και καταφρόνια· άμα συλλογίζομαι την κυβέρνηση ξεπέφτω, μαργώνω και μαραίνομαι. Σηκώνομαι, ξανοίγω και ανθοβολώ άμα νιώθω τον Ελληνισμό (την πατρίδα).
«Στώμεν καλώς», μην συγχέουμε τα πράγματα. «Μια φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο», είμαστε πολιορκημένοι, από Δύση και Ανατολή, ας παραμείνουμε ελεύθεροι, για να σώσουμε το «χώμα» της πατρίδας, όπως μας κανοναρχεί ο Σολωμός.
Δεν είναι πατρίδα αυτό που βλέπουμε στα βοθροκάναλα (η λέξη πιστώνεται στον έξοχο «Αντιφωνητή» της Κομοτηνής), ούτε όπως μας την παρουσιάζει το εθνομηδενιστικό χτικιό ούτε οι κοντόφθαλμοι λογιστές και λοιποί τζιτζιφιόγκοι (και τζιτζιφιόγκες) που μας κυβερνούν. Πατρίδα είναι λευκασμένα κόκκαλα του παππού μου στις αετοράχες και τα διάσελα της Πίνδου, τα εικονίσματα στην εκκλησιά του χωριού μου. Αυτή είναι η πατρίδα μας, η «ώδε μένουσα πόλις» και αυτήν την αγαπούμε.
Το κράτος είναι αγνώριστο και άδικο, όμως η πατρίδα μας, τούτο το ένδοξο αλωνάκι, το έχουμε κλεισμένο μες στην ψυχή μας και δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.

*να αγαπάς την πατρίδα σου ακόμη κι αν είναι άδικη
Αντισθένης



 Νατσιός Δημήτρης
δάσκαλος-Κιλκίς

Αναδημοσίευση από Αντίβαρο
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης