Παρελάσεις: ὑπόμνηση ἡρωισμοῦ καὶ φιλοπατρίας
«Γιορτάζουμε τὸ ΟΧΙ, γιατί ἂν γιορτάζαμε τὸ ΝΑΙ, θὰ εἴχαμε
κάθε μέρα ἐπέτειο»
«Πάλιν Ἡρωδιὰς μαίνεται, πάλιν ταράττεται, πάλιν τὴν
κεφαλήν...» τῆς δύσμοιρης ἱστορίας ἐπὶ πίνακι ζητεῖ. Ἡ Ἡρωδιὰς τῆς πατρίδας
μας, τὸ ΠΑΣΟΚ, δυσφορεῖ γιὰ τὴν παρουσία ἁρμάτων μάχης στὶς παρελάσεις. Βέβαια
αὐτὸ εἶναι τὸ κέλυφος, τὸ πρόσχημα. Στόχος του ἡ κατάργηση τῶν ἐθνικῶν
παρελάσεων. Ἐπειδὴ ψυχορραγεῖ καὶ κείτεται πτῶμα ἄταφο, τυμπανιαίας ἀποφορᾶς,
πλειοδοτεῖ σὲ προοδομανία (ἢ προδοτικομανία) κάνοντας «τὰ γλυκὰ μάτια» στὸ
ἕτερον κομματικὸ ἀπολειφάδι, τὴν ΔΗΜΑΡ. Τοὺς ἐνδιαφέρει μόνον νὰ μποῦν στὴν Βουλή,
νὰ ἐκλεγοῦν… Ἡρωισμός; Τί εἶναι αὐτό; τρώγεται; Ἂς ἀφήσουμε ὅμως τά... ὑποκείμενα καὶ ἂς ἀσχοληθοῦμε μὲ τὰ
κείμενα, γιὰ νὰ ἀνασάνουμε λίγο. Πόσο μπορεῖς νὰ ἀντέξεις τὶς λεκτικὲς
ἀναθυμιάσεις τοῦ ψευτο-Βαγγέλη καὶ τῆς κυρὰ-συνωστισμένης;
«...Δὲ θὰ μοῦ πήγαινε
αὐτὸ τὸ ντουφέκι ἂν δὲν ἤσουν ἐσὺ/γλυκὺ χῶμα ποὺ νιώθεις σὰν ἄνθρωπος/ἂν δὲν
ἦταν πίσω μίας λίκνα καὶ τάφοι ποὺ μουρμουρίζουν». Στοὺς τρεῖς αὐτοὺς ἐξαίσιους
στίχους, ὁ Νικηφόρος Βρεττάκος, συνοψίζει τὸ μεγαλεῖο του Ἔπους τοῦ ’40. Ἡ
ἑλληνικὴ ἱστορία ἔχει μία ἰδιοτυπία, μοναδικὴ ἴσως στὴν οἰκουμένη. Εἶναι
ἱστορία ἀδιάλειπτων ἀγώνων γιὰ ἐπιβίωση. Ἀμύνεται ἀπεγνωσμένα ὁ Ἑλληνισμὸς ἐπὶ
εἴκοσι πέντε αἰῶνες, πάντοτε ὁλομόναχος. Χωρὶς φυλετικὲς συγγένειες καὶ
ἀλληλεγγύη, χωρὶς ἱστορικοὺς συμμάχους, χωρὶς φιλία, ἐδαφικὴ καὶ πολιτιστική,
ἐνδοχώρα. «Ἔθνος μονῆρες καὶ ἀνάδελφον» φαγώθηκε, φαγώνεται, ἀλλὰ μένει πάντα ἡ
μαγιά. Σταυρώθηκε ὁ Ἑλληνισμὸς ἀπὸ ξένους καὶ βαρβάρους, πολιτισμένους καὶ
ἀπολίτιστους, πολλὲς φορὲς ὅμως καὶ....
ἀπὸ τοὺς δικούς μας, τοὺς ἐφιάλτες καὶ
μηδίζοντες, παλαιοὺς καὶ νέους, ἀλλὰ «ἰδοὺ ζῶμεν». Καὶ «ζῶμεν» γιατί ζεῖ ἡ
μνήμη, ἡ ὁποία διασώζει τὰ τιμαλφῆ τῆς ἱστορίας μας. Ἂν σβήσει ἡ μνήμη, θὰ
καταντήσουμε διὰ παντὸς ἀνάξιοι λόγου καταναλωτὲς καὶ ἡδονοθῆρες. Τὴ μνήμη
συντηροῦν καὶ οἱ ἐθνικές μας γιορτές. Μία γιορτὴ εἶναι πανηγύρι, πάει νὰ πεῖ
ὁμαδικὸ ξεφάντωμα, κοινὸ γλέντι, ἔκφραση ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας καὶ ἐξωτερικῆς
ὑπερηφάνειας καὶ χαρᾶς. Μία ἐθνικὴ γιορτὴ εἶναι τὸ τραγούδι τῆς αὐτοκατάφασης
τοῦ λαοῦ.
Ἡ γενιὰ τοῦ ’40,
συνειδητὰ ἢ ἀνεπίγνωστα, ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν διάσωση τῆς ταυτότητάς της, γιὰ τὸ
«ντροπὴ νὰ ντροπιαστοῦμε». Λένε κάποιοι χαμαίζηλοι πῶς, ἂν ἀποφεύγαμε τὸν
πόλεμο, θὰ γλιτώναμε τὴν καταστροφὴ τῆς τριπλῆς κατοχῆς. Μικροὶ ἄνθρωποι,
τιποτένιες σκέψεις. «Ἂν σήμερα ἔχουμε λιγάκι εἰρήνη, ξέρεις τί ἔχουν τραβήξει
οἱ παλιοί; Ξέρεις πόσοι θυσιάστηκαν; Τώρα τίποτε δὲν θὰ εἴχαμε, ἂν δὲν
θυσιάζονταν ἐκεῖνοι. Καὶ κάνω μία σύγκριση: πῶς τότε, ἐνῶ κινδύνευε ἡ ζωή τους,
κρατοῦσαν τὴν πίστη τους, καὶ πῶς τώρα, χωρὶς καμιὰ πίεση, ὅλα τὰ ἰσοπεδώνουν!
Ὅσοι δὲν ἔχουν χάσει τὴν ἐθνική τους ἐλευθερία δὲν καταλαβαίνουν. Τοὺς λέω: Ὁ
Θεὸς νὰ φυλάξει νὰ μὴν ἔρθουν οἱ βάρβαροι καὶ μᾶς ἀτιμάσουν! Καὶ μοῦ λένε: Καὶ
τί θὰ πάθουμε; Ἀκοῦς κουβέντα; Ἄντε νὰ λείψετε, χαμένοι ἄνθρωποι! Τέτοιοι εἶναι
οἱ ἄνθρωποι σήμερα. Δωσ’ τοὺς χρήματα, αὐτοκίνητα καὶ δὲν νοιάζονται οὔτε γιὰ
τὴν πίστη οὔτε γιὰ τὴν τιμὴ οὔτε γιὰ τὴν ἐλευθερία. Τὴν Ὀρθοδοξία μας σὰν
Ἕλληνες, τὴν ὀφείλουμε στὸ Χριστὸ καὶ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρες καὶ Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας μας. Καὶ τὴν ἐλευθερία μας στοὺς ἥρωες τῆς Πατρίδας μας, ποὺ ἔχυσαν
τὸ αἷμα τους γιά μας. Αὐτὴν τὴν ἁγία κληρονομιὰ ὀφείλουμε νὰ τὴν τιμήσουμε καὶ
νὰ τὴν διατηρήσουμε καὶ ὄχι νὰ τὴν ἐξαφανίσουμε στὶς μέρες μας». Εἶναι λόγια
του ὀσιακῆς μνήμης Γέροντα Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτη. Κάποιοι «χαμένοι ἄνθρωποι»,
στεγνοί, ἀφιλοπάτριδες προτείνουν αὐτὲς τὶς μέρες νὰ καταργηθοῦν οἱ παρελάσεις.
Πάλι τὴ νέα γενιὰ νὰ μαγαρίσουν. Πάλι τὰ ἐθνομηδενιστικὰ δηλητήρια
καμουφλαρισμένα κάτω ἀπὸ τὸ κέλυφος τῆς δῆθεν προοδευτικότητας. «Εἶναι μεταξικὸ
κατάλοιπο». «Οἱ μαθητικοὶ σχηματισμοὶ παραπέμπουν σὲ στρατιωτικὰ ἀγήματα. Θὰ
γίνουν οἱ μαθητὲς πολεμοχαρεῖς». «Νὰ συμμετέχουν ὅσοι θέλουν, νὰ γίνει σὲ
προαιρετικὴ βάση». «Νὰ ἀντικατασταθοῦν μὲ κάτι ἄλλο, ἴσως πολιτιστικὰ δρώμενα.
(Μία παράσταση κουκλοθεάτρου ἢ μία συναυλία μὲ τὴν Κοκκίνου ἢ Πρασίνου γιὰ
παράδειγμα). Χύνονται ποταμηδὸν τὰ φαρμάκια, μαυρίζουν καὶ ἐξουθενώνουν τὴν
ψυχὴ τοῦ λαοῦ, ἠττοπάθεια παντοῦ. Καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ρυάκια μὲ τὰ ἀπόβλητα καὶ τὶς
ἀσχημονίες ἐκβάλλουν στὸ σχολεῖο.
Πῆρε ἕνα μάθημα μὲ τὸ
τρισάθλιο βιβλίο ἱστορίας, τὸ νεοταξικὸ κηφηναριό, πρὶν ἀπὸ 6 χρόνια καί, ἀντὶ
νὰ λουφάξει, συνεχῶς ἐπανέρχεται μὲ νέες-καινὲς καὶ κενὲς-«προοδευτικὲς»
προτάσεις: νὰ καταργηθοῦν οἱ παρελάσεις, καθιερώθηκαν πρῶτα στὸ ναζιστικὸ
ἔρεβος. Τὸ τελευταῖο ἐντάσσεται στὴν τακτική της ἰδεολογικῆς τρομοκρατίας
(Παρένθεση. Μετὰ τὴν ἐπιβολὴ τῆς δικτατορίας ὁ Γ. Σεφέρης ἔγραψε ἕνα
λακωνικότατο ἐπίγραμμα. «Ἑλλὰς πῦρ! Ἑλλήνων πῦρ! Χριστιανῶν πῦρ. Τρεῖς λέξεις
νεκρές. Γιατί τὶς σκοτώσατε;». Εἶναι σαφὴς ἡ ἀποστροφὴ τοῦ ποιητῆ γιὰ τὴν κενότητα
καὶ τὴν φαιδρὴ καπηλεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴ Χούντα. Σήμερα ἰσχύει ἀπόλυτα ἡ
ἐπιγραμματική του ἀναφορά. Μὲ τὴ διαφορὰ πώς οἱ λέξεις «Ἑλλάδα» καὶ
«Χριστιανὸς» δολοφονοῦνται ἀπὸ τὸν συνασπισμένο φασισμὸ τῆς προοδομανίας. Εἶχε
δίκιο ὁ Κολοκοτρώνης, ὅταν προφητικῶς παρότρυνε πῶς «ἂν δὲν τοὺς παστρέψουμε,
οἱ καλαμαράδες θὰ μᾶς χαλάσουν τὸ ἔθνος»). Οἱ παρελάσεις, ἰδίως γιὰ τὰ παιδιὰ
τοῦ δημοτικοῦ σχολείου, ἐπιτελοῦν ἔξοχο παιδαγωγικὸ ρόλο. Μπορεῖ στὰ γυμνάσια
καὶ λύκεια, ἐξαιτίας τῆς ἀπρεποῦς ἐμφάνισης τῶν μαθητριῶν, νὰ ὑπάρχει κάποιος
ἐκφυλισμός, δὲν παύουν ὅμως νὰ συγκινοῦν καὶ νὰ σκορποῦν ἐλπίδα στὸν ἁπλὸ λαὸ
ποὺ τὶς παρακολουθεῖ. (Οἱ προκομμένες οἱ μάνες φταῖνε γι’ αὐτὴ τὴν ἐξαλλοσύνη).
Τὸ συγχρονισμένο βῆμα καὶ οἱ στοιχισμένοι σχηματισμοὶ καταλείπουν στὰ παιδιὰ
ἕνα αἴσθημα πειθαρχίας, ἐν μέσω μίας ἐκπαίδευσης ποὺ κλονίζεται ἀπὸ τὴν
παραλυτικὴ λογική του κάνω ὅ,τι μου γουστάρει, ἔχω μόνο δικαιώματα καὶ καμμιὰ
ὑποχρέωση. (Χωρὶς πειθαρχία ἀκυρώνεται ἡ διδακτικὴ πράξη. Εἶναι γνωστὰ αὐτά). Ὁ
λαὸς μᾶς-αὐτὸς ὁ προδομένος, κατασυκοφαντημένος καὶ λοιδορούμενος λαὸς-«ὅταν
θολώνει ὁ νοῦς του, ὅταν τὸν βρίσκει τὸ κακὸ» στρέφεται στὶς ἔνδοξες στιγμὲς
τοῦ βίου του, γιὰ νὰ ἀντλήσει καύχηση. Οἱ παρελάσεις, τὶς δύο ἢ τρεῖς αὐτὲς
ἡμέρες τοῦ χρόνου, τοῦ ὑπενθυμίζουν «τί ἔχασε, τί ἔχει, τί τοῦ πρέπει». Τὴν
ἡμέρα τῆς παρέλασης συνάζεται ἡ ρωμέηκη κοινότητα, βλέπει, καμαρώνει τὰ παιδιά
της καὶ ἐκφράζει τὴ χαρὰ καὶ τὴν ὑπερηφάνειά της. Καὶ τὰ παιδιὰ διδάσκονται,
νιώθουν τὸ βαρὺ αἴσθημα «τοῦ ἀνήκειν» σὲ μία πατρίδα. Ἡ αὐτοκτόνος σήμερα
λειτουργία τῆς Παιδείας μας, ἐλάχιστα συμβάλλει σ’ αὐτὸ ποὺ κάποτε λέγαμε
αὐτογνωσία καὶ ἐθνικὴ ὁμοψυχία. Οἱ παρελάσεις ἀναδίδουν ἄρωμα φιλοπατρίας καὶ
ἡρωισμοῦ καὶ γι’ αὐτὸ ποινικοποιοῦνται ἀπὸ τὰ ἀπομεινάρια τοῦ κοσμοπολιτισμοῦ.
Γνωρίζουν οἱ μαθητὲς πὼς αὐτὴ ἡ μέρα εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς ἥρωες, στοὺς
νεκροὺς πολεμιστές. Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ καλό.
Καὶ κλείνω μ’ ἕνα
κείμενο ποὺ μοσχοβολᾶ σὰν τὸ Τίμιο Ξύλο. Εἶναι λόγια ἑνὸς πολεμιστῆ τοῦ
Σαράντα. Περιέχεται στὸ βιβλίο «Τὸ περιβόλι τῶν Θεῶν» τοῦ Χρ. Ζαλοκώστα (ἔκδ.
«ΕΣΤΙΑΣ», σέλ. 135-136).
Ἐκεῖνοι οἱ
«μεταξένιοι» ἄνθρωποι, ὅταν ἔλεγαν Ἑλλάδα ἐννοοῦσαν τάφο. Λόγος ἐθνικός, γι’
αὐτοὺς ἦταν νὰ μιλᾶς μὲς ἀπὸ τὸ μνῆμα.
«Πῶς κατάφεραν οἱ
ὀπαδοὶ τοῦ Ντοῦτσε μὲ τέτοιους εὐνοϊκοὺς ἀμυντικοὺς ὅρους νὰ χάνουν τὰ βουνὰ
ποῦ ὑπερασπίζονταν;
Τὴν ἀπάντηση σ’ αὐτὸ
τὸ ρώτημα δὲν ἀρκεῖ νὰ τὴ δώση τὸ ἀπόλεμο τάχα τοῦ ἰταλικοῦ λαοῦ, γιατί δὲν
χρειάζεται θάρρος νὰ μάχεσαι ταμπουρωμένος πίσω ἀπὸ μπετὸν ἀρμέ, βαριὰ
ὁπλισμένος καὶ ἀνώτερος σὲ ἀριθμό. Τὴν ἀπάντηση τὴν ἔδωσε Ἕλληνας τραυματίας
ὅταν ὁ πρωθυπουργὸς ἐπιθεωροῦσε τὸ νοσοκομεῖο “Εὐαγγελισμός” καὶ στάθηκε
μπροστὰ στὸ κρεβάτι κάποιου φαντάρου καὶ τὸν ρώτησε:
- “Πού πληγώθηκε ἐσύ,
παιδί μου;”.
- “Στο Ἰβᾶν!”.
- “Ε, τὸ Ἰβᾶν τὸ
τιμωρήσαμε. Ἔπεσε χθὲς τὸ βράδυ”.
- “Ναι, ἔπεσε, κύριε,
Πρόεδρε. Θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ εἶχε πέσει ἐδῶ καὶ πέντε μέρες. Ὅταν βρήκαμε τὴν
πρώτη ἀντίσταση ἔπρεπε ΝΑ ΜΑΣ ΘΥΣΙΑΣΗ ὁ συνταγματάρχης μας. Θὰ τὸ παίρναμε ἀπὸ
τότε!”.
Ὁ συγκινητικὸς αὐτὸς
λόγος δείχνει πόσο μακριὰ πάει τὸ πολεμικὸ ὑφάδι μέσα στὸ πανὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Οἱ φαντάροι δὲν δέχονταν νὰ λογαριάζουν οἱ ἀρχηγοὶ τοὺς τὶς ἀπώλειες, τὰ
διάφορα Ἰβᾶν θέλαν νὰ τὰ ρίχνουν μὲ τὸ πρῶτο κι ἂς σκοτώνονταν οἱ ἴδιοι.
Στρατιῶτες μὲ τόση ψυχὴ δὲν κρατιοῦνται οὔτε ἀπὸ ἅρματα οὒτ’ ἀπὸ ὅλμους».Γι'
αὐτὸ νίκησαν… . Θὰ τὸ παίρναμε ἀπὸ τότε!”.
Ὁ συγκινητικὸς αὐτὸς
λόγος δείχνει πόσο μακριὰ πάει τὸ πολεμικὸ ὑφάδι μέσα στὸ πανὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Οἱ φαντάροι δὲν δέχονταν νὰ λογαριάζουν οἱ ἀρχηγοὶ τοὺς τὶς ἀπώλειες, τὰ
διάφορα Ἰβᾶν θέλαν νὰ τὰ ρίχνουν μὲ τὸ πρῶτο κι ἂς σκοτώνονταν οἱ ἴδιοι.
Στρατιῶτες μὲ τόση ψυχὴ δὲν κρατιοῦνται οὔτε ἀπὸ ἅρματα οὒτ’ ἀπὸ ὅλμους». Γι'
αὐτὸ νίκησαν…
Το αλίευσα ΕΔΩ