
Απ’ όσα ειπώθηκαν τις προηγούμενες μέρες στη συνάντηση της «Κίνησης Πολιτών Άρδην» στο Βελβεντό κατέστη σαφής η ανάγκη να κλείσουμε κάπου εδώ οριστικά ένα μακρό κύκλο συζητήσεων και ιδεολογικών ζυμώσεων, ώστε να προχωρήσουμε πλέον σε κάτι αναφανδόν πιο δραστικό. Σε ένα πατριωτικό κίνημα, που με τη μορφή ενός νεόδμητου πολιτικού φορέα, θα επιχειρήσει να παρέμβει στις εξελίξεις και να ανακόψει την πορεία κατάρρευσης της πατρίδας μας.
Πολύ σημαντικά πράγματα ακούστηκαν όμως βέβαια από κάποιους ομιλητές και για το ότι ένα τέτοιο πραγματικό πατριωτικό κίνημα δεν μπορεί ουσιαστικά να υπάρξει, αν δεν βασιστεί στην αυθεντική μας ταυτότητα και ιδιοπροσωπεία, στην οποία ασφαλώς το κυρίαρχο δομικό στοιχείο δεν είναι άλλο από την ελληνορθόδοξη παράδοση και στην οποία είναι επιτακτική ανάγκη να επανακάμψουμε και να αναβαπτιστούμε – όχι φυσικά με τρόπο στείρο και προγονολατρικό, αλλά πάντα αναζητώντας νέες δημιουργικές συνθέσεις. Μιλάμε για μια παράδοση άλλωστε, που παρά τις περιπέτειές και τις αλλοιώσεις της τους τελευταίους δύο κυρίως αιώνες, παραμένει ζωντανή – και ως τέτοια έχει αυτομάτως την ικανότητα να μεταβάλλεται, να «εκσυγχρονίζεται» και να αναπροσαρμόζεται. Πολλοί εδώ μέσα συντάσσονται με την άποψη αυτή – και ανάμεσά τους και ο υποφαινόμενος, αλλά και όλη ουσιαστικά η παρέα μας στον «Σπάρτακο». Από αυτό ακριβώς το πνεύμα εξάλλου εμφορείται και το κείμενο που καταθέσαμε πριν από λίγες ώρες (με τίτλο «Ή τώρα ή ποτέ») (σ.σ. θα αναρτηθεί προσεχώς και στην παρούσα ιστοσελίδα), εν είδει μανιφέστου και ως συμβολή της κίνησής μας στον διάλογο για τη διαμόρφωση του γνήσιου πατριωτικού μετώπου, που όλοι μας τόσο διακαώς επιζητούμε.
Επειδή πάντως το κείμενο αυτό αποδίδει πλήρως – έστω και εν συντομία – τις θέσεις μας, δεν θα επαναλάβω εδώ το περιεχόμενό του. Μπορούμε άλλωστε να το συζητήσουμε και στη συνέχεια. Εκείνο που κυρίως θα πράξω συνεπώς εδώ είναι μία παρουσίαση του «Σπάρτακου», της δημοτικής μας παράταξης στην Κομοτηνή, και των όσων πετύχαμε μέσω αυτού. Και ο στόχος δεν είναι φυσικά να περιαυτολογήσουμε, αλλά να καταθέσουμε τη μικρή, αλλά χρήσιμη εμπειρία μας, που αναμφίβολα μπορεί να βοηθήσει στην κατεύθυνση της δημιουργίας ανάλογων κινήσεων και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Μπορεί όμως να βοηθήσει και ως προς το κυρίως ζητούμενο, τη δημιουργία και οργάνωση του ευρύτερου εθνικού πολιτικού φορέα, στον οποίο προαναφερθήκαμε.

Υποφέροντας λοιπόν απ’ όλη αυτή την κατάσταση (που και όσον αφορά τη διαφθορά μεταφραζόταν επίσης σε πλείστα τοπικά σκάνδαλα και φαινόμενα αθέμιτου πλουτισμού), μια ομάδα ανθρώπων αποφάσισε να αντιδράσει. Η μαγιά προϋπήρχε ήδη, ήταν η παρέα μας στον «Αντιφωνητή». Από αυτήν γεννήθηκε η ιδέα μιας ανεξάρτητης κίνησης, που θα συνέχιζε να παρεμβαίνει, αλλά πλέον σ’ ένα νέο και πρωτόγνωρο επίπεδο. Η κίνηση τελικά προέκυψε και την ονομάσαμε «Σπάρτακο», σε ανάμνηση του συντοπίτη μας κορυφαίου επαναστάτη της αρχαιότητας, που ξεσήκωσε τους σκλάβους ενάντια σε μία πανίσχυρη αυτοκρατορία – και μάλιστα πάνω στο ζενίθ της. Κάπως έτσι δηλώναμε κι εμείς την πρόθεσή μας να κάνουμε τη δική μας επανάσταση απέναντι στην πανίσχυρη ολόγυρά μας χυδαιότητα της ανοησίας και της διαφθοράς.
Έτσι γεννήθηκε ο «Σπάρτακος», που βεβαίως δεν είχε σχέση με μικροπολιτικές φιλοδοξίες. Ήταν απλώς η απόρροια μιας κοινής, βαθιάς ανάγκης. Η μόνη φιλοδοξία μας ήταν να συμβάλουμε στην αναβάθμιση της έννοιας της δημοκρατίας, με την είσοδο πολιτών στο δημοτικό συμβούλιο, έξω από τα φίλτρα των ξοφλημένων κομμάτων. Και βγήκαμε μπροστά, για να δώσουμε μια διέξοδο στην τοπική κοινωνία. Μία διέξοδο αυθεντικά αυτοδιοικητική. Μία ευκαιρία για να εκφράσει δημιουργικά και δυναμικά αυτό που μέχρι τότε λεγόταν μόνο στα καφενεία. Και – γιατί όχι – για να της αφαιρέσουμε ίσως και τη συνήθη δικαιολογία που ακούγεται ότι «δεν έχεις τι να ψηφίσεις» και ότι «όλοι είναι ίδιοι».

Επίσης, ένα άλλο βασικό διαπιστευτήριο της κίνησης ήταν ότι την αποτελούσαμε άνθρωποι που αναδειχθήκαμε στην τοπική κοινωνία, βασισμένοι αποκλειστικά στις δικές μας δυνάμεις, καθώς βέβαια ούτε γιοι λεφτάδων υπήρξαμε ποτέ (το ακριβώς αντίθετο), ούτε ανήψια τοπικών ψηφοτσομπάνηδων, ούτε…υβρίδια στοών, μιζοκυκλωμάτων ή κομματικών σωλήνων. Ακόμη όμως και η χρονική διάρκεια του εγχειρήματος υπήρξε πρωτοφανής, καθώς την οριστική απόφαση την πήραμε μόλις στις 28 Αυγούστου – χρειάστηκε βλέπετε να δώσουμε πρώτα μάχη και με τους ίδιους τους εαυτούς μας, για να ξεπεράσουμε και τους δικούς μας αυτονόητους δισταγμούς μπροστά σ’ αυτό που πηγαίναμε να κάνουμε. Και αξίζει να πω επίσης πως και το ιδρυτικό κείμενο του «Σπάρτακου», που δώσαμε στη δημοσιότητα στις 3 Σεπτέμβρη, γράφτηκε κυριολεκτικά τότε, οπότε δεν ήταν μόνο…σημειολογικού τύπου η παραπομπή στο κίνημα του 1843 – και η απόπειρα φυσικά επαναπροσέγγισης του αυθεντικού νοήματος της συγκεκριμένης ημέρας (πριν δηλαδή την διαστρεβλώσουν εξευτελιστικά κάποιες γνωστές σοσιαληστρικές μασκαράτες του ύστερου 20ού αι).

Και λίγα λόγια όμως για τη συνέχεια. Θεωρώ ότι τον «Σπάρτακο» δεν τον αφήσαμε να γίνει μία ακόμη απλώς παράταξη σε κάποιο δημοτικό συμβούλιο. Συνεχίσαμε με τη δράση μας να διατηρούμε την ίδια ακριβώς εικόνα, μιας παρέας αδέσποτων πολιτών που κινούνται ελεύθεροι στο…δάσος, περιφέροντας δυναμικά και δημιουργικά το αυτεξούσιόν τους μακριά από τις κομματικές μάντρες. Στα 3 περίπου χρόνια που κύλησαν έκτοτε, είχαμε μία ισχυρή παρουσία στα τοπικά δρώμενα και μέσα στο δημοτικό συμβούλιο, όπου με τις παρεμβάσεις και τις προτάσεις μας αναδειχθήκαμε (κι είναι αυτό σχεδόν πανθομολογούμενο) στη μόνη ουσιαστικά αντιπολιτευτική φωνή απέναντι στη δημοτική αρχή, αλλά και έξω από αυτό, με τις ευρύτερες δράσεις που αναλάβαμε. Μπορώ ενδεικτικά μόνο να αναφέρω κάποια από τα «επιτεύγματά» μας, όπως: 1) η συνεχής μας πίεση για διαχειριστικό έλεγχο στα πεπραγμένα ενός πολύ διεφθαρμένου και καταχρεωμένου δήμου, όπως αυτός της Κομοτηνής, μια πίεση που έχει πάρει διαστάσεις και στα τοπικά ΜΜΕ και αναμένεται οσονούπω το επόμενο μεγάλο της επεισόδιο με μια σειρά τεκμηρίων διαφθοράς που έχουμε δεσμευτεί να αποκαλύψουμε, 2) η συνεχής σκληρή κριτική μας στην ανυπαρξία πραγματικού δημοτικού έργου και στην ανεπάρκεια του δημάρχου και των κομματικών του συνεργατών, 3) οι προτάσεις μας για τη δημιουργία λαϊκής αγοράς με προϊόντα τοπικών παραγωγών, αλλά και για άλλες υποδομές, 4) ο αγώνας μας για να πάψει επιτέλους ο δήμος να παραβλέπει κρούσματα παρανομίας, όπως η τριτοκοσμική κατάσταση με τις ξενόγλωσσες επιγραφές, η διαγραφή χρεών ή η ανοχή απέναντι σε καταπατήσεις και αυθαιρεσίες. Ο αγώνας αυτός είναι πραγματικά μοναχικός, δεν είναι όμως βέβαια και άκαρπος…

Άλλο ένα επίτευγμά μας που αξίζει να μνημονευθεί είναι και η αρκετά συχνή παρουσία μας στα ΜΜΕ, η οποία φυσικά δεν ήταν εξαρχής καθόλου αυτονόητη (μάλλον το αντίθετο) – κι ακόμη δεν είναι – αλλά ουσιαστικά την «εκμαιεύουμε». Όσο κι αν προσωπικά πιστεύω ότι είναι τόσο ενεργός ο ρόλος μας στις τοπικές εξελίξεις, που θα έπρεπε να βρισκόμαστε πολύ συχνότερα στα φώτα της προβολής, μπορούμε πάντως έστω και έτσι να σπάζουμε τον «τοίχο της σιωπής» και να βρισκόμαστε συχνά στο πρώτο πλάνο της δημοσιότητας. Επειδή και το επικοινωνιακό μέρος έχει τη σημασία του, δεν το παραβλέπουμε και νομίζω πως και εκεί πάμε αρκετά καλά. Συμβάλλουν φυσικά και οι δράσεις μας, τις οποίες ανακοινώνουμε σε συχνές συνεντεύξεις τύπου (παράλληλα με τα πορίσματα των ερευνών μας σε ζητήματα διαφθοράς), αλλά είναι βέβαια ούτως ή άλλως πολύ σημαντικό και το ότι ως εκλεγμένη δημοτική παράταξη δεν είμαστε απλώς μία ενεργή ομάδα πολιτών, αλλά μία θεσμικά αναγνωρισμένη και καθιερωμένη πλέον στη συνείδηση των περισσότερων – είτε φίλων, είτε εχθρών – φωνή.
Από την άλλη βέβαια οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι πολλά πράγματα που θέλαμε να γίνουν, δεν έγιναν. Ίσως και τα πιο πολλά. Οπότε ούτε να πανηγυρίζουμε έχουμε δικαίωμα, ούτε να εφησυχάζουμε. Το βασικό πρόβλημα (και καλό θα ήταν να προσεχθεί ιδιαίτερα αυτό, γιατί αποτελεί τον πραγματικό εχθρό σε οποιαδήποτε παρόμοια με τον «Σπάρτακο» κίνηση γεννηθεί σε άλλες πόλεις) ήταν και παραμένει η ανοργανωσιά και η λειψανδρία. Για την πρώτη φταίει το γνωστό πλέον νεοελληνικό μας γονίδιο, η ανωριμότητά μας και ο κακώς εννοούμενος ερασιτεχνισμός μας. Για τη δεύτερη φταίει η δυσκολία να πείσεις πολλούς ανθρώπους, όχι να σε ψηφίσουν (αυτό μπορεί να κερδηθεί), αλλά να συμπορευθούν μαζί σου, να βγουν μπροστά, να εκτεθούν, να παίξουν εν πάση περιπτώσει ενεργό ρόλο. Στην πραγματικότητα, ακόμη και για τους πολύ δικούς σου υπάρχει θέμα, καθώς ο αγώνας της καθημερινότητας, η κακή και εδώ ερασιτεχνική νοοτροπία, ενίοτε η αίσθηση της ματαιότητας (ή ακόμη και η κατάθλιψη), είναι πολύ κακοί σύμβουλοι για όσους δεν είναι πολύ αποφασισμένοι – και έτσι συνήθως απομένεις να τρέχεις ολομόναχος ή έστω με τη συνεπικουρία 2 – 3 το πολύ ακόμη φίλων και συνεργατών.

Από εκεί και μετά όμως, ας μου επιτραπεί, κλείνοντας, να επαναλάβω και κάτι που συχνά γράφουμε στον «Αντιφωνητή» ή το λέμε με κάθε άλλη ευκαιρία. Οι καιροί επιβάλλουν, όχι επιτακτικά, αλλά εκβιαστικά πλέον, την αναγκαιότητα να υπάρξει επιτέλους και σε εθνικό επίπεδο κάτι διαφορετικό, μια πολιτική κίνηση μαζικής συναλληλίας συνοδοιπόρων, που θα συγκρουστεί μετωπικά με την ανθιστάμενη εισέτι μπόχα και θα κηρύξει ανένδοτους απέναντι στην πολιτική γάγγραινα που σαπίζει το σώμα της πατρίδας. Αρκεί να μπορέσουμε βεβαίως να αναχθούμε επιτέλους προς το όλον, αφήνοντας πίσω μας τα αδιέξοδα των μερών. Πολλές είναι οι παρέες μας σ’ όλη την Ελλάδα, πολλοί οι ομόφρονες δίχως οδό πολιτικής έκφρασης, πολλά και τα ομόδοξα διεστώτα, που οφείλουν πια να ενωθούν. Μακάρι και το μικρό «μπαρουτοκαπνισμένο» μας πλέον πείραμα στη Θράκη να εμπνεύσει, για να ακολουθήσουν κι άλλα σε κάθε πόλη και όλα μαζί να ενταχθούν σε κάτι ευρύτερο. Είμαστε πλέον στο «ή ταν ή επί τας», στο κρισιμότερο σημείο της Ιστορίας μας κι αν δεν μπορέσουμε να κάνουμε κάτι ούτε και τώρα, θα είμαστε πραγματικά άξιοι της μοίρας μας. Το απολύτως βέβαιο είναι ότι δεν υπάρχει πια χρόνος για άλλες…συζητήσεις, ζυμώσεις, διαπιστώσεις. Αρκετά ομφαλοσκοπήσαμε όλοι μας. Κάθε αδράνεια από δω και στο εξής θα είναι πλέον εντελώς ασυγχώρητη…
Ν.Δαπέργολας
Το αλίευσα ΕΔΩ