Μὲ τὸν ὄρο βορειοηπειρωτικὸ ζήτημα ἐννοοῦμε τὸ ἐθνικὸ πρόβλημα ποῦ δημιουργήθηκε μετὰ τὸ τέλος τῶν βαλκανικῶν πολέμων 1912-13 καὶ συγκεκριμένα μὲ τὴ διάσκεψη τοῦ Λονδίνου (Σεπτέμβριος 1913) καὶ τὸ πρωτόκολλο τῆς Φλωρεντίας( Δεκέμβριος 1913) ἐπὶ τὴ βάσει τῶν ὁποίων ἀποσπάστηκε τὸ βόρειο τμῆμα τῆς Ἠπείρου ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ κορμὸ καὶ προσαρτήθηκε στὸ νεοσύστατο ἀλβανικὸ κράτος .
Ἐπρόκειτο γιὰ μία πράξη ἄδικη καὶ ἀπαράδεκτη, ἀφοῦ ἡ Ἤπειρος ἱστορικὰ καὶ γεωγραφικὰ εἶναι μία καὶ ἀδιαίρετη. Γιὰ τὸν Ἀριστοτέλη εἶναι «Ἑλλὰς ἢ ἀρχαία», γιὰ τὸν Κλαύδιο Πτολεμαῖο «Ἀρχέγονος Ἑλλὰς Ἤπειρος», γιὰ δὲ τὸν Προκόπιο «Ἕλληνες εἰσίν, Ἠπειρῶται καλούμενοι, ἄχρις Ἐπιδάμνου πόλεως, ἥτις ἐπιθαλαττία οἰκεῖται». Τὸν ἑλληνικὸ χαρακτήρα τῆς Βορείου Ἠπείρου ἐπιμαρτυροῦν τόσο τὰ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ εὑρήματα τῶν ἀρχαίων πόλεων (Ἐπιδάμνου, Ἀπολλωνίας, Βουθρωτοῦ κ.τ.λ) ποὺ ἔφερε σὲ φῶς ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη, ὅσο καὶ τὰ τοπωνύμια καὶ ἀνθρωπονύμια, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸν Georgien εἶναι πολὺ ἀρχαῖα καὶ μόνο ἑλληνικῆς προελεύσεως.
Ἡ Βόρειος Ἤπειρος ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγὸ τὸ 1913 μαζὶ μὲ τὴν ὑπόλοιπη Ἤπειρο. Μάλιστα δύο πόλεις τῆς ἀπελευθερώθηκαν νωρίτερα. Ἡ Χειμάρα τὸ Νοέμβριο τοῦ 1912 καὶ ἡ Κορυτσὰ τὸ Δεκέμβριο τοῦ ἴδιου ἔτους . Δυστυχῶς ὅμως οἱ Μεγάλες Δυνάμεις τῆς ἐποχῆς αὐτῆς παρασύρθηκαν ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ Αὐστροουγγαρία καὶ ἵδρυσαν τὸ ἀνύπαρκτο μέχρι τότε ἀλβανικὸ κράτος, στὸ ὁποῖο προσαρτήθηκε μὲ τὸ πρωτόκολλο τῆς Φλωρεντίας (17 ΔΕΚ. 1913) ὁλόκληρη ἡ Βόρειος Ἤπειρος.
Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ γνωστοποιήθηκε στὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση στὶς 13 Φεβρουαρίου 1914. Στὴν ἴδια ἀπόφαση περιλαμβανόταν καὶ ἡ κατακύρωση στὴν Ἑλλάδα τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου (πλὴν Ἴμβρου καὶ Τενέδου) μὲ τὴν προϋπόθεση νὰ ἀποχωρήσουν τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα ἀπὸ τὴ Βόρειο Ἤπειρο. Ἡ ἑλληνικὴ κυβέρνηση ἀναγκάστηκε ἐκ τῶν πραγμάτων νὰ ἀποδεχτεῖ τοὺς ὅρους τοῦ πρωτοκόλλου τῆς Φλωρεντίας.
Οἱ κάτοικοι ὅμως τῆς Βορείου Ἠπείρου ποτὲ δὲν ἀποδέχτηκαν τὸ ἐπαίσχυντο αὐτὸ πρωτόκολλο. Ἔτσι στὶς 17 Φεβρουαρίου 1914 οἱ Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος καὶ Βελλᾶς καὶ Κονίτσης Σπυρίδων συγκάλεσαν στὸ Ἀργυροκάστρο πανηπειρωτικὴ συνέλευση καὶ ἀνακήρυξαν τὴν αὐτονομία τῆς Βορείου Ἠπείρου. Τότε σχηματίστηκε ἡ πρώτη κυβέρνηση μὲ πρωθυπουργὸ τὸ Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο καὶ μέλη τοὺς Μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Βελλᾶς καὶ Κονίτσης Σπυρίδωνα καὶ Κορυτσᾶς Γερμανό. Ταυτόχρονα σχηματίστηκαν << Ἱεροὶ Λόχοι>>. Ἦταν τόσο ζωντανὸ τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα τῶν βορειοηπειρωτῶν, ὥστε σὲ τρεῖς μῆνες οἱ ἀλβανικὲς δυνάμεις νικήθηκαν κατὰ κράτος καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ ἐδάφη τῆς Βορείου Ἠπείρου. Στὶς 17 Μαΐου 1914 ὑπογράφεται τὸ πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας μὲ τὸ ὁποῖο ἀναγνωρίστηκε ἡ ἑλληνικότητα καὶ ἡ αὐτονομία τῆς Βορείου Ἠπείρου καὶ παραχωροῦνται στοὺς βορειοηπειρῶτες συγκεκριμένα διοικητικά, θρησκευτικὰ καὶ ἐκπαιδευτικὰ δικαιώματα, ἐλευθερία γλώσσας καὶ ἄλλες μεταβατικῆς φύσεως ρυθμίσεις. Πρόκειται γιὰ ἕνα πρωτοποριακὸ γιὰ τὴν ἐποχὴ του κείμενο στὸν τομέα τῶν συλλογικῶν δικαιωμάτων. Τὸ πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας ἀναγνώριζε τὸν ἑλληνικὸ χαρακτήρα τῶν νομῶν Κορυτσᾶς, Ἀργυροκάστρου καὶ τῆς ἐπαρχίας τῆς Χιμάρας καὶ ἐξασφάλισε ἐντός του ἀλβανικοῦ κράτους χωριστὴ διοίκηση καὶ τὸ δικαίωμα διατηρήσεως τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τοῦ πληθυσμοῦ, τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Τὸ κείμενο αὐτὸ εἶχε μία ἀνυπολόγιστη ἄποψη δυνατότητας ἐφαρμογῆς του, γιατί ἡ ὑπογραφὴ του συνδέθηκε μὲ τὴν ἴδια τὴ δημιουργία τοῦ ἀνύπαρκτου ὡς τότε ἀλβανικοῦ κράτους. Τὴν 1η Ἰουλίου 1914 οἱ πρεσβευτὲς τῶν ἔξι Δυνάμεων στὴν Ἀθήνα ἀνακοίνωσαν στὸν Ἕλληνα Ὑπουργὸ τῶν Ἐξωτερικῶν ὅτι οἱ κυβερνήσεις τοὺς ἐνέκριναν αὐτὴ τὴ συμφωνία.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1914 οἱ δυνάμεις ἐγκάρδιας συννενοήσεως μὲ τὴν ἀνοχὴ τῆς Ἰταλίας ἔδωσαν ἐντολὴ στὴν Ἑλλάδα νὰ ἀνακαταλάβει καὶ στρατιωτικὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο. Αὐτὸ ἔγινε γιὰ δύο λόγους: πρῶτον γιὰ τὴν ἐκεῖ ἐπιβολὴ τῆς τάξεως καὶ δεύτερον γιὰ νὰ ἔχουν τὴν Ἑλλάδα μὲ τὸ μέρος τους στὸν πόλεμο. Ἔτσι τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1914 τὰ ἑλληνικὰ στρατεύματα ἐπανῆλθαν στὴ Βόρειο Ἤπειρο καὶ ἔμειναν ἐκεῖ μέχρι τὸ καλοκαίρι τοῦ 1916. Δυστυχῶς ὅμως οἱ διαρκεῖς παρεμβάσεις τῆς Ἰταλίας καὶ ὁ διχασμὸς τοῦ Ἔθνους συνέβαλλαν στὸ νὰ παραδοθεῖ καὶ πάλιν ἡ Βόρειος Ἤπειρος στὴν Ἀλβανία μὲ τὴν πρεσβευτικὴ διάσκεψη τῶν Παρισίων (9 Νοεμβρίου 1921), ποὺ ἐπέβαλε τὸ μεθοριακὸ καθεστὼς τοῦ πρωτοκόλλου τῆς Φλωρεντίας (1913). Τὴν ἀπόφαση αὐτὴ ἐπικύρωσε καὶ δεύτερο πρωτόκολλο ποὺ ὑπογράφτηκε μεταξὺ τῶν ἐνδιαφερομένων χωρῶν τὸ 1926 πάλι στὴ Φλωρεντία. Μὲ τὸ πρωτόκολλο αὐτό, παρόλες τὶς ἐπιφυλάξεις τῆς Ἑλλάδος καὶ Ἀλβανίας, ποὺ εἶχε θεσπιστεῖ τὸ 1913. Οἱ συνεχεῖς ἀθετήσεις ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Ἀλβανίας τῶν συμφωνιῶν τοῦ πρωτοκόλλου τῆς Κέρκυρας ἀνάγκασαν τὴν Ἑλλάδα νὰ προσφύγει στὸ Διεθνὲς Δικαστήριο τῆς Χάγης, τὸ ὁποῖο καταδίκασε τὴν ἀλβανικὴ τακτικὴ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1933. Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ ἀναγκασθεῖ ἡ ἀλβανικὴ κυβέρνηση νὰ συμμορφωθεῖ μὲ τὴν ἀπόφαση αὐτή. Γενικὰ ἡ ἐθνικὴ συμφορὰ τοῦ 1922 ἀπορρόφησε ἐξ ὁλοκλήρου τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργηθοῦν στὴ Βόρειο Ἤπειρο τέτοιες καταστάσεις, ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ εὐνοοῦσαν τὴν ἐνσωμάτωση τοῦ τμήματος αὐτοῦ στὸ ἑλληνικὸ κράτος.
Τὸ 1940 ὁ ἑλληνικὸς στρατός, μετὰ τὴν ἀπόκρουση τῆς ἰταλικῆς ἐπιθέσεως, ἀνακατέλαβε τὴ Βόρειο Ἤπειρο , τὴν ὁποία ἀπελευθέρωσε γιὰ Τρίτη φορά. Δυστυχῶς ὅμως τὸ μαρτυρικὸ αὐτὸ τμῆμα ἀτύχησε καὶ αὐτὴ τὴ φορά. Ἀρνητικὴ στάση στὴν ἀπελευθέρωση τῆς Βορείου Ἠπείρου κράτησε τὸ Κ.Κ.Ε, τὸ ὁποῖο μὲ τὸ στόμα τοῦ Νίκου Ζαχαριάδη χαρακτήρισε τὴν προέλαση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ πρὸς τὴ Βόρειο Ἤπειρο ὡς κατακτητικὸ πόλεμο καὶ ζητοῦσε νὰ ἀπειθαρχήσουν οἱ στρατιῶτες στὶς κυβερνητικὲς ἐντολές. Αὐτὴ ἡ στάση τοῦ Κ.Κ.Ἐ ὑπῆρξε τὸ praeludio τῆς μετέπειτα προδοτικῆς στάσεως τῆς ἀριστερᾶς στὸ ἐθνικὸ αὐτὸ θέμα.
Ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἀπεχώρησε ἀπὸ τὴ Βόρειο Ἤπειρο, ὕστερα ἀπὸ τὴν πλευροκόπηση τῆς στρατιᾶς τῆς Ἠπείρου ἀπὸ τὶς γερμανικὲς μεραρχίες.
Τὸν Ἰούλιο 1942 ἱδρύθηκε ἡ ὀργάνωση τῶν βορειοηπειρωτῶν Μέτωπο Ἀπελευθερώσεως Βορείου Ἠπείρου ( Μ.Α.Β.Η), ἡ ὁποία ἀπέβλεπε στὴν ἀναθέρμανση τῆς πατριωτικῆς κινήσεως τῶν βορειοηπειρωτῶν καὶ τὴν ἐνσωμάτωσή τους στὸν ἑλληνικὸ κορμὸ. Τὸ κίνημα αὐτὸ ἐμποδίστηκε τόσο ἀπὸ τοὺς Ἰταλοὺς καὶ Ἀλβανούς, ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ ἑνιαῖο μέτωπο τῶν βαλκανικῶν κομμουνιστικῶν ὀργανώσεων. Τελικὰ διαλύθηκε ἀπὸ τὰ πλήγματα τῶν κομμουνιστικῶν ὁμάδων τοῦ Ἐμβὲρ Χότζα σὲ συνεργασία μὲ τοὺς Ἕλληνες ὁμοϊδεάτες του.
Μετὰ τὴ λήξη τοῦ ΄Β Παγκοσμίου πολέμου τὰ σύνορά της Ἀλβανίας τέθηκαν ὑπὸ διεθνῆ ἀναθεώρηση, ὕστερα ἀπὸ αἴτηση τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως. Μὲ τὸ θέμα αὐτὸ ἀσχολήθηκε ἡ διάσκεψη τῶν 21 ἐθνῶν ποὺ ἔγινε στὸ Παρίσι. Στὴ συνεδρία τῆς 30 Αὐγούστου 1946 ἔγιναν ὀξύτατες συζητήσεις λόγω ἀντιδράσεως τοῦ Σοβιετικοῦ Ὑπουργοῦ τῶν Ἐξωτερικῶν Μολότωφ,ὁ ὁποῖος πέτυχε τελικὰ τὴν παραπομπὴ τοῦ ζητήματος στὸ συμβούλιο τῶν τεσσάρων ὑπουργῶν Ἐξωτερικῶν τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Στὴ διάσκεψη τῶν τεσσάρων Ὑπουργῶν τῶν Ἐξωτερικῶν στὴ Νέα Ὑόρκη συμφωνήθηκε ὅτι ἡ ἀπόφαση γιὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο θὰ ληφθεῖ μετὰ τὴν ὑπογραφὴ τῆς συνθήκης εἰρήνης μὲ τὴν Αὐστρία καὶ Γερμανία. Ἡ συνθήκη εἰρήνης μὲ τὴ Γερμανία ὑπογράφτηκε στὴ Μόσχα στὶς 15 Μαΐου 1955. Ἡ συνθήκη εἰρήνης μὲ τὴ Γερμανία ὑπογράφτηκε στὴ Μόσχα στὶς 12 Σεπτεμβρίου 1990, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε στὴν ἕνωση τῶν δύο Γερμανιῶν. Ὑπολείπεται ἀκόμη τὸ βορειοηπειρωτικό. Δυστυχῶς οἱ ἑλληνικὲς κυβερνήσεις τῶν τελευταίων ἐτῶν, ἐπικαλούμενες τὴν τελικὴ πράξη τοῦ Ἐλσίνκι περὶ τοῦ ἀπαραβίαστου τῶν συνόρων, πάγωσαν τὸ βορειοηπειρωτικὸ ζήτημα ὅσον ἀφορᾶ τὸ ἐδαφικό του μέρος.
Ὅπως ὅμως παρατηρεῖ ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου κ. Νίκ. Ἀντωνόπουλος ‘ …αἳ ἐδαφικαὶ διεκδικήσεις ἐπὶ τῆς Βορείου Ἠπείρου δὲν ἀντίκεινται εἰς τὴν τελικὴν πράξιν τοῦ Ἐλσίνκι τῆς 1.8.1975, διότι αὐτὴ ἀπαγορεύει τὴν βιαίαν κατάληψιν ἐδαφῶν καὶ ὄχι τὴν ρύθμισιν ἐκκρεμοτήτων βάσει συνθηκῶν. Ἀπὸ τὴν τελικὴν πρᾶξιν τοῦ Ἐλσίνκι τῆς 1.8.1985 ἐπιτρέπεται ἡ μεταβολὴ τῶν συνόρων δι’ εἰρηνικῶν μέσων καὶ κατόπιν συμφωνίας, συμφώνως πρὸς τὸ διεθνὲς δίκαιον …’. Τὴν τελικὴ πράξη τοῦ Ἐλσίνκι δὲν δικαιοῦται νὰ τὴν ἐπικαλεῖται ἡ Ἀλβανία , ἀφοῦ ἡ ἴδια δὲν τὴν ὑπέγραψε, ἂν καὶ τὴν ὑπέγραψαν τὰ ὑπόλοιπα κράτη τοῦ ἀνατολικοῦ συνασπισμοῦ.
Τὸ 1987 ἔγινε ἡ ἄρση τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως μεταξὺ Ἑλλάδος καὶ Ἀλβανίας.
Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ ὑπῆρξε μονομερής, ἀφοῦ δὲν ὑπογράφτηκε συνθήκη εἰρήνης, ποὺ νὰ διασφαλίζει τὰ ἐθνικὰ δίκαια καὶ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα τῶν βορειοηπειρωτῶν. Στὴν προκειμένη περίπτωση παραβιάστηκε βασικὴ ἀρχὴ τοῦ διεθνοῦς δικαίου, ποὺ προβλέπει ὅτι ἡ ἐμπόλεμη κατάσταση μεταξὺ δύο ἐμπόλεμων κρατῶν τερματίζεται μὲ συνθήκη εἰρήνης, ἡ ὁποία ρυθμίζει ὅλες τὶς ἐκκρεμότητες μεταξὺ τῶν δύο ἀντιπάλων κρατῶν. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ φανερώνει τὸ μειωμένο ἐνδιαφέρον τοῦ ἐπισήμου κράτους στὸ ἐθνικὸ αὐτὸ θέμα. Παράλληλα ἐπιβράβευε τὴν Ἀλβανία γιὰ τὴ στάση της σὲ βάρος τῆς Ἑλλάδος καὶ ἰδίως τῶν Βορειοηπειρωτῶν, ἀφοῦ ἡ προστασία μόνον τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ὄχι ὅμως καὶ τῶν μειονοτικῶν τους ἐπαφίετο ὄχι στὴν ἰσχὺ τοῦ διεθνοῦς δικαίου, ἀλλὰ στὴν καλὴ θέληση τῶν Ἀλβανῶν δικτατόρων. Πρωτοφανὴς πράγματι πολιτικὴ τακτικὴ στὰ δεδομένα τῶν διεθνῶν σχέσεων.
Τὸ 1991 ὑπῆρξε, ἀναμφισβήτητα, μία χρονιὰ- σταθμὸς γιὰ τὴ νεότερη ἱστορία της, καθὼς ἡ πτώση τοῦ κομμουνιστοῦ καθεστῶτος σηματοδότησε τὴν εἴσοδο τῆς χώρας σὲ μία μακρὰ διαδικασία ἐκδημοκρατισμοῦ καὶ ἐνσωμάτωσης στὴ διεθνῆ κοινότητα.
Στὶς 31 Μαρτίου διεξήχθησαν οἱ πρῶτες πολυκομματικὲς ἐκλογὲς μετὰ ἀπὸ τέσσερις
Καὶ πλέον δεκαετίες, ἐνῷ ταυτόχρονα ξεκίνησε καὶ ἡ προσπάθεια ἐπανασύνδεσης τῆς χώρας μὲ τοὺς διεθνεῖς ὀργανισμούς.
Τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο ἔσπευσε νὰ ἐπωφεληθεῖ ἀπὸ τὶς πολιτικὲς ἐξελίξεις ἱδρύοντας τὴ Δημοκρατικὴ Ἕνωση τῆς Ἐθνικῆς Ἑλληνικῆς Μειονότητας Ὁμόνοια, στὶς 11 Ἰανουαρίου 1991. Ὡς ἐκπρόσωπος τῆς μειονότητας, ἡ Ὁμόνοια ἔλαβε μέρος στὶς ἐκλογὲς τῆς 31ης Μαρτίου, ἐξέλεξε πέντε βουλευτὲς καὶ ἀναδείχθηκε τρίτη δύναμη στὸ ἀλβανικὸ Κοινοβούλιο.
Δυστυχῶς ἡ ἀλβανικὴ κυβέρνηση δὲν εἶχε τὴν ἱκανότητα, ἢ ἀκόμη καὶ τὴ θέληση, νὰ ξεπεράσει τὶς ἀγκυλώσεις τοῦ παρελθόντος. Στὰ πλαίσια αὐτὰ πρέπει νὰ ἐνταχθεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς 27ης Ἰουνίου 1991, μὲ τὴν ὁποία ἀπαγορευόταν ἡ συμμετοχὴ στὶς ἐκλογὲς κομμάτων ἢ ὀργανώσεων συγκροτημένων σὲ ἐθνικὴ ἢ θρησκευτικὴ βάση.
Ἡ ἀπόφαση αὐτὴ πυροδότησε ἕνα κλίμα ἔντασης μεταξὺ Ἑλλάδας καὶ Ἀλβανίας, ποὺ ὀξύνθηκε ἰδιαίτερα στὶς παραμονὲς τῶν ἐκλογῶν τῆς 22ας Μαρτίου 1992. Στὶς ἐκλογὲς αὐτὲς ἡ ἑλληνικὴ μειονότητα ἐκπροσωπήθηκε ἀπὸ τὴν Ἕνωση τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἡ ὁποία ἐξέλεξε δύο βουλευτές.
Ἦταν πλέον φανερὸ ὅτι ἡ καχυποψία ποὺ χαρακτήριζε τὶς ἑλληνοαλβανικὲς σχέσεις δὲν προοιωνιζόταν ὁμαλὲς ἐξελίξεις γιὰ τὸ μέλλον. Πράγματι, ἡ ἤδη τεταμένη κατάσταση ἔφθασε σὲ ὁριακὸ σημεῖο, ὅταν στὶς 25 Ἰουνίου 1993 ἡ ἀλβανικὴ κυβέρνηση προχώρησε σὲ ἀπέλαση ἀπὸ τὸ Ἀργυροκάστρο τοῦ ἀρχιμανδρίτη Χρυσοστόμου Μαϋδώνη μὲ τὴν κατηγορία ἀντιαλβανικῶν ἐνεργειῶν, μία κίνηση ποὺ προκάλεσε βίαια ἐπεισόδια μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων μειονοτικῶν καὶ τῶν ἀλβανικῶν ἀρχῶν καὶ ἀνάγκασε τὴν ἑλληνικὴ κυβέρνηση νὰ ἀπαντήσει μὲ σαρωτικὲς συλλήψεις καὶ ἀπελάσεις Ἀλβανῶν λαθρομεταναστῶν. Καὶ οἱ δύο ἐνέργειες , ὡστόσο, προκάλεσαν τὴ διεθνῆ ἀποδοκιμασία, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ δύο κυβερνήσεις νὰ ρίξουν τοὺς τόνους τῆς ἀντιπαράθεσης καὶ νὰ καταβάλουν κάποιες προσπάθειες συνεννόησης. Ἡ ἐμφανὴς στροφὴ ποὺ σημειώθηκε στὴ στάση τῶν δύο χωρῶν σφραγίστηκε μὲ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἕλληνα ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν στὰ Τίρανα, τὸν Νοέμβριο 1993. Δυστυχῶς, τὸ εὐνοϊκὸ κλίμα ποὺ εἶχε δημιουργηθεῖ δὲν ἔμελλε νὰ κρατήσει πολύ, καθὼς λίγους μόλις μῆνες ἀργότερα ξέσπασε ἡ σοβαρότερη κρίση ποὺ ἔχει καταγραφεῖ στὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν δύο χωρῶν κατὰ τὴ μεταπολεμικὴ περίοδο.
Τὴν 10η Ἀπριλίου 1994 σημειώθηκε αἱματηρὸ ἐπεισόδιο ἀπὸ τὸ ἀλβανικὸ συνοριακὸ φυλάκιο τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἡ ἀλβανικὴ ἀντίδραση ἦταν ἄμεση: κατηγόρησε τὴν ἑλληνικὴ πλευρὰ ὡς ὑπεύθυνη γιὰ τὸ ἐπεισόδιο καὶ προχώρησε σὲ μαζικὲς συλλήψεις καὶ ἀνακρίσεις Ἑλλήνων μειονοτικῶν ποὺ θεωρήθηκαν ὡς ὕποπτοι. Λίγες μέρες ἀργότερα φυλάκισε ἔξι ἀπὸ τὰ ἡγετικὰ στελέχη τῆς Ὁμόνοιας, παραπέμπτοντάς τους σὲ δίκη μὲ τὴν κατηγορία τῆς ἔσχατης προδοσίας.
Ἡ ἑλληνικὴ ἡγεσία τήρησε σκληρὴ στάση ἀπέναντι στὴν ἀλβανικὴ ἀδιαλλαξία, διακόπτοντας ἤδη ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς σύλληψης τῶν ἔξι στελεχῶν τῆς Ὁμόνοιας κάθε διάλογο μὲ τὴν ἀλβανικὴ πλευρὰ καὶ θέτοντας ὡς ὄρο γιὰ τὴν ἐπανέναρξή του τὴν ἀπελευθέρωση τῶν κρατουμένων. Ταυτόχρονα, φρόντισε νὰ διατηρήσει ἐνεργὸ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς διεθνοῦς διπλωματίας γιὰ τὸ θέμα, καταφεύγοντας σὲ ἐπανειλημμένες
Καταγγελίες τῶν ἀλβανικῶν ἐνεργειῶν σὲ ὅλους τους διεθνεῖς ὀργανισμοὺς καὶ μπλοκάροντας τὴν παραχώρηση τῆς οἰκονομικῆς βοήθειας 35 ἑκατομμυρίων ΕCU ποὺ εἶχε προγραμματίσει ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς Ἀλβανίας. Ἡ ἀποφυλάκιση τῶν πέντε Ἑλλήνων μειονοτικῶν ἄνοιξε τὸν δρόμο γιὰ μία ἐκ νέου προσέγγιση τῶν δύο χωρῶν, ποὺ ἐπισφραγίστηκε καὶ μὲ τὸ ταξίδι τοῦ Ἕλληνα ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν στὰ Τίρανα, στὶς 13 Μαρτίου 1995. Στὰ πλαίσια αὐτὰ ἀποφασίστηκε ἡ δημιουργία εἰδικῶν μικτῶν ἐπιτροπῶν ποὺ θὰ ἐπαναλαμβάνονταν τῆς ἐπίλυσης τῶν σημαντικότερων θεμάτων, ὅπως τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαίδευσης, τῆς οἰκονομικῆς συνεργασίας, τῶν συνόρων καὶ τῆς ἀμυντικῆς της συνεργασίας, τῆς δημόσιας ἀσφάλειας, τῶν προξενικῶν ἀρχῶν κ.α.
Ἡ προσπάθεια τῆς ἑλληνικῆς πλευρᾶς ἐπικεντρωνόταν κυρίως στὴν κατάργηση τῶν μειονοτικῶν ζωνῶν καὶ στὸ ἄνοιγμα νέων σχολείων γιὰ τὴν ἐλεύθερη διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ὅπου ὑπάρχει ἑλληνικὸ στοιχεῖο.
Ὅμως ὁ κίνδυνος ποὺ περισσότερο ἀπὸ ὅλα φαίνεται νὰ ἀπειλεῖ τὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση στὴν Ἀλβανία εἶναι ἡ ἀραίωση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, ποὺ παρατηρεῖται κατὰ τρόπο ἰδιαίτερα ἔντονο τὰ τελευταία χρόνια. Ἔτσι, ἐνῷ τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖο τῆς Ἀλβανίας ἀριθμοῦσε στὰ 1990 περίπου 300.000 (σύμφωνα μὲ τὶς δηλώσεις τῆς Ὁμόνοιας πρὸς τὴ Διάσκεψη γιὰ τὴν Ἀνθρώπινη Διάσταση τῆς ΔΑΣΕ, ποὺ ἔγινε τὸν Σεπτέμβριο 1991 στὴ Μόσχα), σήμερα φαίνεται νὰ προσεγγίζει μετὰ βίας τὶς 150.000.Μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα, ἑπομένως καὶ σὲ περίπτωση ποὺ δὲν συμβοῦν θεαματικὲς ἀλλαγὲς ποὺ νὰ προκαλέσουν τὴν οἰκονομικὴ καὶ ἠθικὴ ἐνίσχυση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει τὴν παραμονὴ καὶ τὴν εὐημερία του στὰ πάτρια ἐδάφη, οἱ προβλέψεις δὲν μποροῦν παρὰ νὰ εἶναι δυσοίωνες γιὰ τὴν τύχη τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀλβανίας.
Συμπερασματικὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς:
Τὸ Βορειοηπειρωτικὸ ὡς ἐθνικὸ θέμα παρόλο ὅτι εἶχε τὶς περισσότερες ἀπὸ τὰ ἄλλα ἐθνικὰ θέματα δυνατότητες νὰ λυθεῖ εὐνοϊκὰ γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἐλάχιστα ἀπασχόλησε τὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τῆς χώρας ἢ πάντοτε βρισκόταν στὴν 3η ἢ 4η σειρὰ προτεραιότητας. Ἔτσι χάθηκαν οἱ πολλὲς καὶ μεγάλες εὐκαιρίες ποὺ δόθηκαν γιὰ τὴν ἐπίλυσή του.
Δὲν ἔγινε καμιὰ οὐσιαστικὴ ἐνέργεια ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Ἑλλάδος μετὰ τὴν παραπομπὴ τοῦ θέματος στὸ συμβούλιο τῶν τεσσάρων ὑπουργῶν τῶν ἐξωτερικῶν. Αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ὁδηγηθεῖ τὸ βορειοηπειρωτικὸ σὲ πλήρη ἀποτελμάτωση.
Ἡ μονομερὴς ἄρση τοῦ ἐμπόλεμου μεταξὺ τῶν δύο χωρῶν, χωρὶς συνθήκη εἰρήνης καὶ χωρὶς τὴν παραμικρὴ διαπραγμάτευση, στέρησε ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα τὸ ἰσχυρότερο διαπραγματευτικὸ ἀτοὺ καὶ ἔδειξε κάποιο στοιχεῖο ἠττοπάθειας τῆς χώρας μας ἀπέναντι στὴ μικρὴ καὶ ἀνίσχυρη Ἀλβανία. Κυρίως ὅμως ἔδειξε ὅτι γιὰ τὴν ἐπίσημη Ἑλλάδα δὲν ὑφίσταται βορειοηπειρωτικὸ ζήτημα μὲ τὴν ἐδαφικὴ ἔννοια, ἀλλὰ μονάχα ὡς θέμα προστασίας τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τῆς ἐκεῖ ἑλληνικῆς μειονότητας.
Ὅπως παρατηρεῖ σύγχρονος ἱστορικὸς τὸ βορειοηπειρωτικὸ ζήτημα ἐξελίχθηκε σὲ δίπρακτο δράμα, τοῦ ὁποίου ἡ μὲν πρώτη πράξη παίχτηκε στὰ πεδία τῶν μαχῶν καὶ κατέληξε σὲ νικητήριο θρίαμβο, ἐνῶ ἡ δεύτερη πράξη ἐκτυλίχτηκε στὰ σκοτεινὰ παρασκήνια τῆς διπλωματίας καὶ μεταβλήθηκε σὲ ἐθνικὴ τραγωδία, ποὺ ἀναμένει εἰσέτι τὴν προσήκουσα κάθαρση.
Γενικὰ χρειάζεται καὶ γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ ἐθνικό μας πρόβλημα σωστὴ ἐθνικὴ στρατηγικὴ καὶ ὑπεύθυνη ἀντιμετώπιση, γιατί ¨οἱ καιροὶ οὐ μενετοὶ¨ καὶ οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες μεγάλες.
ΓΙΑ ΤΗΝ Ε.ΡΩ.