του Δημήτρη Μαυρίδη
«Δυστυχισμένοι, τι περιμένετε! Φύγετε στις εσχατιές της γης για να γλυτώσετε!»
Έτσι άρχιζε ο χρησμός, που το πανικόβλητο Μαντείο των Δελφών παρέδωσε στους αποσβολωμένους Αθηναίους τις τρομερές μέρες, κατά τις οποίες η ασιατική πανστρατιά κατέβαινε προς τις Θερμοπύλες.
Οι δύο Αθηναίοι θεοπρόποι αρνήθηκαν να παραλάβουν τον χρησμό και έπεσαν ικέτες ζητώντας από την Πυθία ευνοϊκότερη απάντηση. Τότε μόνο δόθηκε –με παράβαση των κανόνων– ο περίφημος χρησμός για το ξύλινο τείχος και τη Σαλαμίνα. Οι θεοπρόποι αρνήθηκαν να μεταφέρουν πριν τη ναυμαχία στους Αθηναίους τον λόγο του πανικού και της ηττοπάθειας, τραυματίζοντας το φρόνημα των Ελλήνων.
Το ίδιο φρόνημα διακρίνουμε και στην ένδοξη πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με χαρακτηριστική τραγικότητα ο τελευταίος Αυτοκράτορας και οι συμπολεμιστές του αρνούνται να υποταχθούν στη λογική των αριθμών και της δύναμης. Έτσι, την αυγή της 29ης Μαΐου 1453 γεννιέται στην Πύλη του Ρωμανού η Μεγάλη Ιδέα, ιδεολογία αντιστασιακή και απελευθερωτική, που μας κράτησε ακλόνητους κατά την Τουρκοκρατία.
Με ανάλογη ένταση και την ίδια έμφαση το ελληνικό στρατηγείο θα απορρίψει την απαίτηση των Άγγλων για εγκατάλειψη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης τον Ιανουάριο του 1941 και θα δώσει την απέλπιδα Μάχη των Οχυρών, ενισχύοντας το αντιστασιακό μας φρόνημα.
Τα λέω αυτά, τα γνωστά και χιλιοειπωμένα, σαν πρόχειρα παραδείγματα του φρονήματος που παραμένει ζωντανό, επίμονο και μαχητικό στην αρχαία, τη μέση και τη νεώτερη ιστορία μας. Ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ιστορικής ιδιομορφίας μας εκδηλώνονται οι ποικίλες επιβολές, που σταθερά συνοδεύουν την ιστορική πορεία μας μέσα σε ένα κόσμο εν πολλοίς άξενο και συνήθως εχθρικό.
Μετά από αυτά, ποιος και πώς μπορεί να μιλήσει αξιόπιστα για το φρόνημά μας; Και, μάλιστα, ποιος μπορεί και πώς να μας πείσει ότι τέτοιο φρόνημα δεν υπάρχει πλέον σήμερα στην Ελλάδα;
Και όμως, ο κ. Χρήστος Γιανναράς στη χθεσινή επιφυλλίδα του στην Καθημερινή (18.7.2010) αυτό ακριβώς προσπαθεί να αποδείξει: την παντελή έλλειψη φρονήματος από τη σημερινή Ελλάδα. Μάλιστα, ο κ. Γιανναράς φαίνεται να βιάζεται να βοηθήσει μηδενιστικά στην υπονόμευση του όποιου φρονήματος. Η σημερινή κατάσταση, που χαρακτηρίζουν η κρίση του πολιτικού μας συστήματος και η δημοσιονομική οικονομική κρίση, παρουσιάζεται ως αδιέξοδη καταστροφή. Η ελληνική πραγματικότητα διατραγωδείται ως τελική καταστροφή, από την οποία δεν υπάρχει διέξοδος. Όλα εμφανίζονται ζοφερά και χωρίς ελπίδα. Είμαστε λαός που δεν μπορεί να κατορθώσει τίποτε. Ακόμη και ο Ντίκενς επιστρατεύεται για να περιγράψει την απανθρωπία του σύγχρονου ελληνικού οικονομικού περιβάλλοντος. Πρόκειται για μία κόλαση, για την οποία θα πρέπει σίγουρα να είμαστε όλοι ένοχοι και από την οποία δεν υπάρχει σωτηρία.
Πώς λοιπόν να μιλήσουμε για φρόνημα μετά την εικόνα που με αμετροέπεια μας παρουσιάζεται; Και τί είδους φρόνημα θα υπερασπίσει τη διατήρηση αυτής της πραγματικότητας; Μια μηδενιστική, απαξιωτική αίσθηση διαπερνά όλο το κείμενο. Προφανώς ο συγγραφέας δεν αγαπά το αντικείμενό του.
Όμως, «Όπου δεν μπορείς να αγαπάς. Δεν μένεις. Περνάς!»
Και τα λέω αυτά γιατί φοβούμαι ότι οι επαναλαμβανόμενες διαπιστώσεις για το ιστορικό τέλος του Ελληνισμού θα αποκτήσουν με τις συχνές επαναλήψεις σημειολογικό χαρακτήρα και θα είναι τελικά βλαπτικές. Αφού ακόμη και αν αυτό ήταν αλήθεια –που δεν είναι– δεν θα έπρεπε να αναφέρεται, ή δεν θα επιτρεπόταν να αναφέρεται, ακόμη και αν συνέτρεχε κάποιος σοβαρός λόγος.
Το αλίευσα ΕΔΩ