Από την μελέτη της Θεωρίας, της Ιστορίας, της Γεωγραφίας και της Στρατηγικής της Ναυτικής Ισχύος μπορεί να αντληθεί το συμπέρασμα ότι η Ναυτική Ισχύς συνδέεται αρρήκτως με την Εθνική Ισχύ, την προστασία των εθνικών συμφερόντων και την επιτυχέστερη αντιμετώπιση του «διλήμματος ασφαλείας» ενός κράτους. Πράγματι, η άξια και αποτελεσματική εκπροσώπηση ενός κράτους στην διεθνή σκηνή αποτέλεσε διαχρονικά μία από τις σπουδαιότερες αιτίες αποκτήσεως και συντηρήσεως Πολεμικού Ναυτικού. Παρ’ ημίν, ο Ελληνικός Πολεμικός Στόλος υπήρξε το κύριο διαπραγματευτικό επιχείρημα του Ελευθερίου Βενιζέλου, προκειμένου να γίνει η Ελλάς δεκτή στον συνασπισμό των ορθοδόξων εθνών της Χερσονήσου του Αίμου εναντίον της Οθωμανικής Τουρκίας κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, διαδραμάτισε δε αποφασιστικό ρόλο διασφαλίζοντας την Κυριαρχία των Θαλασσών στον χώρο του Αιγαίου υπέρ των Συμμάχων.
Περαιτέρω, η δημιουργία πολεμικού στόλου υπήρξε, ιστορικά, συντελεστής εθνικής αυτοσυνειδησίας. Γνωρίζουμε, φερ’ ειπείν, από ένα θαυμάσιο πόνημα για τον Αμερικανικό Πόλεμο κατά των Βερβερίνων πειρατών, ότι το Πολεμικό Ναυτικό και η θαλάσσια εξόρμηση διαδραμάτισαν, στις αρχές του 19ου αι., σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη της αμερικανικής εθνικής αυτοσυνειδησίας και, κατά την έξοχη διατύπωση ενός συγγραφέα, «διαμόρφωσαν ένα έθνος». Άλλωστε, σε διαφορετικές χώρες και εποχές, ναυτικοί ήρωες απετέλεσαν εμβληματικές μορφές των αντιστοίχων εθνικών αφηγήσεων, από τον Θεμιστοκλή και τον Κίμωνα μέχρι τον Κανάρη, τον Μιαούλη και τον Κουντουριώτη, και από τον Francis Drake της Αγγλίας και τον Οράτιο Νέλσωνα της Μ. Βρεταννίας ως τον Ναύαρχο David Farragut και τον Αρχιπλοίαρχο Oliver Perry των ΗΠΑ, τον Αντιπλοίαρχο Arturo Prat της Χιλής ή τον «Ιππότη των Θαλασσών» Miguel Grau του Περού.
Εξ άλλου, το Πολεμικό Ναυτικό απετέλεσε συχνά πολύτιμο στοιχείο της ηγεμονικής ιδεολογίας μιας κοινωνίας. Επί παραδείγματι, το Σουηδικό Βασιλικό Ναυτικό (το «Ναυτικό των Γουσταύων»), το Βρεταννικό Βασιλικό Ναυτικό και το Αμερικανικό Ναυτικό επηρεάσθηκαν, κατά την γένεση και εξέλιξή τους, όχι μόνον από καθαρώς επιχειρησιακές απαιτήσεις αλλά και από πανίσχυρες ιδεολογικές πιέσεις – και αντιστρόφως, επηρέασαν ευκρινώς και εις βάθος την κοινωνική ιδεολογία, το πολιτικό σύστημα και τον πολιτικό πολιτισμό των εν λόγω εθνών. Στην Γηραιά Αλβιώνα π.χ. ο ρόλος του Royal Navy ως αναχώματος έναντι ξένης εισβολής τροφοδοτήθηκε και από την πεποίθηση της εποχής ότι, εν αντιθέσει προς τον κατά ξηράν Στρατό, το Ναυτικό δεν συνιστούσε εργαλείο της αυταρχικής διακυβερνήσεως και απειλή κατά των εσωτερικών πολιτικών ελευθεριών, όπως συνέβαινε στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Περαιτέρω, εάν δύναται κανείς να αντλήσει ένα δίδαγμα από την μελέτη της Ναυτικής Ιστορίας, τούτο είναι ότι, όσο και αν ενίοτε μας εκπλήσσει αυτό, ορισμένοι παράγοντες ισχύος ήσαν για τον ανταγωνισμό μεταξύ Αγγλοσαξονικών Ναυτικών Δυνάμεων και Ευρασιατικών Ηπειρωτικών Δυνάμεων στον 20ο αιώνα μ.Χ. εξ ίσου σπουδαίοι – ου μην αλλά και καθοριστικοί – όσο ήσαν και για τον ανταγωνισμό μεταξύ της Αθηναϊκής Ναυτικής Ισχύος και της Σπαρτιατικής Χερσαίας Ισχύος τον 5ο αιώνα π.Χ. Πράγματι, εις πείσμα των θεαματικών μεταβολών που επισυνέβησαν κατά τους είκοσι-πέντε αιώνες που μεσολάβησαν έκτοτε, σε όλα τα πεδία της Στρατιωτικής Στρατηγικής και Τακτικής, των Μεταφορών και των Τεχνολογιών, κάποιες σταθερές φαίνονται αναλλοίωτες. Έτσι, κατά την νεώτερη και σύγχρονη εποχή, οι Ηπειρωτικές Δυνάμεις – η Γαλλία των Λουδοβίκων ή του Ναπολέοντος, η Γερμανία του Κάϊζερ Γουλιέλμου ή του Αδόλφου Χίτλερ και η Ρωσσία των Τσάρων ή των Σοβιέτ – δεν στάθηκαν ικανές να αντιμετωπίσουν επιτυχώς το «σύστημα πολέμου» που τους επεβλήθη από τις Ναυτικές Δυνάμεις (την Βρεταννία ή τις ΗΠΑ).
Απ’ εναντίας, μοιάζει να επαληθεύθησαν πολλάκις τα λόγια του Στρατάρχου Μοντγκόμερυ: «Από τον καιρό που οι άνθρωποι πρωτάρχισαν να χρησιμοποιούν τις θάλασσες, το μέγα μάθημα της Ιστορίας είναι ότι ο εχθρός που είναι αφοσιωμένος σε μια χερσαία στρατηγική είναι, στο τέλος, ηττημένος».
Στον καιρό μας, εξ άλλου, παρ΄ όλη την προϊούσα οικονομική αλληλεξάρτηση, οι πολεμικοί στόλοι θα παραμείνουν και στο ορατό μέλλον προσηλωμένοι στην προστασία μειζόνων και δευτερευόντων εθνικών συμφερόντων, στην επιδίωξη εθνικών σκοπών και στην προαγωγή εθνικών συμφερόντων – και αυτό επιδιώκεται να εξυπηρετηθεί ακόμη και όταν τα ναυτικά έθνη αναπτύσσουν μιαν εντυπωσιακή Ναυτική Διπλωματία, προβαίνοντας σε σύμπηξη εταιρισμών των Ναυτικών Δυνάμεων και ανάληψη κοινών δράσεων.
Εν αντιθέσει προς μίαν απατηλή εικόνα, που επιπολαίως θα ηδύνατο να σχηματίσει κανείς παρασυρόμενος από τα τρέχοντα ιδεολογήματα του συρμού («παγκοσμιοποίηση», «τέλος της ιστορίας», «τέλος των εθνών-κρατών» ή των ανταγωνισμών ισχύος, άφιξη «μετα-εθνικής» εποχής και τα τοιαύτα), η μελέτη του παρόντος με εμπεριστατωμένη συνεξέταση του παρελθόντος, και δη υπό το πρίσμα της Θεωρίας, της Ιστορίας, της Στρατηγικής και της Γεωγραφίας της Ναυτικής Ισχύος, μας οδηγεί μάλλον στο συμπέρασμα ότι η ιστορική και στρατηγική σημασία της θάλασσας είναι απείρως πιθανότερον να ενισχυθεί παρά να μειωθεί – ή να εκλείψει – στο ανθρωπίνως προβλεπτό μέλλον.
Η θάλασσα θα εξακολουθήσει να κατέχει δεσπόζουσα θέση και να διατηρεί αναλόγως ζωτική σημασία για το διεθνές οικονομικό σύστημα ως το κατ’ εξοχήν πεδίο και μέσον μεταφοράς αγαθών του πλανήτη. Η αξία των πηγών και πόρων που – ακόμη – κρύβει στα σπλάγχνα της θα αυξηθεί έτι περαιτέρω, όπως άλλωστε αποδεικνύει και η μόλις ανακύψασα έρις περί τους ενεργειακούς θησαυρούς όχι πλέον του Περσικού Κόλπου ή της Κασπίας Θαλάσσης αλλά του αχανούς Αρκτικού Ωκεανού, η τήξη των πάγων του οποίου προσφέρει νέες – ασύλληπτες έως χθες – ενεργειακές δυνατότητες, ενώ συγχρόνως διανοίγει νέους υδατίνους εμπορευματικούς διαύλους μεταξύ ημισφαιρίων και ηπείρων, για πρώτη φορά από εποχής Φερδινάνδου Μαγγελάνου.
Επομένως, ευθέως ανάλογη θα είναι η ενίσχυση της σημασίας και του ρόλου της Ναυτικής Ισχύος. Ναυτικές Δυνάμεις (Μείζονες, Μεσαίες ή Μικρές, αδιακρίτως) θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στους εθνικούς πολεμικούς στόλους τους είτε για την εκτέλεση των παραδοσιακών εθνικών ρόλων είτε για την ανάληψη νέων, στο πλαίσιο συμμαχικών/εταιρικών σχημάτων Ναυτικής Συνεργασίας, με επιδιωκόμενο σκοπό, και πάλιν, όπως πάντοτε: την αύξηση του κεφαλαίου αξιοπιστίας και των ιδίων μετοχών ενός εκάστου εθνικού-κρατικού δρώντος στο διεθνές χρηματιστήριο γεωστρατηγικών αξιών.
Λαοί (οσονδήποτε ιστορικοί ή σπουδαίοι κατά το παρελθόν), οι οποίοι – διανύοντας παρατεταμένη ακροσφαλή περίοδο ιστορικής παρακμής και παραδοθέντες σε ηδονική παραλυσία και ιδεοληπτική εθελοτύφλωση – θα αγνοήσουν τον σιδηρούν κανόνα αυτού του ιδιότυπου χρηματιστηρίου, θα υποστούν, αργά ή γρήγορα, την (αμείλικτη πλην δίκαιη) τιμωρία όχι «απλώς» της οικονομικής χρεωκοπίας αλλά της αμετάκλητης εισόδου τους στο παγκόσμιο νεκροταφείο εθνών και πολιτισμών.
Εξ άλλου, το Πολεμικό Ναυτικό απετέλεσε συχνά πολύτιμο στοιχείο της ηγεμονικής ιδεολογίας μιας κοινωνίας. Επί παραδείγματι, το Σουηδικό Βασιλικό Ναυτικό (το «Ναυτικό των Γουσταύων»), το Βρεταννικό Βασιλικό Ναυτικό και το Αμερικανικό Ναυτικό επηρεάσθηκαν, κατά την γένεση και εξέλιξή τους, όχι μόνον από καθαρώς επιχειρησιακές απαιτήσεις αλλά και από πανίσχυρες ιδεολογικές πιέσεις – και αντιστρόφως, επηρέασαν ευκρινώς και εις βάθος την κοινωνική ιδεολογία, το πολιτικό σύστημα και τον πολιτικό πολιτισμό των εν λόγω εθνών. Στην Γηραιά Αλβιώνα π.χ. ο ρόλος του Royal Navy ως αναχώματος έναντι ξένης εισβολής τροφοδοτήθηκε και από την πεποίθηση της εποχής ότι, εν αντιθέσει προς τον κατά ξηράν Στρατό, το Ναυτικό δεν συνιστούσε εργαλείο της αυταρχικής διακυβερνήσεως και απειλή κατά των εσωτερικών πολιτικών ελευθεριών, όπως συνέβαινε στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Περαιτέρω, εάν δύναται κανείς να αντλήσει ένα δίδαγμα από την μελέτη της Ναυτικής Ιστορίας, τούτο είναι ότι, όσο και αν ενίοτε μας εκπλήσσει αυτό, ορισμένοι παράγοντες ισχύος ήσαν για τον ανταγωνισμό μεταξύ Αγγλοσαξονικών Ναυτικών Δυνάμεων και Ευρασιατικών Ηπειρωτικών Δυνάμεων στον 20ο αιώνα μ.Χ. εξ ίσου σπουδαίοι – ου μην αλλά και καθοριστικοί – όσο ήσαν και για τον ανταγωνισμό μεταξύ της Αθηναϊκής Ναυτικής Ισχύος και της Σπαρτιατικής Χερσαίας Ισχύος τον 5ο αιώνα π.Χ. Πράγματι, εις πείσμα των θεαματικών μεταβολών που επισυνέβησαν κατά τους είκοσι-πέντε αιώνες που μεσολάβησαν έκτοτε, σε όλα τα πεδία της Στρατιωτικής Στρατηγικής και Τακτικής, των Μεταφορών και των Τεχνολογιών, κάποιες σταθερές φαίνονται αναλλοίωτες. Έτσι, κατά την νεώτερη και σύγχρονη εποχή, οι Ηπειρωτικές Δυνάμεις – η Γαλλία των Λουδοβίκων ή του Ναπολέοντος, η Γερμανία του Κάϊζερ Γουλιέλμου ή του Αδόλφου Χίτλερ και η Ρωσσία των Τσάρων ή των Σοβιέτ – δεν στάθηκαν ικανές να αντιμετωπίσουν επιτυχώς το «σύστημα πολέμου» που τους επεβλήθη από τις Ναυτικές Δυνάμεις (την Βρεταννία ή τις ΗΠΑ).
Απ’ εναντίας, μοιάζει να επαληθεύθησαν πολλάκις τα λόγια του Στρατάρχου Μοντγκόμερυ: «Από τον καιρό που οι άνθρωποι πρωτάρχισαν να χρησιμοποιούν τις θάλασσες, το μέγα μάθημα της Ιστορίας είναι ότι ο εχθρός που είναι αφοσιωμένος σε μια χερσαία στρατηγική είναι, στο τέλος, ηττημένος».
Στον καιρό μας, εξ άλλου, παρ΄ όλη την προϊούσα οικονομική αλληλεξάρτηση, οι πολεμικοί στόλοι θα παραμείνουν και στο ορατό μέλλον προσηλωμένοι στην προστασία μειζόνων και δευτερευόντων εθνικών συμφερόντων, στην επιδίωξη εθνικών σκοπών και στην προαγωγή εθνικών συμφερόντων – και αυτό επιδιώκεται να εξυπηρετηθεί ακόμη και όταν τα ναυτικά έθνη αναπτύσσουν μιαν εντυπωσιακή Ναυτική Διπλωματία, προβαίνοντας σε σύμπηξη εταιρισμών των Ναυτικών Δυνάμεων και ανάληψη κοινών δράσεων.
Εν αντιθέσει προς μίαν απατηλή εικόνα, που επιπολαίως θα ηδύνατο να σχηματίσει κανείς παρασυρόμενος από τα τρέχοντα ιδεολογήματα του συρμού («παγκοσμιοποίηση», «τέλος της ιστορίας», «τέλος των εθνών-κρατών» ή των ανταγωνισμών ισχύος, άφιξη «μετα-εθνικής» εποχής και τα τοιαύτα), η μελέτη του παρόντος με εμπεριστατωμένη συνεξέταση του παρελθόντος, και δη υπό το πρίσμα της Θεωρίας, της Ιστορίας, της Στρατηγικής και της Γεωγραφίας της Ναυτικής Ισχύος, μας οδηγεί μάλλον στο συμπέρασμα ότι η ιστορική και στρατηγική σημασία της θάλασσας είναι απείρως πιθανότερον να ενισχυθεί παρά να μειωθεί – ή να εκλείψει – στο ανθρωπίνως προβλεπτό μέλλον.
Η θάλασσα θα εξακολουθήσει να κατέχει δεσπόζουσα θέση και να διατηρεί αναλόγως ζωτική σημασία για το διεθνές οικονομικό σύστημα ως το κατ’ εξοχήν πεδίο και μέσον μεταφοράς αγαθών του πλανήτη. Η αξία των πηγών και πόρων που – ακόμη – κρύβει στα σπλάγχνα της θα αυξηθεί έτι περαιτέρω, όπως άλλωστε αποδεικνύει και η μόλις ανακύψασα έρις περί τους ενεργειακούς θησαυρούς όχι πλέον του Περσικού Κόλπου ή της Κασπίας Θαλάσσης αλλά του αχανούς Αρκτικού Ωκεανού, η τήξη των πάγων του οποίου προσφέρει νέες – ασύλληπτες έως χθες – ενεργειακές δυνατότητες, ενώ συγχρόνως διανοίγει νέους υδατίνους εμπορευματικούς διαύλους μεταξύ ημισφαιρίων και ηπείρων, για πρώτη φορά από εποχής Φερδινάνδου Μαγγελάνου.
Επομένως, ευθέως ανάλογη θα είναι η ενίσχυση της σημασίας και του ρόλου της Ναυτικής Ισχύος. Ναυτικές Δυνάμεις (Μείζονες, Μεσαίες ή Μικρές, αδιακρίτως) θα εξακολουθήσουν να βασίζονται στους εθνικούς πολεμικούς στόλους τους είτε για την εκτέλεση των παραδοσιακών εθνικών ρόλων είτε για την ανάληψη νέων, στο πλαίσιο συμμαχικών/εταιρικών σχημάτων Ναυτικής Συνεργασίας, με επιδιωκόμενο σκοπό, και πάλιν, όπως πάντοτε: την αύξηση του κεφαλαίου αξιοπιστίας και των ιδίων μετοχών ενός εκάστου εθνικού-κρατικού δρώντος στο διεθνές χρηματιστήριο γεωστρατηγικών αξιών.
Λαοί (οσονδήποτε ιστορικοί ή σπουδαίοι κατά το παρελθόν), οι οποίοι – διανύοντας παρατεταμένη ακροσφαλή περίοδο ιστορικής παρακμής και παραδοθέντες σε ηδονική παραλυσία και ιδεοληπτική εθελοτύφλωση – θα αγνοήσουν τον σιδηρούν κανόνα αυτού του ιδιότυπου χρηματιστηρίου, θα υποστούν, αργά ή γρήγορα, την (αμείλικτη πλην δίκαιη) τιμωρία όχι «απλώς» της οικονομικής χρεωκοπίας αλλά της αμετάκλητης εισόδου τους στο παγκόσμιο νεκροταφείο εθνών και πολιτισμών.