Το... στρατηγικό βάθος της γείτονος όπως αποκαλύπτεται στο βιβλίο του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών
Παναγιώτης Ήφαιστος
Η κυκλοφορία του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος (Εκδόσεις Ποιότητα 2010) είναι ένα μοναδικό πολιτικοστοχαστικό γεγονός. Αν λάβουμε υπόψη και τα συντρέχοντα οικονομικά προβλήματα, προσφέρεται για μια αφύπνιση και ριζοσπαστική ανασύνταξη των πνευματικών, πολιτικών και διπλωματικών επιλογών των Eλλήνων.
Η ελληνική πολιτική σκέψη των δύο τελευταίων δεκαετιών έχει υποστεί πολλές στρεβλώσεις. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κυριάρχησαν απίστευτα λανθασμένες αντιλήψεις για την πολιτική Ερντογάν, του οποίου διπλωματικός μέντορας εξ αρχής ήταν ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου. Τα πάντα ισοπεδώθηκαν και όλα υποβιβάστηκαν σε απλουστευτικές και ευθύγραμμες υποθέσεις για το μέλλον των σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας.
Το μέσον ήταν παρωχημένες φιλελεύθερες προπαγανδιστικές θέσεις που υποβλήθηκαν μέσα από χιλιάδες κείμενα στην ελληνική κοινωνία: «δημοκρατίες που δήθεν δεν πολεμούν», «εξευρωπαϊσμούς που δήθεν θα εξημέρωναν τους Τούρκους», «φιλίες και οικονομική αλληλεξάρτηση που δήθεν θα φέρουν την ειρήνη» και «λαοί που δήθεν τίποτα δεν τους χωρίζει». Κλασικές συνταγές όλα αυτά που μεθοδευμένα οδηγούν τον αδύναμο-αμυνόμενο είτε σε πόλεμο είτε σε εθελούσια συρρίκνωση.
Οποιος διαβάσει το Στρατηγικό βάθος, θα καταλάβει δύο κύριες πτυχές της συγκαιρινής τουρκικής στρατηγικής. Πρώτον, ότι η κοσμοθεωρία και ο στρατηγικός σχεδιασμός των Τούρκων ηγετών όχι μόνο δεν είναι αβάσιμος, αλλά επιπλέον έχει πιάσει τον σφυγμό των διεθνών εξελίξεων.
Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο παλιός μοντερνιστικός κόσμος παρακμάζει και ότι ο κόσμος των εθνών γεννιέται. Δεύτερον, ότι η εκπλήρωση των σκοπών της νεο-οθωμανικής στρατηγικής και κοσμοθεωρίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για λόγους που αφορούν την εσωτερική πολιτική ζωή, το κουρδικό και αστάθμητους διεθνοπολιτικούς παράγοντες, είναι μια ριψοκίνδυνη σχοινοβασία.
Δύσβατος, λοιπόν, ο δρόμος των Νεο-οθωμανών, αλλά ο τροχός των ιστορικών εξελίξεων έχει πολλά γυρίσματα, πολλά απρόσμενα και απρόβλεπτα.
Σε κάθε περίπτωση, η στρατηγική Νταβούτογλου είναι ένα μεγάλο τουρκικό στοίχημα. Επιχειρεί να αντλήσει δυνάμεις, ενώνοντας πολλά ταυτόχρονα νήματα.
Η θεμελιώδης προσέγγιση αφορά την πνευματική ανασύνταξη που θα προσαρμόσει την τουρκική πολιτεία στον κυρίαρχο ισλαμικό χαρακτήρα του κοινωνικού της υπόβαθρου.
Το πλεονέκτημα του '74
Το ανθρωπολογικό ζήτημα, στη συνέχεια, επιχειρεί να το αναγάγει σε κοσμοσυστημικό έρεισμα με το να ενώσει τα νήματα όλων των συγγενειών σε όλο το ιστορικό και γεωγραφικό βάθος. Ανατολικά και δυτικά της Τουρκίας. Ανατολικά επιχειρεί, βασικά, να σταθεροποιήσει ένα πλέγμα συμμαχιών με το πλέγμα κοινωνιών και κρατών που μέχρι πρότινος βρίσκονταν κάτω από τον δυτικό αποικιοκρατικό ζυγό και που σήμερα αναζητούν κοσμοθεωρητικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς.
Στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο απερίφραστα περιγράφει τον τρόπο που τα «κατάλοιπα των Οθωμανών» στις διάφορες χώρες θα αποτελέσουν την αφορμή για ριζικές ανακατατάξεις που τίποτα δεν αποκλείουν. Ενώ φιλοσοφικά «κλαίει και οδύρεται» για τα λάθη του παρελθόντος που περιόρισαν την Τουρκία στο Αιγαίο, προσδιορίζει συγκεκριμένες μεθοδεύσεις επικυριαρχίας και εκτοπισμού της Ελλάδας. Σε αυτές συμπεριλαμβάνει και τον οικονομικό τομέα.
Στην Κύπρο, βασικά, λέει ότι με όχημα το πλεονέκτημα του 1974 πρέπει να την ελέγξει πλήρως. Είναι ρητός και σαφής: Οπως το θέτει ο Τούρκος ΥΠΕΞ, η Κύπρος «είναι μια σταθερή βάση και αεροπλανοφόρο που είναι σε θέση να ελέγχει τις περιοχές του Περσικού κόλπου και της Κασπίας και τις υδάτινες αρτηρίες του Αντεν και του Ορμούζ, οι οποίες αποτελούν τις σημαντικότερες υδάτινες περιοχές που συνδέουν Ευρασία και Αφρική». Γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά, προσθέτει, «ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου».
Τώρα τι λέει να κάνουν οι Τούρκοι κατά όποιου επιχειρεί να ανατρέψει τη στρατηγική ανάδειξης της Τουρκίας σε υπερδύναμη; Ελεος, δεν υπάρχει: «Η Τουρκία πρέπει να είναι προετοιμασμένη, ώστε να απαντήσει με την απαιτούμενη σκληρότητα σε κάθε γεγονός που απειλεί τους στρατηγικούς της υπολογισμούς».
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ, Καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Το στρατηγικό βάθος»
Για το Αιγαίο
Φτάσαμε στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων!
Ο ζωτικός χώρος και το Αιγαίο. Το Αιγαίο αποτελεί το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά-Νότου.
(...) Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας. Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος. Το γεγονός ότι τα νησιά του Αιγαίου είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Μικράς Ασίας και το ότι ο πολιτικός διαχωρισμός που έχει προκύψει, σε αντίθεση με τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες, με τις διεθνείς συνθήκες έχει επικυρωθεί υπέρ της Ελλάδας παρέχουν το κατάλληλο έδαφος, για να αναφύονται διάφορα ζητήματα, όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, η ζώνη FIR, τα πεδία διοίκησης και ελέγχου και ο εξοπλισμός των νησιών. Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας.
...Στην περίπτωση που ισχύσει η εφαρμογή των 12 ν.μ., η Τουρκία στην πράξη δεν θα έχει πρόσβαση στο Αιγαίο χωρίς την άδεια της Ελλάδας. Σε αυτή την περίπτωση, ενώ το ποσοστό της ανοικτής θάλασσας θα υποχωρήσει στο 26% του Αιγαίου, η κυριαρχία της Ελλάδας θα ανέλθει στο 63,9%, το Αιγαίο θα γίνει μία κλειστή θάλασσα της Ελλάδας και το ποσοστό της Τουρκίας θα κυμαίνεται γύρω στο 10%.
Ο ρόλος της οικονομίας
Στην περίπτωση που η ελληνική θέση αποκτήσει ισχύ, η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία στρατηγική πολιορκία, αλλά θα επηρεαστεί απευθείας και στις οικονομικές της δραστηριότητες.
...Οι εντάσεις που υφίστανται στις σχέσεις με την Ελλάδα πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου στο πλαίσιο μιας γενικής θαλάσσιας στρατηγικής στο Αιγαίο, δεδομένου ότι η χώρα αυτή, θεωρώντας ως μη ικανοποιητικό το ισχύον καθεστώς που περιορίζει τον ζωτικό χώρο της Τουρκίας, ακολουθεί μία επεκτατική πολιτική. Και το σημαντικότερο μέσο, για να επιτευχθεί αυτό, είναι η απόκτηση από μέρους της Τουρκίας ενός ισχυρού εμπορικού στόλου που θα της επιτρέπει να χρησιμοποιεί με πιο δραστήριο τρόπο τα διεθνή ύδατα στο Αιγαίο. Η υπεροχή της Ελλάδας σε αυτό το θέμα πηγάζει όχι μόνο από το εύρος της περιοχής που κατέχει στο Αιγαίο αλλά και από την ικανότητα που διαθέτει στις θαλάσσιες μεταφορές.
...Η προσέγγιση του ζητήματος δεν πρέπει να γίνεται ωσάν να πρόκειται για μία οποιαδήποτε τυχαία βραχονησίδα. Η Τουρκία, εξαιτίας των προηγούμενων σοβαρών διπλωματικών παραλείψεων, έχει ήδη φτάσει στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων στο Αιγαίο.
Μετά από αυτό, κάθε συμβιβασμός που θα γίνει μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες που ενδέχεται να φθάσουν ακόμη και ως την εξαφάνιση του ζωτικού χώρου της Τουρκίας στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση του χώρου που κινείται στον άξονα Μεσόγειος-Εύξεινος Πόντος.
Για την Κύπρο
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης δεν θα μέναμε ποτέ αδιάφοροι
Στο πλαίσιο αυτό το Κυπριακό δεν είναι ούτε ένα συνηθισμένο τουρκοελληνικό εθνοτικό ζήτημα ούτε απλώς μια χρονίζουσα τουρκοελληνική ένταση. Η Τουρκία, που κατέχει μία θέση που επηρεάζεται άμεσα από όλες αυτές τις ισορροπίες, είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την επί του Κυπριακού πολιτική της έξω από το περιορισμένο πλαίσιο των τουρκοελληνικών σχέσεων. Το Κυπριακό μετατρέπεται με μία συνεχώς και αυξανόμενη ταχύτητα σε ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής-Βαλκανίων (Δυτικής Ασίας-Ανατολικής Ευρώπης). Η πολιτική επί του Κυπριακού πρέπει να τεθεί σε ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο, σύμφωνο προς το ήδη διαμορφωμένο νέο (διεθνές) στρατηγικό πλαίσιο.
Η σημασία του Κυπριακού από την οπτική της Τουρκίας μπορεί να μελετηθεί κατά βάση σε δύο κύριους άξονες.
Ο πρώτος προκύπτει από την ιστορική ευθύνη της Τουρκίας για την εμπέδωση της ασφάλειας της μουσουλμανικής τουρκικής κοινότητας της νήσου και είναι ένας άξονας που έχει κοινωνικό χαρακτήρα. Με τη μείωση των εδαφών του Οθωμανικού κράτους, πάντα μία από τις βασικές παραμέτρους της οθωμανοτουρκικής εξωτερικής πολιτικής υπήρξε η ασφάλεια και η συνέχεια των μουσουλμανικών στοιχείων που παρέμειναν στα εγκαταλειφθέντα εδάφη.
Το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός κύματος που θα ξεκινήσει από μία περιοχή λόγω ανικανότητας ή αδυναμίας της Τουρκίας και θα επεκταθεί σε άλλες καθιστά αναγκαία μια κατάσταση γενικότερης επιφυλακής και επαγρύπνησης.
Μια ενδεχόμενη αδυναμία, που θα μπορούσε να ανακύψει αναφορικά προς την ασφάλεια και την προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου, εμπεριέχει τον κίνδυνο να εξαπλωθεί κατά κύματα στη Δυτική Θράκη και στη Βουλγαρία - και ακόμη και στο Αζερμπαϊτζάν και στη Βοσνία.
Ο ζωτικός χώρος
Γι’ αυτόν τον λόγο η προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο από την άποψη της εν λόγω κοινότητας αλλά και από την άποψη του μέλλοντος των λοιπών κοινοτήτων, οι οποίες συνιστούν οθωμανικά κατάλοιπα.
Ο δεύτερος σημαντικός άξονας του Κυπριακού ζητήματος είναι η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική άποψη. Ο άξονας αυτός καθαυτός είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου.
Οπως τα Δωδεκάνησα, όπου δεν υπάρχει πλέον ένας επαρκής τουρκικός πληθυσμός, εξακολουθούν να διατηρούν τη σημασία τους για την Τουρκία και όπως οι ΗΠΑ, παρόλο που δεν έχουν καμία πληθυσμιακή προέκταση προς την Κούβα και τα υπόλοιπα νησιά της Καραϊβικής, ενδιαφέρονται άμεσα γι’ αυτά, έτσι και η Τουρκία είναι υποχρεωμένη από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα.
Για τα Δωδεκάνησα
Σφάλαμε και τα χάσαμε
Το 1944 οι Γερμανοί, που αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τα Δωδεκάνησα, πρότειναν στην τουρκική κυβέρνηση την κατάληψή τους.
Το γεγονός ότι η τουρκική κυβέρνηση της εποχής, προτιμώντας να λάβει τη σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας, τήρησε στο θέμα των νησιών εξαιτίας της αγγλικής άρνησης μία αδιάφορη στάση συνιστά τον σημαντικότερο κρίκο στην αλυσίδα παραλείψεων που στέρησε από την Τουρκία την έξοδό της στο Αιγαίο.
Αργότερα, στις συνομιλίες μεταξύ των Ιταλών και των συμμάχων που διεξήχθησαν στο Παρίσι το 1946, η κυβέρνηση, αποφασίζοντας ότι η χώρα δεν είχε δικαίωμα να λάβει μερίδιο από τη λεία του πολέμου (sic), διότι έμεινε εκτός από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέδραμε ολοφάνερα στην παράδοση των νησιών αυτών στην Ελλάδα.
... Το σημείο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εμπλοκής σε σύρραξη της Τουρκίας είναι τα νησιά του Αιγαίου, που στενεύουν σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό χώρο της (sic), και ο λόγος είναι τα ασυγχώρητα λάθη που έγιναν ως συνέπεια της ανυπαρξίας μίας συνεπούς θαλάσσιας στρατηγικής.
Η κρίση των Ιμίων, που έφερε στο προσκήνιο το θέμα της ελληνικής κυριαρχίας ακόμη και επί των βραχονησίδων που βρίσκονται μπροστά στα παράλιά μας, είναι το πικρό τιμολόγιο των συσσωρευμένων σφαλμάτων που έχουν διαπραχθεί.
Εκμετάλλευση μειονοτήτων
Δημιουργία άξονα Αλβανίας με Βοσνία
Η βάση της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι τα οθωμανικά κατάλοιπα, που είναι οι μουσουλμανικές κοινότητες. Σήμερα φαίνεται με ξεκάθαρο τρόπο το λάθος της πολιτικής εκκένωσης των Βαλκανίων με τη μετανάστευση αυτών των κοινοτήτων (στην Τουρκία), που κατά το παρελθόν θεωρήθηκαν ως άχθος της εξωτερικής πολιτικής. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία φαίνεται να διαθέτει σημαντικές δυνατότητες που της παρέχει η ιστορική συσσώρευση εμπειρίας, βασιζόμενη στην οθωμανική κληρονομιά στα Βαλκάνια. Πρωτίστως, στις δύο χώρες (Βοσνία και Αλβανία), όπου οι μουσουλμάνοι είναι πλειονότητα και θεωρούνται φυσικοί σύμμαχοι της Τουρκίας, εμφανίστηκε η βούληση να μετατραπεί αυτή η κοινή ιστορική συσσώρευση σε μία συμμαχία. Οι τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, στο Σαντζάκ (επαρχία της Σερβίας), στο Κόσοβο και στη Ρουμανία αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας.
Οι δύο σημαντικοί βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι η ισχυροποίηση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας και η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου που θα θέσει υπό την προστασία του τις εθνικές μειονότητες της περιοχής. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων. Η απόκτηση από την Τουρκία ενός τέτοιου δικαιώματος στα Βαλκάνια μπορεί να γίνει εφικτή, μόνο αν η χώρα υιοθετήσει μία δραστήρια και δυναμική βαλκανική πολιτική, η οποία θα λαμβάνει υπόψη συνεχώς τους πολιτισμικούς και ιστορικούς παράγοντες. Στην αντίθετη περίπτωση η Τουρκία όχι μόνο θα χάσει την επιρροή που ασκεί στα Βαλκάνια έναντι της Ελλάδας, η οποία μέσω του Πατριαρχείου του Φαναρίου (sic) που με τη μικρή ρωμαίικη (sic) μειονότητα επιδιώκει να αποκτήσει οικουμενικό χαρακτήρα, και της Ρωσίας, η οποία επιχειρεί να ασκήσει επιρροή στους ορθόδοξους Σλάβους στην περιοχή των Βαλκανίων και του Καυκάσου, αλλά θα μείνει και δίχως στήριγμα εν όψει ελληνικών και ρωσικών διεκδικήσεων στα Στενά.
Παναγιώτης Ήφαιστος
Η κυκλοφορία του βιβλίου του Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος (Εκδόσεις Ποιότητα 2010) είναι ένα μοναδικό πολιτικοστοχαστικό γεγονός. Αν λάβουμε υπόψη και τα συντρέχοντα οικονομικά προβλήματα, προσφέρεται για μια αφύπνιση και ριζοσπαστική ανασύνταξη των πνευματικών, πολιτικών και διπλωματικών επιλογών των Eλλήνων.
Η ελληνική πολιτική σκέψη των δύο τελευταίων δεκαετιών έχει υποστεί πολλές στρεβλώσεις. Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις κυριάρχησαν απίστευτα λανθασμένες αντιλήψεις για την πολιτική Ερντογάν, του οποίου διπλωματικός μέντορας εξ αρχής ήταν ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου. Τα πάντα ισοπεδώθηκαν και όλα υποβιβάστηκαν σε απλουστευτικές και ευθύγραμμες υποθέσεις για το μέλλον των σχέσεων Ελλάδας - Τουρκίας.
Το μέσον ήταν παρωχημένες φιλελεύθερες προπαγανδιστικές θέσεις που υποβλήθηκαν μέσα από χιλιάδες κείμενα στην ελληνική κοινωνία: «δημοκρατίες που δήθεν δεν πολεμούν», «εξευρωπαϊσμούς που δήθεν θα εξημέρωναν τους Τούρκους», «φιλίες και οικονομική αλληλεξάρτηση που δήθεν θα φέρουν την ειρήνη» και «λαοί που δήθεν τίποτα δεν τους χωρίζει». Κλασικές συνταγές όλα αυτά που μεθοδευμένα οδηγούν τον αδύναμο-αμυνόμενο είτε σε πόλεμο είτε σε εθελούσια συρρίκνωση.
Οποιος διαβάσει το Στρατηγικό βάθος, θα καταλάβει δύο κύριες πτυχές της συγκαιρινής τουρκικής στρατηγικής. Πρώτον, ότι η κοσμοθεωρία και ο στρατηγικός σχεδιασμός των Τούρκων ηγετών όχι μόνο δεν είναι αβάσιμος, αλλά επιπλέον έχει πιάσει τον σφυγμό των διεθνών εξελίξεων.
Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο παλιός μοντερνιστικός κόσμος παρακμάζει και ότι ο κόσμος των εθνών γεννιέται. Δεύτερον, ότι η εκπλήρωση των σκοπών της νεο-οθωμανικής στρατηγικής και κοσμοθεωρίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Για λόγους που αφορούν την εσωτερική πολιτική ζωή, το κουρδικό και αστάθμητους διεθνοπολιτικούς παράγοντες, είναι μια ριψοκίνδυνη σχοινοβασία.
Δύσβατος, λοιπόν, ο δρόμος των Νεο-οθωμανών, αλλά ο τροχός των ιστορικών εξελίξεων έχει πολλά γυρίσματα, πολλά απρόσμενα και απρόβλεπτα.
Σε κάθε περίπτωση, η στρατηγική Νταβούτογλου είναι ένα μεγάλο τουρκικό στοίχημα. Επιχειρεί να αντλήσει δυνάμεις, ενώνοντας πολλά ταυτόχρονα νήματα.
Η θεμελιώδης προσέγγιση αφορά την πνευματική ανασύνταξη που θα προσαρμόσει την τουρκική πολιτεία στον κυρίαρχο ισλαμικό χαρακτήρα του κοινωνικού της υπόβαθρου.
Το πλεονέκτημα του '74
Το ανθρωπολογικό ζήτημα, στη συνέχεια, επιχειρεί να το αναγάγει σε κοσμοσυστημικό έρεισμα με το να ενώσει τα νήματα όλων των συγγενειών σε όλο το ιστορικό και γεωγραφικό βάθος. Ανατολικά και δυτικά της Τουρκίας. Ανατολικά επιχειρεί, βασικά, να σταθεροποιήσει ένα πλέγμα συμμαχιών με το πλέγμα κοινωνιών και κρατών που μέχρι πρότινος βρίσκονταν κάτω από τον δυτικό αποικιοκρατικό ζυγό και που σήμερα αναζητούν κοσμοθεωρητικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς.
Στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο απερίφραστα περιγράφει τον τρόπο που τα «κατάλοιπα των Οθωμανών» στις διάφορες χώρες θα αποτελέσουν την αφορμή για ριζικές ανακατατάξεις που τίποτα δεν αποκλείουν. Ενώ φιλοσοφικά «κλαίει και οδύρεται» για τα λάθη του παρελθόντος που περιόρισαν την Τουρκία στο Αιγαίο, προσδιορίζει συγκεκριμένες μεθοδεύσεις επικυριαρχίας και εκτοπισμού της Ελλάδας. Σε αυτές συμπεριλαμβάνει και τον οικονομικό τομέα.
Στην Κύπρο, βασικά, λέει ότι με όχημα το πλεονέκτημα του 1974 πρέπει να την ελέγξει πλήρως. Είναι ρητός και σαφής: Οπως το θέτει ο Τούρκος ΥΠΕΞ, η Κύπρος «είναι μια σταθερή βάση και αεροπλανοφόρο που είναι σε θέση να ελέγχει τις περιοχές του Περσικού κόλπου και της Κασπίας και τις υδάτινες αρτηρίες του Αντεν και του Ορμούζ, οι οποίες αποτελούν τις σημαντικότερες υδάτινες περιοχές που συνδέουν Ευρασία και Αφρική». Γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά, προσθέτει, «ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου».
Τώρα τι λέει να κάνουν οι Τούρκοι κατά όποιου επιχειρεί να ανατρέψει τη στρατηγική ανάδειξης της Τουρκίας σε υπερδύναμη; Ελεος, δεν υπάρχει: «Η Τουρκία πρέπει να είναι προετοιμασμένη, ώστε να απαντήσει με την απαιτούμενη σκληρότητα σε κάθε γεγονός που απειλεί τους στρατηγικούς της υπολογισμούς».
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ, Καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Το στρατηγικό βάθος»
Για το Αιγαίο
Φτάσαμε στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων!
Ο ζωτικός χώρος και το Αιγαίο. Το Αιγαίο αποτελεί το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά-Νότου.
(...) Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας. Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος. Το γεγονός ότι τα νησιά του Αιγαίου είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Μικράς Ασίας και το ότι ο πολιτικός διαχωρισμός που έχει προκύψει, σε αντίθεση με τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες, με τις διεθνείς συνθήκες έχει επικυρωθεί υπέρ της Ελλάδας παρέχουν το κατάλληλο έδαφος, για να αναφύονται διάφορα ζητήματα, όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, η ζώνη FIR, τα πεδία διοίκησης και ελέγχου και ο εξοπλισμός των νησιών. Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας.
...Στην περίπτωση που ισχύσει η εφαρμογή των 12 ν.μ., η Τουρκία στην πράξη δεν θα έχει πρόσβαση στο Αιγαίο χωρίς την άδεια της Ελλάδας. Σε αυτή την περίπτωση, ενώ το ποσοστό της ανοικτής θάλασσας θα υποχωρήσει στο 26% του Αιγαίου, η κυριαρχία της Ελλάδας θα ανέλθει στο 63,9%, το Αιγαίο θα γίνει μία κλειστή θάλασσα της Ελλάδας και το ποσοστό της Τουρκίας θα κυμαίνεται γύρω στο 10%.
Ο ρόλος της οικονομίας
Στην περίπτωση που η ελληνική θέση αποκτήσει ισχύ, η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία στρατηγική πολιορκία, αλλά θα επηρεαστεί απευθείας και στις οικονομικές της δραστηριότητες.
...Οι εντάσεις που υφίστανται στις σχέσεις με την Ελλάδα πρέπει να αξιολογηθούν εκ νέου στο πλαίσιο μιας γενικής θαλάσσιας στρατηγικής στο Αιγαίο, δεδομένου ότι η χώρα αυτή, θεωρώντας ως μη ικανοποιητικό το ισχύον καθεστώς που περιορίζει τον ζωτικό χώρο της Τουρκίας, ακολουθεί μία επεκτατική πολιτική. Και το σημαντικότερο μέσο, για να επιτευχθεί αυτό, είναι η απόκτηση από μέρους της Τουρκίας ενός ισχυρού εμπορικού στόλου που θα της επιτρέπει να χρησιμοποιεί με πιο δραστήριο τρόπο τα διεθνή ύδατα στο Αιγαίο. Η υπεροχή της Ελλάδας σε αυτό το θέμα πηγάζει όχι μόνο από το εύρος της περιοχής που κατέχει στο Αιγαίο αλλά και από την ικανότητα που διαθέτει στις θαλάσσιες μεταφορές.
...Η προσέγγιση του ζητήματος δεν πρέπει να γίνεται ωσάν να πρόκειται για μία οποιαδήποτε τυχαία βραχονησίδα. Η Τουρκία, εξαιτίας των προηγούμενων σοβαρών διπλωματικών παραλείψεων, έχει ήδη φτάσει στο ύστατο σημείο υποχωρήσεων στο Αιγαίο.
Μετά από αυτό, κάθε συμβιβασμός που θα γίνει μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες που ενδέχεται να φθάσουν ακόμη και ως την εξαφάνιση του ζωτικού χώρου της Τουρκίας στο Αιγαίο και κατ’ επέκταση του χώρου που κινείται στον άξονα Μεσόγειος-Εύξεινος Πόντος.
Για την Κύπρο
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης δεν θα μέναμε ποτέ αδιάφοροι
Στο πλαίσιο αυτό το Κυπριακό δεν είναι ούτε ένα συνηθισμένο τουρκοελληνικό εθνοτικό ζήτημα ούτε απλώς μια χρονίζουσα τουρκοελληνική ένταση. Η Τουρκία, που κατέχει μία θέση που επηρεάζεται άμεσα από όλες αυτές τις ισορροπίες, είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την επί του Κυπριακού πολιτική της έξω από το περιορισμένο πλαίσιο των τουρκοελληνικών σχέσεων. Το Κυπριακό μετατρέπεται με μία συνεχώς και αυξανόμενη ταχύτητα σε ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής-Βαλκανίων (Δυτικής Ασίας-Ανατολικής Ευρώπης). Η πολιτική επί του Κυπριακού πρέπει να τεθεί σε ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο, σύμφωνο προς το ήδη διαμορφωμένο νέο (διεθνές) στρατηγικό πλαίσιο.
Η σημασία του Κυπριακού από την οπτική της Τουρκίας μπορεί να μελετηθεί κατά βάση σε δύο κύριους άξονες.
Ο πρώτος προκύπτει από την ιστορική ευθύνη της Τουρκίας για την εμπέδωση της ασφάλειας της μουσουλμανικής τουρκικής κοινότητας της νήσου και είναι ένας άξονας που έχει κοινωνικό χαρακτήρα. Με τη μείωση των εδαφών του Οθωμανικού κράτους, πάντα μία από τις βασικές παραμέτρους της οθωμανοτουρκικής εξωτερικής πολιτικής υπήρξε η ασφάλεια και η συνέχεια των μουσουλμανικών στοιχείων που παρέμειναν στα εγκαταλειφθέντα εδάφη.
Το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός κύματος που θα ξεκινήσει από μία περιοχή λόγω ανικανότητας ή αδυναμίας της Τουρκίας και θα επεκταθεί σε άλλες καθιστά αναγκαία μια κατάσταση γενικότερης επιφυλακής και επαγρύπνησης.
Μια ενδεχόμενη αδυναμία, που θα μπορούσε να ανακύψει αναφορικά προς την ασφάλεια και την προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου, εμπεριέχει τον κίνδυνο να εξαπλωθεί κατά κύματα στη Δυτική Θράκη και στη Βουλγαρία - και ακόμη και στο Αζερμπαϊτζάν και στη Βοσνία.
Ο ζωτικός χώρος
Γι’ αυτόν τον λόγο η προστασία της τουρκικής κοινότητας της Κύπρου έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο από την άποψη της εν λόγω κοινότητας αλλά και από την άποψη του μέλλοντος των λοιπών κοινοτήτων, οι οποίες συνιστούν οθωμανικά κατάλοιπα.
Ο δεύτερος σημαντικός άξονας του Κυπριακού ζητήματος είναι η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική άποψη. Ο άξονας αυτός καθαυτός είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου.
Οπως τα Δωδεκάνησα, όπου δεν υπάρχει πλέον ένας επαρκής τουρκικός πληθυσμός, εξακολουθούν να διατηρούν τη σημασία τους για την Τουρκία και όπως οι ΗΠΑ, παρόλο που δεν έχουν καμία πληθυσμιακή προέκταση προς την Κούβα και τα υπόλοιπα νησιά της Καραϊβικής, ενδιαφέρονται άμεσα γι’ αυτά, έτσι και η Τουρκία είναι υποχρεωμένη από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα.
Για τα Δωδεκάνησα
Σφάλαμε και τα χάσαμε
Το 1944 οι Γερμανοί, που αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τα Δωδεκάνησα, πρότειναν στην τουρκική κυβέρνηση την κατάληψή τους.
Το γεγονός ότι η τουρκική κυβέρνηση της εποχής, προτιμώντας να λάβει τη σύμφωνη γνώμη της Αγγλίας, τήρησε στο θέμα των νησιών εξαιτίας της αγγλικής άρνησης μία αδιάφορη στάση συνιστά τον σημαντικότερο κρίκο στην αλυσίδα παραλείψεων που στέρησε από την Τουρκία την έξοδό της στο Αιγαίο.
Αργότερα, στις συνομιλίες μεταξύ των Ιταλών και των συμμάχων που διεξήχθησαν στο Παρίσι το 1946, η κυβέρνηση, αποφασίζοντας ότι η χώρα δεν είχε δικαίωμα να λάβει μερίδιο από τη λεία του πολέμου (sic), διότι έμεινε εκτός από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνέδραμε ολοφάνερα στην παράδοση των νησιών αυτών στην Ελλάδα.
... Το σημείο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εμπλοκής σε σύρραξη της Τουρκίας είναι τα νησιά του Αιγαίου, που στενεύουν σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό χώρο της (sic), και ο λόγος είναι τα ασυγχώρητα λάθη που έγιναν ως συνέπεια της ανυπαρξίας μίας συνεπούς θαλάσσιας στρατηγικής.
Η κρίση των Ιμίων, που έφερε στο προσκήνιο το θέμα της ελληνικής κυριαρχίας ακόμη και επί των βραχονησίδων που βρίσκονται μπροστά στα παράλιά μας, είναι το πικρό τιμολόγιο των συσσωρευμένων σφαλμάτων που έχουν διαπραχθεί.
Εκμετάλλευση μειονοτήτων
Δημιουργία άξονα Αλβανίας με Βοσνία
Η βάση της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι τα οθωμανικά κατάλοιπα, που είναι οι μουσουλμανικές κοινότητες. Σήμερα φαίνεται με ξεκάθαρο τρόπο το λάθος της πολιτικής εκκένωσης των Βαλκανίων με τη μετανάστευση αυτών των κοινοτήτων (στην Τουρκία), που κατά το παρελθόν θεωρήθηκαν ως άχθος της εξωτερικής πολιτικής. Αυτή τη στιγμή η Τουρκία φαίνεται να διαθέτει σημαντικές δυνατότητες που της παρέχει η ιστορική συσσώρευση εμπειρίας, βασιζόμενη στην οθωμανική κληρονομιά στα Βαλκάνια. Πρωτίστως, στις δύο χώρες (Βοσνία και Αλβανία), όπου οι μουσουλμάνοι είναι πλειονότητα και θεωρούνται φυσικοί σύμμαχοι της Τουρκίας, εμφανίστηκε η βούληση να μετατραπεί αυτή η κοινή ιστορική συσσώρευση σε μία συμμαχία. Οι τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, στο Σαντζάκ (επαρχία της Σερβίας), στο Κόσοβο και στη Ρουμανία αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας.
Οι δύο σημαντικοί βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι στόχοι της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι η ισχυροποίηση της Βοσνίας και της Αλβανίας μέσα σε ένα πλαίσιο σταθερότητας και η δημιουργία ενός διεθνούς νομικού πλαισίου που θα θέσει υπό την προστασία του τις εθνικές μειονότητες της περιοχής. Στο νομικό αυτό πλαίσιο η Τουρκία πρέπει να επιδιώκει συνεχώς την εξασφάλιση εγγυήσεων που θα της παρέχουν το δικαίωμα παρέμβασης στα ζητήματα που αφορούν τις μουσουλμανικές μειονότητες των Βαλκανίων. Η απόκτηση από την Τουρκία ενός τέτοιου δικαιώματος στα Βαλκάνια μπορεί να γίνει εφικτή, μόνο αν η χώρα υιοθετήσει μία δραστήρια και δυναμική βαλκανική πολιτική, η οποία θα λαμβάνει υπόψη συνεχώς τους πολιτισμικούς και ιστορικούς παράγοντες. Στην αντίθετη περίπτωση η Τουρκία όχι μόνο θα χάσει την επιρροή που ασκεί στα Βαλκάνια έναντι της Ελλάδας, η οποία μέσω του Πατριαρχείου του Φαναρίου (sic) που με τη μικρή ρωμαίικη (sic) μειονότητα επιδιώκει να αποκτήσει οικουμενικό χαρακτήρα, και της Ρωσίας, η οποία επιχειρεί να ασκήσει επιρροή στους ορθόδοξους Σλάβους στην περιοχή των Βαλκανίων και του Καυκάσου, αλλά θα μείνει και δίχως στήριγμα εν όψει ελληνικών και ρωσικών διεκδικήσεων στα Στενά.
Αναδημοσίευση από το Έθνος
Το αλίευσα ΕΔΩ