Εχίνος, Σμίνθη, Μύκη, Κένταυρος, Σάτρες, Τέμενος, Θέρμες, Μέδουσα, Γλαύκη, Μελίβοια, Κοτύλη. Ολα μαζί με μια λέξη… «Πομακοχώρια».
Πηγαίνοντας από την Ξάνθη προς τα χωριά των Πομάκων κάνεις θαρρείς ένα παράλληλο ταξίδι μέσα στο χρόνο -γύρω στα 1960- με κάποιες… αναπνοές από το σήμερα. Τζαμιά με αστραφτερούς μιναρέδες δεσπόζουν σε κάθε χωριό, τα στενάκια είναι ακόμα χωματόδρομοι, οι γυναίκες φορούν μαντίλες και μακριά σκούρα φορέματα, τα κορίτσια μαντίλες και αθλητικές φόρμες ή μπλου τζιν παντελόνια. Οι ηλικιωμένοι κάθονται ήσυχοι στον καφενέ με κομπολόι και καφέ ή τσίπουρο, τα γαϊδουράκια στέκουν στις αυλές ή βοηθούν στο κουβάλημα, οι αγελάδες μασουλάνε πρασινάδα στη μέση σχεδόν της πλατείας και στα μπαλκόνια είναι τοποθετημένα δορυφορικά πιάτα με το «βλέμμα» στην Ανατολή.
Οι Πομάκοι είναι γνήσιοι ακρίτες. Σλαβόφωνοι Ελληνες που εξισλαμίστηκαν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κι έκτοτε κουβαλούν μια βαριά, πολυποίκιλη κληρονομιά, η οποία, κατά καιρούς, τους στοίχισε πολύ. Η ζωή τους ήταν για χρόνια σε γεωγραφικά, πολιτικο-κοινωνικά και θρησκευτικά μεταίχμια. Κι όσο κάποιοι από μας τούς φωνάζαμε απαξιωτικά «Τούρκους»… οι γείτονες τους αποκάλεσαν «καρντάσια».
Κι αν οι Πομάκοι ένιωθαν τα χωριά τους για χρόνια περιθωριοποιημένα από το ελληνικό κράτος, το μερίδιο ευθύνης τους… μικρό. Μόλις το 1996 καταργήθηκε για πρώτη φορά ο εντός συνόρων συνοριακός έλεγχος που είχε επιβληθεί εκεί. Η περιβόητη «μπάρα» όπου επιδείκνυε κανείς ταυτότητες και ειδικές άδειες στην Αστυνομική Διεύθυνση Ξάνθης όταν ήθελε να πάει στα Πομακοχώρια. Στο ίδιο συναίσθημα αποξένωσης οδήγησαν ακόμα και οι ελλιπείς υποδομές.
«Να γράψετε να μας φτιάξουν το δρόμο», μας έλεγε παρακλητικά ο Τζεμίλ Χαλήλογλου ο οποίος κάποια στιγμή μαζί με τη σύζυγό του Μουσκέν αποφάσισαν να ανοίξουν ένα ταβερνάκι στο πατρικό του σπίτι, στον παραδοσιακό οικισμό της Κοττάνης. Πέντε χιλιόμετρα χωματόδρομος μακριά από το… σύγχρονο πολιτισμό και κοντά σε έναν άλλο… ουσιαστικότερο!
Φτάνοντας στην αυλή, τους βρήκαμε να φροντίζουν ένα γεμάτο μποστάνι. Απο εκεί έκοψαν τη σαλάτα μας. Δικό τους και το καλαμποκάλευρο της πίτας, από τη στάνη τους το κρέας και το γιαούρτι. Ενας νερόμυλος γυρίζει τη σούβλα. Αυτός είναι όλος τους ο πλούτος. Ενα σπίτι με ρίζες. Αυτόνομο. Με θέα μια βαθιά χαράδρα κι ένα γάργαρο ποτάμι.
Κι αν ο κ. Τζεμίλ χαίρεται που ζει εκεί… κάτι λείπει: «Να γράψετε να μας φτιάξουν το δρόμο, να μην ερημώσουν τα χωριά μας», επαναλαμβάνει.
«Ανοίξαμε αυτό το ταβερνάκι και ο κόσμος που έρχεται βλέπει ότι υπάρχει και η άλλη Ελλάδα», μας λέει. «Απο αγάπη στο χωριό μου έβαλα ένα στόχο να του φέρνω επισκέπτες. Απο σεβασμό στους προγόνους μου διατήρησα το πατρικό μου σπίτι. Θυμάμαι πως το έφτιαξαν με τα χέρια τους, με κόπο, από χώμα και πέτρα, και το άσπρισαν με ασβέστη. Μετά από τη δική απόφαση βλέπεις άρχισαν άλλοι νέοι να συντηρούν κι αυτοί τα πατρικά τους σαν εξοχικά.
Στα Πομακοχώρια πρέπει να υπάρχουν πάνω από 25.000 ψυχές, μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα.
Εγώ γεννήθηκα σ’ αυτό το σπίτι. Ο παππούς και ο μπαμπάς μου ασχολούταν με τα καπνά και τα ζώα για το κρέας και το γάλα του σπιτιού. Σχολείο πηγαίναμε στο διπλανό χωριό και είχαμε δύο δασκάλους έναν μουσουλμάνο κι έναν χριστιανό. Μαθαίναμε τούρκικα και ελληνικά. Απο τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Αυτό ίσχυε από πολύ παλιά και ισχύει και σήμερα. Τα βιβλία δεν γνωρίζω από πού έρχονται αλλά είναι δωρεάν. Εντάξει, στο σπίτι με τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας μιλούσαμε πομάκικα. Ετσι είναι η παράδοση και έτσι προχωράμε. Στα βιβλία δεν διδαχτήκαμε ποτέ πομάκικα. Ούτε να τα γράφουμε γνωρίζουμε. Τώρα τελευταία βγήκε ένα βιβλίο. Τόσα χρόνια τίποτα».
Αναλογιζόμενος όσα βίωσαν οι τοπικές κοινωνίες στο πέρασμα των ετών ο κ. Τζεμίλ παρατηρεί: «Τώρα τα πράγματα είναι ήρεμα… Παλιά δεν υπήρχε καμία σχέση. Δρόμος δεν υπήρχε, ήταν χώμα και λάσπη. Πήγαινε μέχρι τα μισά. Ρεύμα δεν είχαμε… Οι χριστιανοί μας φώναζαν Τούρκους. Το κράτος μας είχε απομονωμένους με ειδικές μπάρες που ήταν τοποθετημένες σε δύο σημεία (στο 8ο χλμ. και στη Γλαύκη – Πάχνη).
Εμείς, οι μόνιμοι κάτοικοι, είχαμε κάτι λευκές ταυτότητες που τις δείχναμε για να περάσουμε, οι δε επισκέπτες έπρεπε να βγάλουν ειδική άδεια για να έρθουν στα Πομακοχώρια. Αυτές οι μπάρες ξηλώθηκαν επί υπουργίας Αρσένη».
Οι εδώ κοινωνίες ποτέ δεν το ξέχασαν αυτό. Ενιωσαν, θαρρείς, ότι ελευθερώθηκαν. «Με τις εκλογές δεν είχαμε προβλήματα», ξεκαθαρίζει ο κ. Τζεμίλ. «Είχαμε πάντα δικαίωμα ψήφου, και τώρα ψηφίζει κανείς όποιον θέλει. Εγώ έχω τους μισούς μου φίλους χριστιανούς, απλώς ο κόσμος νιώθει ότι αντιπροσωπεύεται καλύτερα στη Βουλή από έναν βουλευτή μουσουλμάνο. Σκέφτεται: τόσα χρόνια τα προβλήματα δεν λύνονται, μήπως τώρα γίνει κάτι; Ωστόσο, προβλήματα υποδομής υπάρχουν ακόμα πολλά»…
«Βλέπετε τώρα, για να έρθετε ώς εδώ περάσατε 5 χλμ. χωματόδρομο. Οι λακκούβες άπειρες… Εκεί που πηγαίνεις, το μετανιώνεις και θες να γυρίσεις πίσω. Ακούς σχόλια: Ελλάδα είναι εδώ; Αν το κράτος δεν σκύψει να ακούσει τα βάσανά μας, να μας απλώσει το χέρι… πώς θα ανέβουμε ψηλότερα; Η Κοττάνη αποτελεί πλέον παραδοσιακό οικισμό. Ο νομάρχης Ξάνθης, κ. Γιώργος Παυλίδης, έχει κάνει κάποια έργα συντήρησης, έχει πλακοστρώσει… Τουλάχιστον γλιτώσαμε τη λάσπη.
Ο πρώην υπουργός, ο κ. Κοντός, έχει έρθει αρκετές φορές… Κάνοντας έναν απολογισμό βλέπεις ότι η κατάσταση καλυτερεύει, όμως όλα πάνε αργά». Στο πέρασμα των ετών σφυρηλατήθηκε ποικιλοτρόπως μια αγαστή σχέση με τους εξ Ανατολών γείτονες. «Παλιά, επειδή δεν μας έδιναν συμβόλαια για να αγοράσουμε γη, εκείνος που είχε οικονομίες από τα καπνά προσπαθούσε να επενδύσει σε γη και αγόραζε στην Τουρκία. Επειτα παντρευόταν η κόρη του, πήγαινε εκεί και ως αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθούν συγγενικοί δεσμοί με το γειτονικό τόπο. Εδώ δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει πάει μια φορά στην Τουρκία. Νιώθουν οικεία εκεί οι Πομάκοι κυρίως γιατί η κοινωνία είναι του ίδιου θρησκεύματος»…
Εξομολόγηση εκ βαθέων απλών ανθρώπων, που αποκαλύπτει την κοντόφθαλμη σκέψη κάποιων δικών μας ανεγκέφαλων που ρίξανε τους Πομάκους στην αγκαλιά των Τούρκων…«Επίσης, τώρα που άνοιξαν τα σύνορα εδώ στη Βουλγαρία νιώθω άνετα πηγαίνοντας εκεί γιατί ξέρω τη γλώσσα. Τα πομάκικα βλέπετε είναι σλαβικής καταγωγής», συμπληρώνει. Ως μουσουλμάνοι που είναι οι Πομάκοι εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, όμως ο αγώνας για τον επιούσιο και η επέλαση των σύγχρονων προτύπων δεν αφήνουν ανεπηρέαστους τους πιστούς και τα έθιμά τους.
«Προσωπικά προσπαθώ να πηγαίνω στο τζαμί κάθε Παρασκευή. Είναι και η δουλειά μου τέτοια που δεν προλαβαίνω… Ο καθένας ό,τι μπορεί, κανείς δεν σου κάνει κουμάντο. Δεν μας λένε γιατί μιλάτε ελληνικά και δεν μιλάτε τουρκικά… αφού ξέρουν ότι για να ζήσεις στην Ελλάδα πρέπει να μιλάς ελληνικά. Τα παιδιά που σπουδάζουν, πιο πολύ προτιμούν τα αγγλικά… παρά κάτι άλλο. Η κόρη μου ζει έξω και δεν φοράει μαντίλα. Και η γυναίκα μου όταν δουλεύαμε στη Ξάνθη δεν φορούσε μαντίλα, αλλά εδώ που ήρθαμε στα χωριά, από σεβασμό στους μεγαλύτερους, τη φοράει. Ο Χότζας δεν παρεμβαίνει στη ζωή μας. Απλώς, εκεί που πηγαίνουμε, μας λέει προσέχετε να μην μπλέξετε με τα ναρκωτικά και άλλα τέτοια. Οσο για τους νέους, αυτοί τραβούν το δρόμο τους με πυξίδα την αγορά εργασίας…
Πιο πολύ τα παιδιά εδώ φεύγουν για Γερμανία. Δουλεύει πολύς κόσμος στα ναυπηγεία και στα μεταλλεία. Ο γιος μου απολύθηκε προ ημερών από το Στρατό, έχει τελειώσει Γυμναστική Ακαδημία αλλά είναι άνεργος. Η κόρη μου είναι αισθητικός και ζει στο Λονδίνο».
ΚΑΤΑΓΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΥΛΗ.
Οι Πομάκοι κατοικούν στη Θράκη στον ορεινό όγκο της Ροδόπης εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η οροσειρά Ροδόπη βρίσκεται στο μεγαλύτερο μέρος της μέσα στη Βουλγαρία και οι περισσότεροι Πομάκοι ζουν εκεί ενώ η πλειοψηφία τους στην Ελλάδα βρίσκεται στο Νομό Ξάνθης. Ο πληθυσμός των Πομάκων υπολογίζεται γύρω στις 350.000.Από αυτούς όμως μόνο οι 35.000 κατοικούν στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι βρίσκονται στη Βουλγαρία. Εχουν θρησκεία Μωαμεθανική και ασχολούνται κυρίως με την καπνοκαλλιέργεια, την κτηνοτροφία και τη δασική εκμετάλλευση.
Αγαπούν πολύ τον τόπο τους και διατηρούν πιστά τα πατροπαράδοτα έθιμά τους.
Εχει αποδειχθεί πως οι Πομάκοι είναι Ελληνες και κατάγονται από την αρχαία ελληνική φυλή των Αγριάνων. Οι Αγριάνες ήσαν μία πασίγνωστη Θρακική φυλή που διέμενε στα άγονα και ορεινά του όρους Σκομίου και στη Βορειοδυτική Ροδόπη. Οι Ροδοπαίοι (Αγριάνες, Αχριάνες, Πομάκοι) ήταν χριστιανοί. Η περιοχή της Ροδόπης κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς στην περίοδο 1365-1368. Ως τότε οι Πομάκοι ήταν χριστιανοί κι έμειναν τέτοιοι μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα. Βέβαια ορισμένοι απ’ αυτούς αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση ασπάστηκαν το Μουσουλμανισμό.
Η γλώσσα των Πομάκων είναι ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα, δημιούργημα της συγχώνευσης γλωσσικών στοιχείων της σλαβικής, της ελληνικής και της τουρκικής γλώσσας. Οι ελληνικές λέξεις βρίσκονται στη βάση, στα θεμέλια της πομακικής γλώσσας έχοντας προσαρμοστεί στη γραμματική της Πομακικής γλώσσας. Είναι απομεινάρια της αρχαίας και της βυζαντινής ελληνικής πριν δεχτούν τις γλωσσικές επιδράσεις των Σλαβοβουλγάρων.
Το 1919 διενεργήθηκε στον Εχίνο δημοψήφισμα, με το οποίο οι Πομάκοι ζήτησαν να ενωθεί η περιοχή τους με την Ελλάδα. Το 1923 υπογράφηκε στη Λοζάννη η Σύμβαση περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, από την οποία εξαιρέθηκαν όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Για τους μουσουλμάνους που απέμειναν στη Θράκη, η Συνθήκη της Λοζάννης προέβλεπε σχολική εκπαίδευση στη μητρική τους γλώσσα, κάτι που στην πράξη δεν εφαρμόστηκε για τους Πομάκους και τους Ρομά και ίσχυσε μόνο για τους τουρκόφωνους.
Στα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι Πομάκοι υπέστησαν πολλές θρησκευτικές βιαιότητες. Το 1946, όταν πραγματοποιούνταν το Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων, ο Χαμδή Χουσεΐν Φεχμή Μπέης, πρώην βουλευτής Ροδόπης, και ο Χακή Σουλεϊμάν Μπέης ζήτησαν με υπόμνημα την ενσωμάτωση όλων των Πομάκων της Ροδόπης στην Ελλάδα.
Το 1936 η μεταξική δικτατορία δημιούργησε τις Επιτηρούμενες Ζώνες, από την ορεινή Θράκη ώς την Ηπειρο. Οι κύριες περιοχές κατοικίας των Πομάκων έγιναν απαγορευμένες και ελεγχόμενες με μπάρες. Για την είσοδο στις περιοχές αυτές χρειαζόταν ειδική άδεια εισόδου από την Αστυνομία. Οι Επιτηρούμενες Ζώνες ατόνησαν, για να καταργηθούν από τον υπουργό Εθνικής Αμυνας Γεράσιμο Αρσένη στις 17/11/1995.
Ακόμα περιμένει απάντηση ο κ. Εμφιετζόγλου.
Ο πρόεδρος της Εταιρείας «Μηχανική Α.Ε.», Πρόδρομος Εμφιετζόγλου, δρα στα Πομακοχώρια της Ξάνθης εδώ και χρόνια. Η προσφορά του είναι πολυποίκιλη, πολυδιάστατη και κυρίως κοινωνική. Εγραψε τη γλώσσα τους. Τύπωσε σε κασέτες τα τραγούδια τους. Εφτιαξε γέφυρες και δρόμους. Ενίσχυσε τα σχολεία τους. Βοήθησε εκατοντάδες άπορες οικογένειες, παιδιά, φοιτητές, στρατιώτες. Εφτιαξε γήπεδο στον Κένταυρο.
Το 1996 εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Αίγειρος» της Θεσσαλονίκης, με τη χορηγία και την ηθική συμπαράσταση του Πρ. Εμφιετζόγλου, το τρίτομο έργο για την πομακική γλώσσα που εκπονήθηκε υπό την εποπτεία και την ενεργό συμμετοχή του δασκάλου Πέτρου Θεοχαρίδη. Το έργο περιλαμβάνει ελληνο-πομακικό και πομακο-ελληνικό λεξικό και γραμματική της πομακικής γλώσσας.
Στις 24 Απριλίου 2007 ο Πρόδρομος Εμφιετζόγλου πρότεινε την ίδρυση έδρας Πομακικής Γλώσσας και Πολιτισμού στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης… μάταια όμως. Με επιστολή του προς τη Σύγκλητο του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου πρότεινε την ίδρυση της εν λόγω έδρας, η οποία θα έχει σκοπό τη μελέτη και επιστημονική καταγραφή της Πομακικής γλώσσας, της ιστορίας, των ηθών, και εθίμων των Πομάκων.
Το δικαίωμα των Πομακοπαίδων να διδάσκονται τη μητρική τους γλώσσα είναι υποχρέωση της ελληνικής Πολιτείας και πηγάζει τόσο από τη Συνθήκη της Λοζάννης όσο και από τις επιταγές των σύγχρονων ευρωπαϊκών αρχών. Στην εν λόγω επιστολή, η οποία κοινοποιήθηκε στον τότε πρωθυπουργό και στην υπουργό Παιδείας, ο κ. Εμφιετζόγλου δήλωσε ότι αναλαμβάνει τις λειτουργικές δαπάνες της εν λόγω έδρας για δέκα χρόνια.
Καμιά απάντηση, ωστόσο, δεν βγήκε ακόμα από επίσημα χείλη. Κάντε ησυχία, η Ελλάδα κοιμάται…ΠΗΓΗ