- Γέροντα, χθες είπατε ότι άλλο είναι ή υπομονή και άλλο ή ανοχή. Τί εννοούσατε;
- Υπομονή
δέν είναι το νά ανέχομαι τόν άλλον. Όταν λέω ότι ανέχομαι τόν άλλον,
είναι σάν νά λέω: Ό άλλος είναι χάλια, εγώ είμαι καλά, και
τόν ανέχομαι.
Ή πραγματική υπομονή είναι νά αισθάνομαι ενοχή γιά τήν κατάσταση του και νά τόν πονάω.
Αυτό έχει πολλή ταπείνωση και αγάπη, και τότε δέχομαι τήν Χάρη του Θεού και βοηθιέται και ό άλλος.
Άν δω, ας
υποθέσουμε, κάποιον κουτσό ή κουφό ή ναρκομανή, πρέπει νά σκεφθώ: άν
ήμουν εγώ σε καλή πνευματική κατάσταση, θά παρακαλούσα τόν Θεό
και θά τόν έκανε καλά, γιατί ό Χριστός είπε: θά σας δώσω δύναμη
νά κάνετε μεγαλύτερα θαύματα από μένα, οπότε έρχεται ό πόνος, ή αγάπη
γιά τόν άλλον.
Ενώ, άν
πώ: ε, τί νά τόν κάνω, ανάπηρος είναι, ας καθήσω λίγο κοντά του θά εχω
άλλωστε και τόν μισθό μου, τότε ανέχομαι τόν άλλον και δικαιολογώ τόν
εαυτό μου ότι έκανα τό καθήκον μου.
Το αλίευσα ΕΔΩ ΕΔΩ