Ο Ιωάννης Β' και η Ειρήνη (Μωσαϊκό της Αγίας Σοφίας, 12ος αιώνας) |
Η βυζαντινή κοσμόπολη ως παράμετρος του ελληνικού κοσμοσυστήματος και η δυτικό-ευρωπαϊκή μετάβαση στον ανθρωποκεντρισμό (γ' μέρος)
Η καθολικά αποδεκτή άποψη ορίζει το πολιτικό σύστημα του Βυζαντίου σε συνάρτηση με το θεσμό της βασιλείας και το κράτος ως αυτοκρατορία. Κατά τη γνώμη μας, η άποψη αυτή είναι επιστημονικά εσφαλμένη και ανιστορική.
Το κεντρικό πολιτικό σύστημα του Βυζαντίου αναπαράγει, σε τελική ανάλυση, το σύστημα των «πόλεων» και, συγκεκριμένα, την πολιτειακή λογική της «πόλης». Η Κωνσταντινούπολη προβάλλει, συγχρόνως, ως η αυτόνομη «πόλη», που δομείται, όπως όλα τα ομόλογα κοινωνικά μορφώματα, σε πολιτεία, και, συγχρόνως, ως η βασιλίς των πόλεων24, δηλαδή το κεντρικό πολιτικό σύστημα της κοσμοπολιτείας. Ο Δήμος της Βασιλεύουσας, η Σύγκλητος, ο ίδιος ο Βασιλέας εγγράφονται, συνάμα, ως θεσμοί της Πόλης και της κοσμόπολης (της επικράτειας). Ώστε οι άμεσοι κυβερνητικοί θεσμοί της οικουμένης αποτελούν οργανική παράμετρο της βασιλεύουσας πόλης. Με την είσοδο στη βυζαντινή περίοδο, το πολιτικό σύστημα της μητρόπολης αλλάζει σημαντικά. Καταργούνται οι νομοκατεστημένες τάξεις, που κυριάρχησαν στο σύστημα της Ρώμης ως αποτέλεσμα της δεσποτικής της ιδιοσυστασίας. Η κοινωνική σύνθεση της Κωνσταντινούπολης επανέρχεται στις προδιαγραφές του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού, διαμορφώνεται δηλαδή με βάση τη δομή της «εταιρικής κοινωνίας» και τη δυναμική της «χρηματιστικής» οικονομίας. Μια δυναμική που όμοιά της σε ανάπτυξη, με εξαίρεση ίσως την Αλεξάνδρεια, δεν θα γνωρίσει το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα έως τους νεότερους χρόνους.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη θέση της μητρόπολης ως της κεντρικής πολιτειακής παραμέτρου της ελληνικής οικουμένης, μπορεί να ερμηνεύσει αποτελεσματικά μια σειρά από πτυχές ή εκδηλώσεις της βυζαντινής κοσμοπολιτείας και, ιδίως, να εξηγήσει ορισμένες από τις θεμελιωδέστερες σταθερές της πολιτικής της. Αναφερόμαστε στην κυριότερη, που είναι η έντονη αστεακή και αστική λογική που διακρίνει τις λειτουργίες και τις πολιτικές του βυζαντινού κράτους, η οποία τοποθετείται σαφώς πάνω από τη μέση λογική της οικουμένης, ως απόρροια της κοινωνικής σύνθεσης των θεσμών της μητρόπολης. Οπωσδήποτε όμως, δεν πρέπει να παραθεωρείται ότι το πολιτικό σύστημα της οικουμένης, η κοσμοπολιτεία, προσιδιάζει στην κατηγορία της συμπολιτείας και, επομένως, αρθρώνεται από το σύνολο των «πόλεων», των επιμέρους συσσωματώσεων τους (συντεχνίες, ενορίες, περιφερειακές συμπολιτείες κτλ.) και τη μητρόπολη, συμπεριλαμβανομένων και των θεσμών που προορίζονται για την άσκηση της άμεσης κυβερνητικής λειτουργίας (ο βασιλεύς κτλ.). Ο χαρακτήρας αυτός του κεντρικού πολιτικού συστήματος της βυζαντινής κοσμοπολιτείας και, ιδίως, η βαθιά ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία της Κωνσταντινούπολης επιβεβαιώνουν ουσιωδώς την άποψη ότι αντιπροσωπεύει την πλέον ολοκληρωμένη εκδοχή της ελληνικής κοσμόπολης25.
Στο πλαίσιο αυτό, ο βασιλέας26, ως θεμελιώδης πολιτικός θεσμός της μητρόπολης πολιτείας, καταρχήν εκλέγεται και, οπωσδήποτε, δεν είναι κληρονομικός. Και όταν ακόμη επιβάλλεται από μια καταρχήν εξωπολιτειακή δύναμη, όπως ο στρατός27, προστρέχει αυτονοήτως στους θεσμούς της βασιλίδος πόλεως προκειμένου να νομιμοποιηθεί, δι' εκλογής, στην εξουσία. Η συμβασιλεία, στο μέτρο που σηματοδοτεί την προσπάθεια του βασιλέα να προκαταλάβει τις πολιτικές εξελίξεις, εισάγοντας εν ζωή την εκλογή του διαδόχου του, επικυρώνει τον ισχυρισμό αυτόν. Άλλες φορές, όμως, η συμβασιλεία εγγράφεται και ως μέτρο περιορισμού του βασιλέα από τους πολιτειακούς θεσμούς της Πόλης.
Η λαϊκή αναφορά του θεσμού του βασιλέα συνάδει με -και εξηγεί, σε κάθε περίπτωση- το γεγονός ότι κάθε πολίτης μέλος της κοσμόπολης, ανεξαρτήτως της κοινωνικής του θέσης, νομιμοποιείται να εκλεγεί σ' αυτόν, όπως και στις άλλες ανώτατες βαθμίδες της εξουσιαστικής ιεραρχίας. Τούτο δεν αποκλείει, επομένως, την άνοδο στους κυβερνητικούς θεσμούς της κοσμοπολιτείας πολιτών των άλλων πόλεων. Όμως, στην περίπτωση αυτή, η νομιμοποίησή τους διέρχεται υποχρεωτικά από τη μητροπολιτική πολιτεία στην οποία, σε τελική ανάλυση, καταγράφονται οι θεσμοί αυτοί. Από την ανωτάτη (κυβερνητική) αρχή της κοσμόπολης, τη βασιλεία, παρήλασαν πλείστα όσα επαγγέλματα, όπως αργυραμοιβοί, αγρότες, στρατιωτικοί και, μάλιστα, γυναίκες.
Η παρατήρηση αυτή αποκτά μια καίρια σημασία, στο μέτρο που φαίνεται να αγνοείται από τη νεότερη ιστορική επιστήμη, μολονότι είναι εμφανή τα θεμέλιά της στο βυζαντινό σύστημα. Πράγματι, ο Βυζαντινός βασιλέας πρώτα προσήρχετο στα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας (στη Σύγκλητο και στον Ιππόδρομο) για να λάβει το χρίσμα και μόνον μετά από αυτό ακολουθούσε -χωρίς να είναι αναπόφευκτη ούτε συστατική- η τελετή της στέψης, συνήθως στην Αγία Σοφία.
Η νομιμοποιητική λειτουργία των συντεταγμένων οργάνων της πολιτείας συνιστά μια απολύτως συστατική προϋπόθεση για τον φορέα της βασιλικής εξουσίας, ενώ το εκκλησιαστικό τυπικό, εφόσον γίνεται, δεν είναι επ' ουδενί θεμελιωτικό γι' αυτόν. Επιβεβαιώνει απλώς μια διαδικασία, η οποία δεν δύναται να προϋπάρξει της εκλογής, ακόμη περισσότερο δεν συντρέχει αυτοτελώς και, οπωσδήποτε, δεν συνεπάγεται περιορισμούς στην πολιτική αρμοδιότητα των φορέων της πολιτείας. Επιπλέον, ο βασιλέας δεν νομιμοποιείται να επικαλεσθεί την «ευλογία» της Εκκλησίας για να παρακάμψει την πολιτική βούληση των συντελεστών της πολιτικής διαδικασίας στη μητρόπολη πολιτεία. Η εξουσία του βασιλέα έχει αποκλειστικά πολιτική, και πάντως, παρ' όλα όσα ισχυρίζονται ακόμη και Βυζαντινοί συγγραφείς επηρεασμένοι από τη χριστιανική ιδεολογία, επ' ουδενί υπερβατική νομιμοποίηση. Η πολιτική (εκλογική κτλ.) αναφορά της εξουσίας είναι εξορισμού ασύμβατη με την όποια θεοκρατική υποστασιοποίησή της. Η επίκληση της διατύπωσης «ένας ο Θεός, ένας και ο βασιλέας», που απαντάται στη βυζαντινή γραμματεία, πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφορά στην οικουμενικότητά του, κατ' ακολουθίαν προς την οικουμενικότητα της βυζαντινής κοσμόπολης. Συγχρόνως, η επίκληση της «θείας χάριτος»28 επιβεβαιώνει, ουσιαστικά, την προσήλωση του βασιλέα στο χριστιανικό δόγμα και ιδίως την κυριαρχία της πολιτικής εξουσίας επί της εκκλησίας.
Τούτο γίνεται εύκολα αντιληπτό όταν συγκρίνει κανείς το βυζαντινό πολιτειακό σύστημα με εκείνο που εισήγαγε, κατ' απομίμηση του τυπικού του, ο Καρλομάγνος το 800 μ.Χ. Ο τελευταίος πρώτα εστέφθη αυτοκράτωρ από τον πάπα και στη συνέχεια συγκάλεσε τη συγκροτηθείσα για το σκοπό αυτό φεουδαλική σύγκλητο, προκειμένου να επιβεβαιώσει το τυπικό της εξουσίας του. Ο Καρλομάγνος εγκαινιάζει την ελέω Θεού κρατική δεσποτεία στην Ευρώπη, εισάγει την υπερβατική νομιμοποίηση της εξουσίας του, έτσι ώστε να κατισχύσει επί των φορέων της ιδιωτικής δεσποτείας. Δεν εισάγει όμως το κοινωνικό σώμα στην πολιτική -ευλόγως, αφού αυτό ως δουλοπαροικιακό δεν υπάρχει- και, ασφαλώς, όχι μια λογική κοινωνικής νομιμοποίησης της εξουσίας.
Η διαφορά, επομένως, του Βυζαντινού βασιλέα από τον απόλυτο μονάρχη είναι τυπολογικού χαρακτήρα. Ο απόλυτος μονάρχης είναι ιδιοκτήτης του κράτους και, συνεπώς, έχει ολοκληρωτική εξουσία. Ταξινομείται στο δεσποτικό κοσμοσύστημα και, ειδικότερα, στην κρατική δεσποτεία. Η προσέγγιση του Βυζαντινού βασιλέα ως πολιτειακού θεσμού της μητρόπολης και όχι ως συστατικού θεσμού του κεντρικού πολιτικού συστήματος είναι, μόνον αυτή, ικανή να εξηγήσει τόσο τη σχέση του με το Δήμο και τη Σύγκλητο όσο και το πλαίσιο της δικής του λειτουργίας στη σύνολη κοσμοπολιτεία.
Ο βασιλέας θεωρείται, όντως, ότι κατέχει την κυβερνητική και τη νομοθετική αρμοδιότητα. Όμως, η αρμοδιότητα αυτή δεν είναι πρωτογενής και, συνεπώς, ανεξέλεγκτη ή απεριόριστη. Εγγράφεται στις πολιτειακές λειτουργίες της μητρόπολης και, ως εκ τούτου, υπόκειται στους περιορισμούς τους. Οι περιορισμοί αυτοί έχουν ως νομιμοποιητικό υπόβαθρο την έννοια της «πάτριας πολιτείας», η οποία ενσαρκώνει την πολιτειακή, δικαιική, πολιτισμική και θρησκευτική νομιμότητα της κοσμόπολης. Η «πάτριος πολιτεία» και ο συνακόλουθος σκοπός της πολιτικής, που έχει ως πρόσημο το «κοινό», δεν εγκιβωτίζει μόνον το εξουσιαστικό πεδίο μέσα στο οποίο μπορεί να κινηθεί ο βασιλέας για να μην καταγραφεί ως τύραννος. Νομιμοποιεί, συγχρόνως, τους λοιπούς πολιτειακούς φορείς να ελέγχουν, να αξιώνουν δράσεις ή συμπεριφορές, να αμφισβητούν και, μάλιστα, να ανακαλούν την εντολή ή να καθαιρούν τον κάτοχο της βασιλικής εξουσίας. Οι φορείς αυτοί είναι κατά περίπτωση (δηλαδή για μέρος ή για το σύνολο της πολιτικής ή της εξουσίας του βασιλέα) ο Δήμος, η Σύγκλητος, η Εκκλησία, οι λειτουργοί της δικαιοσύνης, τα «κοινά» κτλ.
Ώστε ο Βυζαντινός βασιλέας είναι εντεταλμένος αντιπρόσωπος του «κοινού», εκλεγμένος δια βίου29. Η δια βίου εκλογή αποτέλεσε συχνά σημείο πολιτικής τριβής με τις ανταγωνιστικές πολιτικές «προτάσεις» που αναπτύσσονταν στο περιβάλλον της μητρόπολης, καθώς δεν διευκόλυνε την εναλλαγή στην κυβερνητική εξουσία. Όμως, το γεγονός αυτό δεν έθετε τον βασιλέα υπεράνω της μητροπολιτικής πολιτειακής νομιμότητας. Η εξουσία του θα παραμείνει, όπως είδαμε, αυστηρά οριοθετημένη από την πολιτειακή και δικαιική νομιμότητα της ανθρωποκεντρικής κοσμοπολιτείας, θα ελέγχεται και η εντολή του θα είναι ελευθέρως ανακλητή από το Δήμο και τη Σύγκλητο. Ο βασιλέας λογοδοτεί στα πολιτειακά όργανα της Πόλης, το Δήμο και τη Σύγκλητο. Με άλλα λόγια, η διά βίου εντολή δεν υποδηλώνει, επ' ουδενί, την παραίτηση του Δήμου (και της Συγκλήτου) από το δικαίωμά τους να ενεργοποιήσουν την αμφισβήτηση και να αξιώσουν είτε την ανάκλησή της είτε έλεγχο της «πολιτείας» του βασιλέα. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο βασιλέας υποχρεώθηκε να προσέλθει στο Δήμο, στον Ιππόδρομο, προκειμένου να απολογηθεί ή να αιτιολογήσει τις πολιτικές του επιλογές. Ομοίως, οι ιστορικές μαρτυρίες που εμφανίζουν το βασιλέα να συνοδεύεται στις αποστολές του από συγκλητικούς ή να συμβουλεύεται τη Σύγκλητο ή το λαό προκειμένου να λάβει σημαντικές αποφάσεις είναι πυκνές.
Η σχέση του βασιλέα με το δήμο παρέμεινε έως το τέλος, ακόμη και όταν, για λόγους που δεν είναι του παρόντος, οι πολιτειακές λειτουργίες ατόνησαν, ανθρωποκεντρική και κατ' ελάχιστον αντιπροσωπευτική, όχι δεσποτική. Το γεγονός αυτό αποδίδουν όχι μόνον η ανωτέρω εκλογική/νομιμοποιητική και εξελεγκτική αρμοδιότητα του Δήμου και της Συγκλήτου της Πόλης, αλλά και η εξισορροπητική, έναντι του ισοβίου της εντολής, λειτουργία του λαού να αμφισβητεί δυναμικά και να καθαιρεί τον βασιλέα, η οποία, όπως μαρτυρείται, ασκήθηκε όχι λίγες φορές.
Ο εντολιακός χαρακτήρας της εξουσίας του βασιλέα δεν απαλείφθηκε ούτε προς το τέλος του Βυζαντίου, όταν η γενικότερη αποσύνθεση του πολιτειακού του συστήματος ανέστειλε τις λειτουργίες της μητρόπολης. Ο Χρυσολωράς δεν θα παραλείψει να επισημάνει στον Ανδρόνικο Παλαιολόγο την εκλογή του από το λαό. Ο τελευταίος βασιλιάς του Βυζαντίου θα αντιτείνει, στην αξίωση του Μωάμεθ να του παραδώσει την Πόλη, ότι αυτό «ούτε δικό [του] δικαίωμα είναι, ούτε κανενός άλλου. Γιατί όλοι ομόφωνα και με τη θέλησή μας αποφασίσαμε να πεθάνουμε...».
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι οι αρμοδιότητες του βασιλέα κινούνται σε ένα πλαίσιο πολιτειακής νομιμότητας και νομιμοποίησης από τους συντελεστές της Πόλης. Αρθρώνονται σε ένα αδιαίρετο όλον, με εκείνες των λοιπών πολιτειακών θεσμών, από τους οποίους η βούλησή του ελέγχεται, όπως είδαμε, και επικουρείται, ιδίως από τη Σύγκλητο και το Δήμο. Ο βασιλεύς καλείται να πολιτευθεί με γνώμονα, ιδίως, τη δυναμική που του υπαγορεύει η βασιλεύουσα Πόλη, με αφετηρία τον Ιππόδρομο και, βεβαίως, την πολυάνθρωπη Σύγκλητο. Η πολιτεία της βασιλεύουσας πόλης εμφανίζεται «κυρία» στο κεντρικό πολιτικό σύστημα, καθώς οι θεσμοί της παίζουν έναν ρόλο καταλύτη στην πολιτική διαδικασία. Ο Δήμος, στο περιβάλλον αυτό, αναγνωρίζεται ως θεμελιώδης πολιτειακός παράγων, ο οποίος, μη υποκείμενος σε περιορισμούς «τιμοκρατικού» τύπου, όπως επί Ρώμης, δεν διαφοροποιείται πολιτικά από τις ισχυρές οικονομικά κοινωνικές τάξεις, στις οποίες άλλωστε κυριαρχούν τα μεσαία αστικά στρώματα και το πλήθος. Η αναφορά στην έννοια του Δήμου υποδηλώνει ότι, σε αντίθεση με τη Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, όντας μια ακραιφνώς και, μάλιστα, με υψηλό ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα κοινωνία, προσέλαβε σταθερά το πλήθος ως πολιτειακά συντεταγμένη οντότητα και όχι ως ιδιωτική και άμορφη μάζα. Ώστε η σχέση του βασιλέα με το δήμο είναι εντέλει ανθρωποκεντρική, όχι ιδιοκτησιακή (δεσποτική). Ο βασιλέας υπηρετεί το «κοινό», όχι το ίδιον συμφέρον.
Στη μακρά διάρκεια της βυζαντινής οικουμένης το βασικό αυτό πολιτειακό σχήμα που οριοθετεί τη σχέση των κοσμοπολιτειακών θεσμών με τη μητρόπολη ή, αλλιώς, η θέση της μητροπολιτικής πολιτείας στο κεντρικό πολιτικό σύστημα της κοσμοπολιτείας θα διαφοροποιηθεί σημαντικά. Ουδέποτε όμως θα αποβάλει την καταστατική του ιδιοσυστασία, δηλαδή τον χαρακτήρα του ως ανθρωποκεντρικής κοσμοπολιτείας. Κατά τούτο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η συγκριτική παράθεση του προ-αντιπροσωπευτικού και, εν πολλοίς, κυρίαρχου έναντι της κοινωνίας πολιτικού συστήματος του νεότερου κράτους με τη βυζαντινή κοσμοπολιτεία. Παραγνωρίζεται ιδίως ότι στη σύγχρονη πολιτεία η έννοια του δήμου -της πολιτειακά συγκροτημένης κοινωνίας- είναι άγνωστη, αφού το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας αποδίδει μια προ-αντιπροσωπευ-τική σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, η οποία περιάγει το κοινωνικό σώμα στην καθαρά ιδιωτική σφαίρα. Συγχρόνως, η πολιτική τάξη τοποθετείται θεσμικά υπεράνω του νόμου, ως προς τις εξωπολιτειακές της ενεργητικότητες, και ορίζεται ως εξολοκλήρου ανεύθυνη σε ό,τι αφορά την πολιτική της λειτουργία. Άλλωστε, ο διά βίου και πράγματι κληρονομικός χαρακτήρας της πολιτικής ελίτ, που διασφαλίζεται, όχι διά της εξουσίας του κράτους, όπως στην κρατική δεσποτεία, αλλά διά του κομματικού συστήματος, συναντάται με τη νομιμοποιητική απλώς και όχι εκλογική λειτουργία του ιδιώτη, κατά τα λοιπά, κοινωνικού σώματος30.
Από το βιβλίο: Γεώργιος Κοντογιώργης, Η δημοκρατία ως ελευθερία, Εκδόσεις Πατάκη
24. «Επί δε της μετά Μαυρίκιον... ίστε σχεδόν άπαντες οίους κατά πόλιν ήγειρε... έως και αυτής της βασιλίδος των πόλεων, ούτως ως μη μόνον εξαρκείν τοις δήμοις το κατ' αγοράν αίμασιν εμφυλίοις μεθύσκεσθαι...» (αναφ. από Δ. Τσουγκαράκη, στο Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορία Σύντομος, Αθήνα, Εκδ. Κανάκη, 1994, σελ. 10).
25. Η ελληνιστική μοναρχία μετεξελίχθηκε σε κληρονομική, η Ρώμη χρειάσθηκε πολύ χρόνο για να αποβάλει το δεσποτικό της χαρακτήρα, ενώ μόνον η βυζαντινή κοσμοπολιτεία οικοδομήθηκε πάνω σε ακραιφνώς ανθρωποκεντρικές βάσεις. Πράγμα που εξηγεί την υπαγωγή και του θεσμού της βασιλείας στην πολιτεία της μητρόπολης. Αυτό ακριβώς το πρωτόγνωρο φαινόμενο ο Ιουστινιανός επιχείρησε ανεπιτυχώς να αποτρέψει, καταστέλλοντας με τη βία την πολιτική λειτουργία του δήμου. Η κορύφωση του πολιτικού ρόλου του δήμου φαίνεται ότι εντοπίζεται στους επόμενους αιώνες, ιδίως από τον 7ο αιώνα και εντεύθεν.
26. Παρουσιάζει ενδιαφέρον η εμμονή του Βυζαντινού ηγέτη να αποκαλείται βασιλεύς και όχι αυτοκράτωρ, όπως επί Ρώμης. Πρόκειται για διαφοροποίηση συνειδητή, καταστατικού χαρακτήρα, που δεν συμβολίζει απλώς την επιρροή της ελληνικής πολιτικής παιδείας. Κατά τούτο προκαλεί, επίσης, ενδιαφέρον η εμμονή της νεότερης κοινωνικής επιστήμης να αποκαλεί τον Βυζαντινό βασιλέα αυτοκράτορα.
27. Να προσεχθεί ότι ο ηγέτης δεν χρησιμοποιεί το στρατό για να επιβάλει πραξικοπηματικά την εξουσία του. Προσφεύγει στην «κοινωνία» του στρατιωτικού σώματος προκειμένου να βαρύνει στους συσχετισμούς της Πόλης από τους οποίους επιβεβαιώνεται τελικά στην ηγεσία της κοσμοπολιτείας.
28. Έτσι, ο βασιλιάς Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος, όταν εξέλεξε τον γιο του Ανδρόνικο ως συμβασιλέα, του «επέτρεψε... να υπογράφει διατάγματα με κόκκινο μελάνι, όχι όμως να βάζει το μήνα και την ίνδικτο, αλλά να χρησιμοποιεί τη διατύπωση "Ανδρόνικος Χριστού χάριτι βασιλεύς Ρωμαίων"», προκειμένου να υποσημειώσει προφανώς την κατ' εκχώρηση και, οπωσδήποτε, συμπληρωματική λειτουργία της βασιλικής του ιδιότητας (Βλέπε Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία).
29. Πρέπει να ειπωθεί ότι η ισόβια εντολή αποτελεί μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις στη σύνολη κοσμοπολιτεία. Σε ό,τι αφορά στα «κοινά», το σύνολο των αρχών τους είναι συνοδικές, ενώ ο χρόνος της εντολής κυμαίνεται ανάμεσα στους έξι μήνες και το ένα έτος.
30. Παρέλκει η επίκληση του, αναλογικώς ομολόγου προς το κοσμοπολιτειακό, ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος, στο οποίο δεν συντρέχει ουδέ καν η ελαχίστη λαϊκή νομιμοποίηση.