του Θεόδωρου Ε. Παντούλα
Μεγάλωσα όπως η μισή Ελλάδα στην Αθήνα, την πόλη της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών –κατά Παπαδιαμάντη. Οι γονείς μου, όπως οι περισσότεροι, εσωτερικοί πρόσφυγες κι αυτοί. Χάρη σε αυτούς αλλά ερήμην τους έμαθα ότι στον τόπο μας υπάρχουν δυο ασύμπτωτες πραγματικότητες.
Μικρός απλώς το υποψιαζόμουν. Μεγαλώνοντας όμως σιγουρεύτηκα ότι υπάρχουν δυο. Την μια την γνωρίζουμε όλοι. Είναι αυτή που μας ταλαιπωρεί με την αγοραία χυδαιότητά της καθημερινά. Είναι αυτή μας φορολογεί για υπηρεσίες που δεν μας παρέχει, που μας ταπεινώνει για εκδουλεύσεις που μας επιβάλει. Είναι η ανέστια πραγματικότητα της αρπαχτής και των κολλητών. Της συμπλεγματικής έπαρσης και της ανυποψίαστης αλλοτρίωσης. Της νεοπλουτικής ένδειας και της αμερημνισίας του «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε». Είναι αυτή η κατ’ εξακολούθηση παραχάραξη που ευτελίζει τις ζωές μας.
Και πλάι σε αυτήν την βέβηλη πραγματικότητα υπάρχει και μια άλλη, λιγότερο ορατή αλλά όχι λιγότερο υπαρκτή. Μια δεύτερη πραγματικότητα που λαθροβιώνει στο περιθώριο της πρώτης. Που, άθελά της, ξεδιπλώνει καημό. Είναι η πραγματικότητα της αξιοπρέπειας και του τίμιου μόχθου. Είναι η πραγματικότητα που βαρυγκωμά τις καθημερινές αλλά θυμιατίζει τα Σαββατόβραδα. Που έχει μιαν ανεξαγόραστη περηφάνια και μια αδιαπραγμάτευτη αξιοπρέπεια. Είναι η πραγματικότητα που επέλεξε να μην συμμετάσχει στο φαγοπότι της μεταπολεμικής «ανάπτυξης». Που δεν έδωσε αντιπαροχή τα γονικά της. Που δεν πετά το ψωμί της και δεν ψωμίζεται καταπίνοντας καλπιές. Είναι η πραγματικότητα που συστέλεται δίχως να δειλιάζει, που δεν μαγαρίστηκε από την καταναλωτική ένδεια, που με ανιδιοτέλεια λιγόλογη συλλαβίζει την εμπιστοσύνη της στην έντιμο πενία της. Είναι η πραγματικότητα που τρώει σε τραπεζομάντηλο και τις Κυριακές γιορτάζει. Είναι η πραγματικότητα που προκοπή θεωρεί την αφειδώλευτη καλοσύνη κι όχι την σπάταλη ευμάρεια. Αυτή η πραγματικότητα που αναρωτάται «τι ψυχή θα παραδώσει», που δεν έχει εξορίσει το ιερό από την ζωή της. Που δεν θεωρεί την ζωή συναλλαγή και τις σχέσεις αλισβερίσι. Είναι η πραγματικότητα που μπορεί ακόμη να πιάνεται σε κύκλιους χορούς. Η πραγματικότητα της ανυστερόβουλης αλληλεγγύης και της συνεσταλμένης γενναιοδωρίας. Αυτή λοιπόν η πραγματικότητα βρίσκεται, εδώ και καιρό, εν διωγμό. Διώκεται από την άλλη πραγματικότητα, αυτήν της τζιπούρας και των ενδιάμεσων, της δανεικής αυτάρκειας και της αυτάρεσκης ευζωίας, της εγωιστικής ατομικότητας και της κάλπικης ευτυχίας. Η δεύτερη πραγματικότητα δέχεται επίθεση από την πρώτη. Δεν είναι κακομοιριά η διάκριση. Ούτε συναισθηματισμός. Οφειλή είναι. Υπάρχουν δυο Ελλάδες. Την πρώτη την σιχτιρίζουμε καθημερινά. Την δεύτερη καθημερινά την νοσταλγούμε. Αλλά αυτό όμως δεν φτάνει. Χρειάζεται κάποτε να εμπιστευθούμε την φανέρωσή της και να ψηλαφήσουμε την δικαιοσύνη της. Το μπορούμε άραγε;
εφ. Σφήνα 14/4/2010
grmanifesto.wordpress.com
Μεγάλωσα όπως η μισή Ελλάδα στην Αθήνα, την πόλη της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών –κατά Παπαδιαμάντη. Οι γονείς μου, όπως οι περισσότεροι, εσωτερικοί πρόσφυγες κι αυτοί. Χάρη σε αυτούς αλλά ερήμην τους έμαθα ότι στον τόπο μας υπάρχουν δυο ασύμπτωτες πραγματικότητες.
Μικρός απλώς το υποψιαζόμουν. Μεγαλώνοντας όμως σιγουρεύτηκα ότι υπάρχουν δυο. Την μια την γνωρίζουμε όλοι. Είναι αυτή που μας ταλαιπωρεί με την αγοραία χυδαιότητά της καθημερινά. Είναι αυτή μας φορολογεί για υπηρεσίες που δεν μας παρέχει, που μας ταπεινώνει για εκδουλεύσεις που μας επιβάλει. Είναι η ανέστια πραγματικότητα της αρπαχτής και των κολλητών. Της συμπλεγματικής έπαρσης και της ανυποψίαστης αλλοτρίωσης. Της νεοπλουτικής ένδειας και της αμερημνισίας του «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε». Είναι αυτή η κατ’ εξακολούθηση παραχάραξη που ευτελίζει τις ζωές μας.
Και πλάι σε αυτήν την βέβηλη πραγματικότητα υπάρχει και μια άλλη, λιγότερο ορατή αλλά όχι λιγότερο υπαρκτή. Μια δεύτερη πραγματικότητα που λαθροβιώνει στο περιθώριο της πρώτης. Που, άθελά της, ξεδιπλώνει καημό. Είναι η πραγματικότητα της αξιοπρέπειας και του τίμιου μόχθου. Είναι η πραγματικότητα που βαρυγκωμά τις καθημερινές αλλά θυμιατίζει τα Σαββατόβραδα. Που έχει μιαν ανεξαγόραστη περηφάνια και μια αδιαπραγμάτευτη αξιοπρέπεια. Είναι η πραγματικότητα που επέλεξε να μην συμμετάσχει στο φαγοπότι της μεταπολεμικής «ανάπτυξης». Που δεν έδωσε αντιπαροχή τα γονικά της. Που δεν πετά το ψωμί της και δεν ψωμίζεται καταπίνοντας καλπιές. Είναι η πραγματικότητα που συστέλεται δίχως να δειλιάζει, που δεν μαγαρίστηκε από την καταναλωτική ένδεια, που με ανιδιοτέλεια λιγόλογη συλλαβίζει την εμπιστοσύνη της στην έντιμο πενία της. Είναι η πραγματικότητα που τρώει σε τραπεζομάντηλο και τις Κυριακές γιορτάζει. Είναι η πραγματικότητα που προκοπή θεωρεί την αφειδώλευτη καλοσύνη κι όχι την σπάταλη ευμάρεια. Αυτή η πραγματικότητα που αναρωτάται «τι ψυχή θα παραδώσει», που δεν έχει εξορίσει το ιερό από την ζωή της. Που δεν θεωρεί την ζωή συναλλαγή και τις σχέσεις αλισβερίσι. Είναι η πραγματικότητα που μπορεί ακόμη να πιάνεται σε κύκλιους χορούς. Η πραγματικότητα της ανυστερόβουλης αλληλεγγύης και της συνεσταλμένης γενναιοδωρίας. Αυτή λοιπόν η πραγματικότητα βρίσκεται, εδώ και καιρό, εν διωγμό. Διώκεται από την άλλη πραγματικότητα, αυτήν της τζιπούρας και των ενδιάμεσων, της δανεικής αυτάρκειας και της αυτάρεσκης ευζωίας, της εγωιστικής ατομικότητας και της κάλπικης ευτυχίας. Η δεύτερη πραγματικότητα δέχεται επίθεση από την πρώτη. Δεν είναι κακομοιριά η διάκριση. Ούτε συναισθηματισμός. Οφειλή είναι. Υπάρχουν δυο Ελλάδες. Την πρώτη την σιχτιρίζουμε καθημερινά. Την δεύτερη καθημερινά την νοσταλγούμε. Αλλά αυτό όμως δεν φτάνει. Χρειάζεται κάποτε να εμπιστευθούμε την φανέρωσή της και να ψηλαφήσουμε την δικαιοσύνη της. Το μπορούμε άραγε;
εφ. Σφήνα 14/4/2010
grmanifesto.wordpress.com
Το αλίευσα ΕΔΩ