Μια φορά πάλι ο Γέροντας, ύστερ' από μεγάλη νηστεία, προσευχήθηκε στο Θεό και του ζήτησε να του δείξει τον παραδεισένιο εκείνο κήπο, τον οποίο φύτεψαν ο Ιαννής και ο Ιαμβρής , επιθυμώντας να φτιάξουν ένα ομοίωμα του αληθινού παραδείσου.
Καθώς, λοιπόν, περιπλανιόταν επί τρεις εβδομάδες μέσα στην έρημο, δίχως να βάλει τίποτε στο στόμα του, άρχισε να γέρνει από λιποθυμία. Τότε άγγελος Κυρίου τον παίρνει και τον αποθέτει μπρος σ' εκείνο που ζητούσε. Εκεί, όμως, ήταν πολλοί δαίμονες και φύλαγαν από παντού, όλες τις πύλες του κήπου, μην αφήνοντάς τον να μπει μέσα. Και, ακόμη, ο κήπος ήταν πάρα πολύ μεγάλος και τεραστίων διαστάσεων.
Κι όταν, ύστερ' από προσευχή, πήρε το θάρρος και τόλμησε να μπει μέσα ο Γέροντας, βρήκε μέσα δύο άλλους άγιους μοναχούς, που κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο είχαν εισέλθει, και είχαν ήδη αρκετό καιρό εκεί μέσα. Προσευχήθηκαν τότε, κατά την μοναχική συνήθεια και ασπάστηκαν ο ένας τον άλλον, γεμάτοι χαρά και αγαλλίαση που ανταμώθηκαν. Του έπλυναν, λοιπόν, τα πόδια και του παρέθεσαν να φάει από τους καρπούς του παραδείσου. Ο αββάς Μακάριος έφαγε, κι ευχαρίστησε τον Θεό, θαυμάζοντας εκείνους τους ωραίους καρπούς, οι οποίοι ήταν και μεγάλοι και πολλών ειδών. Έλεγαν, μάλιστα, ο ένας στον άλλο:
- Πόσο ωραίο θα 'ταν, αν γινότανε να 'ναι όλοι οι μοναχοί εδώ!
Έλεγε, πως υπήρχαν μέσα στον παράδεισο εκείνο τρεις πηγές, που αναβλύζανε από την άβυσσο και ποτίζανε όλο τον κήπο, στον οποίο υπήρχαν τεράστια δένδρα φορτωμένα με καρπούς από κάθε είδος που ευδοκιμεί κάτω από τη στέγη τ' ουρανού.
Ο αββάς Μακάριος έμεινε κοντά τους εφτά ημέρες και ύστερα τους είπε πως θα πάει στην έρημο που είχε τους μοναχούς του να τους πάρει, και να τους φέρει όλους εδώ, μαζί του. Όμως, οι άγιοι εκείνοι άνθρωποι του είπαν πως τούτο δεν θα μπορούσε να το κάμει, γιατί η έρημος είναι πολύ μεγάλη και απέραντη. Σ' αυτήν, μάλιστα, την απέραντη έρημο κατοικούν πολλοί δαίμονες, οι οποίοι σκοτώνουν, όπως έγινε και με πολλούς άλλους μοναχούς που θέλησαν να έρθουν σ' αυτά τα μέρη.
Όμως, ο Μακάριος, που δεν άντεχε να μένει άλλο εκεί, τους είπε:
- Πρέπει, οπωσδήποτε, να πάω να τους φέρω εδώ, ν' απολαύσουν αυτόν τον παράδεισο.
Και ξεκίνησε αμέσως για την κατοικημένη από τους μοναχούς του έρημο, παίρνοντας μαζί του και λίγους καρπούς για να τους δείξει σ' εκείνους. Έκοψε, ακόμη, και πολλά φοινικόκλαρα , απ' τα οποία έβαζε σαν σημάδια στην έρημο, για να μην χάσει τον δρόμο του όταν ξανάρθει.
Κάπου στην έρημο νύσταξε κ' έπεσε να κοιμηθεί για λίγο. Μα, όταν ξύπνησε, είδε όλα τα φοινικόκλαρα , που είχε βάλει για σημάδια, να είναι μαζεμένα στο προσκέφαλό του απ' τους δαίμονες. Σηκώθηκε, λοιπόν, και είπε προς τους δαίμονες:
- Αν είναι θέλημα του Θεού, κανένας από σας δεν θα μπορέσει να μας εμποδίσει να μπούμε στον παράδεισο!
Όταν έφθασε κοντά στους μοναχούς του, τους έδειχνε τους καρπούς, και τους συμβούλευε να πάνε κι αυτοί σ' εκείνο το παράδεισο. Όμως, πολλοί πατέρες που μαζεύτηκαν εκεί, του είπαν:
- Αγιε Γέροντα, μήπως εκείνος ο παράδεισος έγινε για τον όλεθρο των ψυχών μας; Διότι, αν τώρα τον απολαύσουμε, θα έχουμε ήδη, από εδώ κάτω στη γη απολαύσει τη μερίδα των αγαθών που αναμένουμε. Και ποιο μισθό θα έχουμε αργότερα, όταν πάμε κοντά στο Θεό, ή για ποιά αρετή μας θα μας τιμήσει;
Κι έτσι τον έπεισαν να μην πάνε καθόλου προς τα εκεί.