Παναγιώτης Ήφαιστος
Τα περισσότερα ζητήματα της «ενδό-ελληνικής ιδεολογικής διαπάλης» από την δεκαετία του 1820 μέχρι σήμερα ήταν, εν τέλει, ασύμβατα με την πολιτική ανθρωπολογία των ιστορικών εθνών, και στην περίπτωση της Ελλάδα άκρως εξυπηρετικά μιας αυτό-τροφοδοτούμενης ξένης εξάρτησης που ματαίωνε το όραμα της εθνικής ανεξαρτησίας. Αυτή η «αυτό- τροφοδότηση» γιγαντώθηκε τόσο λόγω εξωγενών εισροών όσο και λόγω μιας αδιέξοδης αυτιστικής «ιδεολογικής» διαπάλης που κυριαρχούνταν από –για να χρησιμοποιήσω την γνωστή φράση πρώην πρωθυπουργού– «εξωελληνικές νοοτροπίες». Ιδεολογικές δηλαδή θέσεις ασύμβατες με ένα διαμορφωμένο έθνος όπως των Ελλήνων, το οποίο εξ αντικειμένου και αναπόδραστα είναι μπολιασμένο-προικισμένο από τις κλασικές έννοιες δημοκρατία, πολιτική και ελευθερία (ο καθείς το αντιλαμβάνεται απλά διαβάζοντας τον Ρήγα Βελεστινλή ή τον «αγράμματο» Μακρυγιάννη).
Τα σύγχρονα ιδεολογικά δόγματα μπορεί να ήταν αναγκαία υπό συνθήκες δουλοπαροικίας στην δυτική Ευρώπη, αλλά παντελώς ακατάλληλα για τα ιστορικά έθνη της Ανατολής. Αυτό το γεγονός, επιτρέψτε μου να τονίσω, διανύοντας τον 21ο αιώνα θα αναδεικνύεται ολοένα και περισσότερο, ενόσω φθίνουν οι ιδεολογικές ηγεμονικές μητροπόλεις, ενόσω ενισχύεται η αυτό-εκτίμηση των ιστορικών εθνών και ενόσω η εθνική ανεξαρτησία καθίσταται κοινή κοσμοθεωρητική παραδοχή αυτών των εθνών.
Τα εκατέρωθεν αδιέξοδα επιχειρήματα της σύγχρονης ελληνικής ιδεολογικής διαπάλης έχουν βαθιές ιστορικοπολιτικές ρίζες στην ταραχώδη πορεία των Νέων Χρόνων: Ηγεμονίες, αστικό κράτος, αστικοφιλελεύθερες ιδεολογίες, αποικιοκρατικές ιδεολογίες, κομμουνιστικές ιδεολογίες (που φιλοδόξησαν να αντικαταστήσουν την αστικοφιλελεύθερη σήψη), αποικιοκρατία, η αδιέξοδη δήθεν κοσμοϊστορική ηγεμονομαχία του 20ου αιώνα (αστικοφιλελευθερισμός, φασισμός, κομμουνισμός) και η ύστερη παιδαριώδης αμερικανοκινούμενη μεταμοντέρνα παγκοσμιολατρεία που έθρεψε εφήμερα την επικυρίαρχη ηγεμονική δύναμη. Ένα από τα μεγαλύτερα συγκαιρινά θύματα των μεταμοντέρνων θεωρημάτων και ιδεολογημάτων είναι η ελληνική κοινωνία. Αυτή η κακοτυχία ενδέχεται να οδηγήσει και στην κατάλυση του νεοελληνικού κράτους. Τα μεταμοντέρνα ιδεολογήματα και θεωρήματα στην συγκαιρινή ελληνική εκδοχή ένωσαν τα νήματα σχεδόν όλων των παρωχημένων ιδεολογιών, εισέρευσαν στα πανεπιστήμια, μπέρδεψαν την σκέψη στο πολιτικό και δημοσιογραφικό επίπεδο, ροκάνισαν τον πνευματικό κόσμο πολλών πολιτών και προκάλεσαν απίστευτα ανορθολογικές παραστάσεις όσον αφορά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Κυρίως, έπεισαν πολλούς να πιστέψουν ότι το νεοελληνικό (εθνο)κράτος είναι περιττό και αναλώσιμο (μέμνησον τις ηχηρές σαπουνόφουσκες περί «μετά-εθνικής εποχής» στις συζητήσεις που προκάλεσε η πλεκτάνη Αναν). Ένα νέφος πνευματικού ανορθολογισμού σκεπάζει πλέον την Ελλάδα (και την Κύπρο) ροκανίζοντας και εκμηδενίζοντας όσους έλληνες επιβίωσαν μετά το 1922 και που στην συνέχεια συνέρρευσαν στο νεοελληνικό κράτος ή επιβιώνουν επισφαλώς στο εσωτερικό της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Διέξοδος δεν υπάρχει αν δεν δημιουργηθεί μια κρίσιμη πνευματική μάζα –δυστυχώς κινούμαστε σε άγονη γραμμή προς μια αντίθετη εξοντωτική εθνομηδενιστική τροχιά– που θα καλλιεργήσει την αλήθεια επί δύο καίριων υποθέσεων που δεν είναι μόνο ελληνικού ενδιαφέροντος:
Πρώτον, όλες οι μορφικά πανομοιότυπες ιδεολογίες των Νέων Χρόνων αποτελούσαν τεχνητά και επίπλαστα κατεξουσιαστικά εποικοδομήματα («κρατικοεθνικά» και υπερκρατικά) που αντέστρεψαν μια δυσχερή μεν αλλά μακραίωνη δε πορεία του πολιτικού πολιτισμού που μέχρι τον 15ο αιώνα είχε κίνηση με ανοδική φορά. Οι αφετηρίες αυτής της διαδρομής εντοπίζονται, βασικά, στα πρώιμα στάδια του κλασικού πολιτισμού, ο οποίος διαχύθηκε ευρύτερα στην Αλεξανδρινή και μετά-Αλεξανδρινή εποχή και ο οποίος συνέχισε την δύσκολη αλλά ανοδική φορά κίνησης μέχρι και την πτώση του πνευματικού-πολιτικού επιτεύγματος της Βυζαντινής Οικουμένης. Η πτώση του Βυζαντινού κοσμοσυστήματος σήμαινε, βασικά, κατήφορο από τον οποίο μόλις το 1990 αρχίζουμε να ανακάμπτουμε. Δική μας θέση είναι ότι το μεγαλύτερο ιλαροτραγικό αστείο των ιστορικών αφηγήσεων είναι η χρήση της έννοιας «πρόοδος» για να ωραιοποιηθεί η δεσποτική έμμεση αντιπροσώπευση (που βαπτίστηκε «έμμεση δημοκρατία»), για να αιτιολογηθεί η αποικιοκρατία και να στηριχθούν όλοι οι ηγεμονικοί κατεξουσιασμοί των Νέων Χρόνων μέχρι και σήμερα. Δεύτερον και συναφές, ο ρητά αντί-Αριστοτελικός μοντερνισμός (στα δικά μου κείμενά τον αντιδιαστέλλω από τον ευρύτερο φαρδύ δρόμο της νεοτερικότητας μέσα στον οποίο τα έθνη παρά την διεθνιστικοϋλιστική ιδεολογική λαίλαπα συνέχισαν να βαθαίνουν) προκάλεσε μια όντως κοσμοϊστορικής σημασίας πνευματική κατάπτωση: Εκεί που η εθνική παράδοση από καταβολής πολιτικού πολιτισμού πάντοτε σήμαινε πνευματική-ανθρωπολογική θεμελίωση των κοινωνιών μέσα από εμβάθυνση της δημοκρατίας συνυφασμένης πάντοτε με το «ιδεώδες της (εθνικής) ανεξαρτησίας»), το «μεσαιωνικό πρόβλημα» της μηδενισμένης ευρωπαϊκής ανθρωπολογίας βρικολάκιασε και μεταγγίστηκε στον υπόλοιπο κόσμο διαμέσου του ηγεμονισμού και της αποικιοκρατίας και των ιδεολογιών που τα συνόδευαν.
Η συνάφεια αυτής της ιστορικής πτυχής με τις συντρέχουσες συζητήσεις μας είναι μεγάλη, καθότι κοινός τόπος των (πάντοτε) ηγεμονικά επιστρατευμένων διεθνιστικοϋλιστικών ιδεολογικών δογμάτων είναι το γεγονός ότι προτάσσουν κοσμοπλαστικά ιδεολογικά εποικοδομήματα με τα οποία επιχειρούν να αντιστρέψουν την σχέση ανθρωπολογίας-Πολιτικής. Αντί δηλαδή η υποκείμενη κοινωνία να διαμορφώνει την Πολιτική σύμφωνα με την ανθρωπολογική ετερότητα κάθε συλλογικής οντότητας όπως είναι και όπως εξελίσσεται, επιζητείται το αντίστροφο, δηλαδή, η ιδεολογία να διαμορφώνει την ανθρωπολογία. Προσεκτική ιστορική ματιά καταμαρτυρεί ότι αυτή ήταν η κύρια αιτία των εθνοκαθάρσεων και των γενοκτονιών στην Δυτική Ευρώπη, στην Βόρειο Αμερική και στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Αυτά μπορούμε να τα περιγράψουμε και διαφορετικά: Επιχειρήθηκε να αντιστραφεί η συνυφασμένη με τον πολιτικό πολιτισμό διαχρονική αντίληψη ότι η Πολιτική μπορεί μόνο να εδράζεται πάνω σε ένα Κοινωνικό το οποίο διαμορφώνεται τόσο από αισθητά όσο και από πνευματικά κριτήρια και παράγοντες. Η ιδεολογία ως έννοια τους Νέους Χρόνους αφορούσε, πιο συγκεκριμένα το εκμηδενισμένο ανθρωπολογικό περιβάλλον της μετά-Μεσσαιωνικής Ευρώπης. Υπό τις ανθρωπολογικά εκμηδενισμένες μετά-Μεσσαιωνικές συνθήκες επιχειρήθηκε ένα τεράστιο άλμα από την Θεοκρατία στην πνευματικά μηδενισμένη δημόσια σφαίρα. Πώς να έχουν δημοκρατία, κοινωνική ελευθερία, ατομική ελευθερία και πολιτική ελευθερία, μέσα σε κράτη πνευματικά εκμηδενισμένων όντων που μόλις εξήλθαν από τον Θεοκρατικό Μεσαίωνα! Η γένεση των υλιστικών ιδεολογιών υπό αυτές τις ιστορικές συνθήκες οφειλόταν στην προσπάθεια να μετατρέψουν ταχύρυθμα τους πνευματικά-ανθρωπολογικά μηδενισμένους δουλοπάροικους σε πολίτες, με το να εισάγουν τον παραλογισμό περί μιας αποκλειστικά υλιστικής πολιτικής ανθρωπολογίας. Οι αξιώσεις των «ξεβράκωτων» Γάλλων Επαναστατών μπόρεσαν να φθάσουν μόνο μέχρι το «κοινωνικό συμβόλαιο», έννοια που μέχρι και σήμερα θεωρεί την σχέση εξουσίας-πολίτη εξωπολιτική σύμβαση και όχι σχέση πολίτη-εντολέα – εντολοδόχου εξουσίας. Φιλοσοφικά, εξάλλου, η πολιτική νοήθηκε και συνεχίζει να νοηματοδοτείται με όρους ισχύος. Καταργείται ο Δήμος της Δημοκρατίας που διαμορφώνει πολίτες και νόμους και οι εκάστοτε αυτόκλητοι πεφωτισμένοι αλλάζουν κοσμοπλαστικά δόγματα όπως τα πουκάμισά τους. Όμως, βοηθούσης και της μαζικοπαραγωγής και μαζικοκατανάλωσης, όπως έξοχα περιέγραψε ο Παναγιώτης Κονδύλης, αυτή η άκαμπτη και μονολιθική δομή αθόρυβα αλλά αποτελεσματικά οδήγησε στην αντικατάσταση των μεταμοντέρνων ιδεολογιών από το μεταμοντέρνο κίνημα.
Παρενθετικά, μια μόνο λέξη για το τελευταίο ζήτημα και τις βαθύτατες ανθρωπολογικές του προεκτάσεις: Ο μοντερνισμός σε όλες τις ιδεολογικές αποχρώσεις θέλει να συντηρεί μια αποκλειστικά υλιστική δημόσια σφαίρα. Οι μοντερνιστικές ιδεολογίες, αφού φορτώσουν τους ανθρώπους με εξωπολιτικά προσδιορισμένα «δικαιώματα» (συχνά εν πολλοίς ονομαστικής μόνο αξίας), υποστηρίζουν πως «μέσα στην ιδιωτική σφαίρα ο καθείς μπορεί να είναι ότι θέλει». Τα προνομιούχα πεφωτισμένα ελίτ ορίζουν τους θεσμούς και την πολιτική στην βάση του ιδεολογικού (τους) δόγματος και όλα είναι... ευθύγραμμα. Όμως δεν είναι όλα ευθύγραμμα γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ευθύγραμμοι αλλά απέραντης και άσβεστης ετερότητας. Έτσι, η απέραντη ανθρώπινη ετερότητα εισερχόμενη μέσα στην δημόσια σφαίρα ασυμβίβαστα κουβαλεί τον πνευματικό της κόσμο επιζητώντας να την διαμορφώσει. Εδώ ακριβώς τελειώνει ο μοντερνισμός και επέρχεται ο εθνομηδενιστικός μεταμοντερνισμός. Με όχημα το συνονθύλευμα των μεταμοντέρνων ιδεολογημάτων και με ιδιαίτερη ένταση και πυκνότητα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, επιχειρείται να εκμηδενιστεί ο πολίτης μέσα στην ιδιωτική του σφαίρα: Αφού οι πολίτες αρνούνται να «ξεφορτωθούν» την ανθρωπολογική ετερότητά τους πριν εισέλθουν μέσα στα τείχη της μοντερνιστικής υλιστικής δημόσιας σφαίρας, στρατιές από φανατισμένα μεταμοντέρνα στρατιωτάκια επιδίδονται στην αποδόμηση των πολιτών μέσα στην ιδιωτική τους σφαίρα. Αυτό το γεγονός βοηθά στο να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους σχεδόν όλα τα ελληνικά ορφανά των ιδεολογιών του παρελθόντος, «συνωστίζονται» και συνάμα βολεύονται μέσα στα διεθνικά διανοητικά φόρα (τα οποία συχνά ποδογετούνται από ηγεμονικούς και διεθνικούς δρώντες) και στην συνέχεια με ιδιάζον ιεραποστολικό φανατισμό επιδίδονται στην πνευματική αποδόμηση των ελλήνων πολιτών (κατάσταση πλέον, ομολογουμένως ανεξέλεγκτη).
Η ιδεολογία πάντοτε νοούμενη ως δογματική πρόταξη κανονιστικών δομών στην κοινωνική βούληση νόθευε, ουσιαστικά, την κλασική έννοια της Πολιτικής, γεγονός που καθιστά επιτακτική την επιστροφή στο ανθρωποκεντρικό μέλλον της κλασικής εποχής και των κοσμοσυστημικών προϋποθέσεων της Αλεξανδρινής εποχής και της Βυζαντινής Οικουμένης. Βασικά μετά τον 16ο αιώνα και την αποδυνάμωση της Ρωμαιοκαθολικής Θεοκρατίας, αντί η πνευματική-αισθητή μέθεξη και σύμμιξη ανθρωπίνων ετεροτήτων υπό συνθήκες μιας αέναης αναζήτησης άμεσης δημοκρατίας, κοινωνικής ελευθερίας, ατομικής ελευθερίας και πολιτικής ελευθερίας, να οδηγήσει σε μια ολοένα βαθύτερη ανθρωποκεντρικά διαμορφωμένη ανθρωπολογία στο εσωτερικό κάθε διακριτής κοινωνικής οντότητας (εδώ συναφέστατη είναι η πολιτική τυπολογία του Γιώργου Κοντογιώργη για την «δημοκρατία ως ελευθερία»), δημιουργήθηκαν όλα εκείνα τα αντί-ανθρώπινα διεθνιστικοϋλιστικά ιδεολογικά δόγματα που ταλανίζουν όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και πολλά άλλα έθνη. Λίγοι εμπλεκόμενοι στην ιδεολογική διαπάλη, για παράδειγμα, βρίσκουν καιρό να σκεφτούν ότι με δεδομένη την ιστορική ανθρωπολογική ετερότητα όλων των συλλογικών οντοτήτων που αενάως βαθαίνει, ο διεθνιστικοϋλισμός που διέπει όλα τα σύγχρονα ιδεολογικά δόγματα, μπορεί να σημαίνει μόνο ροκάνισμα ή κατάργηση της ελευθερίας με οποιοδήποτε τρόπο και αν την κατανοούμε. Η παγκόσμια πολιτική-ανθρωπογική ενότητα ήταν, είναι και θα συνεχίζει να είναι ανέφικτη και τραγικά ουτοπική. Και όμως, στο όνομα των ποικιλόχρωμων άτοπων ιδεολογιών που αξιώνουν μια τέτοια ενότητα γέμισαν τεράστια νεκροταφεία, έγιναν εμφύλιοι πόλεμοι και συνεχίζουν να διχάζουν. Πολλοί δεν αναζητούν και δεν αξιώνουν δημοκρατία, ελευθερία και ανεξαρτησία αλλά περιστρέφονται γύρω από πολιτικά αστείους όρους όπως δεξιός, αριστερός, προοδευτικός, συντηρητικός κτλ, όλα κληρονομιά του κακού μοντερνιστικού παρελθόντος.
Αν για κάτι είμαι σίγουρος από τις πνευματικές μου αναζητήσεις –κυρίως διεθνολογικές– των δύο τελευταίων δεκαετιών, είναι ότι περιγραφικά μιλώντας τα πιο πάνω είναι περίπου αναντίρρητα. Μια περιεκτική και ουσιαστική συζήτηση εμποδίζεται, εν τούτοις, επειδή κυριαρχεί ακόμη η μοντερνιστική-μεταμοντέρνα ιδεολογική παράκρουση. Ανεξάρτητα προς το που θα οδηγηθεί ο κόσμος, αυτή η παράκρουση, πάντως, σταδιακά οι περισσότερες κοινωνίες την τοποθετούν μέσα στα ιστορικά χρονοντούλαπα.
Το πλείστο των δικών μου θεωρήσεων γύρω από αυτά τα ζητήματα αναπτύχθηκε στο «Κοσμοθεωρία των Εθνών» (Εκδόσεις Ποιότητα). Αξιόπιστες και μοναδικά έγκυρες επιστημονικές αναλύσεις, άλλοτε συγκλίνουσες και άλλοτε αποκλίνουσες, κανείς βρίσκει στα έργα των Κοντογιώργη, Ζιάκα, Γιανναρά, και, ασφαλώς, στην ανυπέρβλητη περιγραφική και ερμηνευτική στοχαστική παρακαταθήκη του Παναγιώτη Κονδύλη. Γνωρίζω ότι αυτές οι διεθνώς πρωτοπόρες θεωρήσεις στην χώρα μας και στην Δύση δεν είναι της μόδας. Η κατίσχυσή τους θα κωλύεται λόγω ενός ελάχιστα πνευματικά θρεπτικού μεταμοντέρνου χυλού ο οποίος λόγω κεκτημένης ταχύτητας συνεχίζει να ρέει μέσα σε κοινωνίες των οποίων τα πνευματικά αντισώματα ροκανίστηκαν οδηγώντας έτσι σε ανθρωπολογικό και κοινωνικοπολιτικό εκμηδενισμό. Σε αυτή την κακοτυχία, εξάλλου, πρέπει κανείς να αναζητήσει και την κακοδαιμονία της συντρέχουσας κρίσης των «ελληνικών ομολόγων». Πνευματική είναι η κρίση. Η οικονομική κρίση δεν είναι παρά μόνο μια παθολογική ένδειξη ή καλύτερα η κορυφή το παγόβουνου της καλπάζουσας πνευματικής παρακμής.
Αναδημοσίευση από το www.ifestosedu.gr
Το αλίευσα ΕΔΩ