“Οι Ρωμαίοι της Κωνσταντινούπολης επινόησαν μια νέα στρατηγική, το απόλυτο δόγμα της οποίας ήταν ότι οι απειλές αντιμετωπίζονται με τη διπλωματία. Αυτό μεταφράζεται σε κάτι το εξαιρετικά απλό: αν ο εχθρός σού επιτίθεται ή σε απειλεί, τότε πρέπει να ψάξεις για κάποιον άλλον εχθρό, ο οποίος θα είναι σε θέση να απειλήσει ή και να επιτεθεί στον πρώτο.“
“Βεβαίως. Ηταν μια σπουδαία αλλαγή στρατηγικής. Βασιζόταν στη μεγάλη ικανότητα που επέδειξαν οι Βυζαντινοί στη δημιουργία, τη συντήρηση και την αξιοποίηση ενός πολύ αποτελεσματικού δικτύου πληροφοριών – σήμερα θα λέγαμε intellingence. Η λειτουργία ενός τέτοιου δικτύου απαιτούσε την ύπαρξη μιας ιθύνουσας ελίτ με βαθιά παιδεία, που ήταν σε θέση να χειριστεί, να αξιολογήσει και να αξιοποιήσει τις πληροφορίες κατά τη διπλωματική δραστηριότητά της. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας είχε στη διάθεσή του μια μορφωμένη ελίτ που μπορούσε να κάνει μακρινά ταξίδια, να επισκεφθεί ξένες χώρες, να καταλάβει ποια είναι η πολιτική κατάσταση εκεί και να αναλύσει ενδεχόμενους κινδύνους. Και, βεβαίως, να συντάξει σωστές και ακριβείς αναφορές. Με αυτόν τον τρόπο, επί παραδείγματι, το έτος 550 οι κυβερνώντες στην Κωνσταντινούπολη ήταν οι μόνοι που γνώριζαν πολύ καλά τι συνέβαινε στην κεντρική Ασία. Ολα αυτά δεν θα ήταν εφικτά, αν δεν υπήρχε ως υπόβαθρο η ελληνική και ελληνιστική παιδεία, την οποία η άρχουσα τάξη στο Βυζάντιο διαφύλαξε και καλλιέργησε με μεγάλη αγάπη.“
“Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τις ένοπλες δυνάμεις τους μόνο για να χειριστούν την απειλή, να καθυστερήσουν τους εισβολείς, να ανακόψουν την προέλασή τους ή για να ενισχύσουν τους νέους συμμάχους. Σε αντίθεση με τους Ρωμαίους, δεν έριχναν τον στρατό τους στην αποφασιστική μάχη, εκείνη που ενδεχομένως να έκρινε την έκβαση του πολέμου. Οι Βυζαντινοί απέφευγαν συστηματικά τις κατά μέτωπον συγκρούσεις. Προτιμούσαν πάντα να μάχονται μέσω τρίτων και μόνον όταν αυτό δεν ήταν δυνατόν, εφάρμοζαν μια τακτική ανταρτοπολέμου, για να φθείρουν και να εξαντλήσουν τους εισβολείς.”
Έντουαρτ Λούτβακ, Συνέντευξη στον Δ. Δεληολάνη, Κυριακάτικη Καθημερινή 28/03/10
Αν μη τι άλλο, οι βυζαντινοί Έλληνες είχαν κοινή λογική και ένστικτο επιβίωσης. Όντας στο σταυροδρόμι μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου, όντας στο επίκεντρο κολοσσιαίων πληθυσμιακών μετακινήσεων, εισβολών και εποικισμών, που μετέβαλαν καθοριστικά τον παγκόσμιο χάρτη, έκατσαν και διαμόρφωσαν μια διεθνή στρατηγική, βαθιά διαποτισμένη από έναν αυθεντικό, διττό, ρεαλισμό. Ρεαλισμό ως προς τις συνθήκες που αντιμετώπιζε –έμφαση στην διπλωματία και την “μαλακή δύναμη” αντί για την ισχύ (ναι, οι Βυζαντινοί είχαν εξαιρετική συναίσθηση αυτού που πολλούς αιώνες αργότερα ο Γκράμσι αποκάλεσε ηγεμονία), και ανταρτοπόλεμο έναντι απειλών που ήταν αμιγώς ασύμμετρες– αλλά και ρεαλισμό ως προς την επίγνωση του πλούτου που ενυπάρχει στον ελληνικό τρόπο και της κατάλληλης αξιοποίησής του.
Πολυκεντρισμός, Πολιτιστική ηγεμονία, Ανταρτοπόλεμος (ασύμμετρη οργάνωση των στρατιωτικών δυνάμεων). Στοιχεία που κομίζει το βυζαντινό παρελθόν για την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού δόγματος εξωτερικής πολιτικής. Εναλλακτικός ως προς τον κυρίαρχο, παρασιτικό, που μας έχουν επιβάλει οι άρχουσες τάξεις: αυτού του ‘κράτους-πελάτη’ των μεγάλων Δυτικών δυνάμεων, που έχει εκμηδενίζει την διεθνή του αυθυπαρξία, και που έχει μεταβάλει το στράτευμα σε πεδίο πελατειακής πολιτικής και άθυρμα στα χέρια των αμερικανικών και των γερμανικών πολεμικών βιομηχανιών.
Ένα εναλλακτικό δόγμα, που πατάει στέρεα τόσο στην ελληνική ιστορία και παράδοση –κι άρα λαμβάνει υπόψη όλες τις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο, όσο και απαντάει στις πιο σύγχρονες και αποτελεσματικές τακτικές των μικρών και των αδυνάμων. Όντως, αν μελετήσει κανείς τους όρους της επικράτησης της Χεζμπολά έναντι της υπερεξελιγμένης και πανίσχυρης πολεμικής μηχανής του Ισραήλ, θα συναντήσει πολλές και θεμελιώδεις αναλογιές…
Τα πανεπιστήμια, και ιδιαίτερα οι σχολές των διεθνών σχέσεων και της πολιτικής επιστήμης, αν δεν θέλουν αν παραμείνουν θλιβερά μίσθαρνα όργανα της αποικιοκρατίας και των παρασιτικών αρχουσών τάξεων που έχουν βουλιάξει τον τόπο μας στα όρια της επιβίωσης και της ανεξαρτησίας του, θα πρέπει να αναδιοργανωθούν προς την κατεύθυνση της ανάδειξης και της αποκατάστασης αυτών των εναλλακτικών κατευθύνσεων. Και μπορούν να προσεγγίσουν αυτό το στοίχημα τόσο από τη θεωρητική σκοπιά του “επιστημονικού παραδείγματος” (ποιά θα ήταν η “ελληνική συμβολή” στις διεθνείς σχέσεις;), όσο και από την ενεργητική, πρακτική σκοπιά μιας παιδείας των “φιλοσόφων που δεν επιθυμούν μόνο να κατανοήσουν τον κόσμο και να τον αλλάξουν”, δηλαδή από την σκοπιά ενός πανεπιστημίου που να υπηρετεί τον αγώνα του λαού και του τόπου για ελευθερία και ζωή, σ’ έναν ασταθή, πολυπολικό και ταραγμένο κόσμο.
“Βεβαίως. Ηταν μια σπουδαία αλλαγή στρατηγικής. Βασιζόταν στη μεγάλη ικανότητα που επέδειξαν οι Βυζαντινοί στη δημιουργία, τη συντήρηση και την αξιοποίηση ενός πολύ αποτελεσματικού δικτύου πληροφοριών – σήμερα θα λέγαμε intellingence. Η λειτουργία ενός τέτοιου δικτύου απαιτούσε την ύπαρξη μιας ιθύνουσας ελίτ με βαθιά παιδεία, που ήταν σε θέση να χειριστεί, να αξιολογήσει και να αξιοποιήσει τις πληροφορίες κατά τη διπλωματική δραστηριότητά της. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας είχε στη διάθεσή του μια μορφωμένη ελίτ που μπορούσε να κάνει μακρινά ταξίδια, να επισκεφθεί ξένες χώρες, να καταλάβει ποια είναι η πολιτική κατάσταση εκεί και να αναλύσει ενδεχόμενους κινδύνους. Και, βεβαίως, να συντάξει σωστές και ακριβείς αναφορές. Με αυτόν τον τρόπο, επί παραδείγματι, το έτος 550 οι κυβερνώντες στην Κωνσταντινούπολη ήταν οι μόνοι που γνώριζαν πολύ καλά τι συνέβαινε στην κεντρική Ασία. Ολα αυτά δεν θα ήταν εφικτά, αν δεν υπήρχε ως υπόβαθρο η ελληνική και ελληνιστική παιδεία, την οποία η άρχουσα τάξη στο Βυζάντιο διαφύλαξε και καλλιέργησε με μεγάλη αγάπη.“
“Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τις ένοπλες δυνάμεις τους μόνο για να χειριστούν την απειλή, να καθυστερήσουν τους εισβολείς, να ανακόψουν την προέλασή τους ή για να ενισχύσουν τους νέους συμμάχους. Σε αντίθεση με τους Ρωμαίους, δεν έριχναν τον στρατό τους στην αποφασιστική μάχη, εκείνη που ενδεχομένως να έκρινε την έκβαση του πολέμου. Οι Βυζαντινοί απέφευγαν συστηματικά τις κατά μέτωπον συγκρούσεις. Προτιμούσαν πάντα να μάχονται μέσω τρίτων και μόνον όταν αυτό δεν ήταν δυνατόν, εφάρμοζαν μια τακτική ανταρτοπολέμου, για να φθείρουν και να εξαντλήσουν τους εισβολείς.”
Έντουαρτ Λούτβακ, Συνέντευξη στον Δ. Δεληολάνη, Κυριακάτικη Καθημερινή 28/03/10
Αν μη τι άλλο, οι βυζαντινοί Έλληνες είχαν κοινή λογική και ένστικτο επιβίωσης. Όντας στο σταυροδρόμι μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Βορρά και Νότου, όντας στο επίκεντρο κολοσσιαίων πληθυσμιακών μετακινήσεων, εισβολών και εποικισμών, που μετέβαλαν καθοριστικά τον παγκόσμιο χάρτη, έκατσαν και διαμόρφωσαν μια διεθνή στρατηγική, βαθιά διαποτισμένη από έναν αυθεντικό, διττό, ρεαλισμό. Ρεαλισμό ως προς τις συνθήκες που αντιμετώπιζε –έμφαση στην διπλωματία και την “μαλακή δύναμη” αντί για την ισχύ (ναι, οι Βυζαντινοί είχαν εξαιρετική συναίσθηση αυτού που πολλούς αιώνες αργότερα ο Γκράμσι αποκάλεσε ηγεμονία), και ανταρτοπόλεμο έναντι απειλών που ήταν αμιγώς ασύμμετρες– αλλά και ρεαλισμό ως προς την επίγνωση του πλούτου που ενυπάρχει στον ελληνικό τρόπο και της κατάλληλης αξιοποίησής του.
Πολυκεντρισμός, Πολιτιστική ηγεμονία, Ανταρτοπόλεμος (ασύμμετρη οργάνωση των στρατιωτικών δυνάμεων). Στοιχεία που κομίζει το βυζαντινό παρελθόν για την οικοδόμηση ενός εναλλακτικού δόγματος εξωτερικής πολιτικής. Εναλλακτικός ως προς τον κυρίαρχο, παρασιτικό, που μας έχουν επιβάλει οι άρχουσες τάξεις: αυτού του ‘κράτους-πελάτη’ των μεγάλων Δυτικών δυνάμεων, που έχει εκμηδενίζει την διεθνή του αυθυπαρξία, και που έχει μεταβάλει το στράτευμα σε πεδίο πελατειακής πολιτικής και άθυρμα στα χέρια των αμερικανικών και των γερμανικών πολεμικών βιομηχανιών.
Ένα εναλλακτικό δόγμα, που πατάει στέρεα τόσο στην ελληνική ιστορία και παράδοση –κι άρα λαμβάνει υπόψη όλες τις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τον ευρύτερο Βαλκανικό χώρο, όσο και απαντάει στις πιο σύγχρονες και αποτελεσματικές τακτικές των μικρών και των αδυνάμων. Όντως, αν μελετήσει κανείς τους όρους της επικράτησης της Χεζμπολά έναντι της υπερεξελιγμένης και πανίσχυρης πολεμικής μηχανής του Ισραήλ, θα συναντήσει πολλές και θεμελιώδεις αναλογιές…
Τα πανεπιστήμια, και ιδιαίτερα οι σχολές των διεθνών σχέσεων και της πολιτικής επιστήμης, αν δεν θέλουν αν παραμείνουν θλιβερά μίσθαρνα όργανα της αποικιοκρατίας και των παρασιτικών αρχουσών τάξεων που έχουν βουλιάξει τον τόπο μας στα όρια της επιβίωσης και της ανεξαρτησίας του, θα πρέπει να αναδιοργανωθούν προς την κατεύθυνση της ανάδειξης και της αποκατάστασης αυτών των εναλλακτικών κατευθύνσεων. Και μπορούν να προσεγγίσουν αυτό το στοίχημα τόσο από τη θεωρητική σκοπιά του “επιστημονικού παραδείγματος” (ποιά θα ήταν η “ελληνική συμβολή” στις διεθνείς σχέσεις;), όσο και από την ενεργητική, πρακτική σκοπιά μιας παιδείας των “φιλοσόφων που δεν επιθυμούν μόνο να κατανοήσουν τον κόσμο και να τον αλλάξουν”, δηλαδή από την σκοπιά ενός πανεπιστημίου που να υπηρετεί τον αγώνα του λαού και του τόπου για ελευθερία και ζωή, σ’ έναν ασταθή, πολυπολικό και ταραγμένο κόσμο.
Το αλίευσα ΕΔΩ