- Βρισκόμαστε σε μεγάλη στενοχώρια, Αββά, είπε αναστενάζοντας ο Μοναχός. Έχει μήνες να βρέξη και μας έλειψε τελείως το νερό.
- Γιατί δεν παρακαλείτε τον Θεόν να σας στείλη βροχή; ρώτησε ο Γεροντας.
- Προσευχές και λιτανείες κάνομε κάθε μέρα, αλλά δεν εισακουόμεθα.
- Τοτε δεν προσεύχεσθε, όπως πρέπει, είπε ο Πατήρ. Έλα, Αδελφέ, να κάνωμε μια προσευχή μαζί κι' ελπίζω πως θα την δεχτή ο φιλεύσπλαγχνος Θεός.
Στάθηκαν. Ο Άγιος Γεροντας σήκωσε τα χέρια του στον Ουρανό και έκαμε μια σύντομη, αλλά θερμή προσευχή στον Κυριο, να λυπηθή τα πλάσματά Του που υποφέρουν και να στείλη σ' αυτά την ευεργετική βροχή Του.
Δεν είχε προφθάσει να τελειώση, όταν πελώρια μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό και άρχισε να βρέχη ραγδαία βροχή.
Σαστισμένος ο Αδελφός από το θαύμα, που έγινε τόσο αστραπιαία μπροστά στα μάτια του, έμεινε πολλή ώρα σαν απολιθωμένος. Ύστερα έβαλε μετάνοια στον Αββά και με πολλήν ευλάβεια του φίλησε τα πόδια. Εκείνος πάλι αποφεύγοντας τον ανθρώπινο έπαινο, δεν συνέχισε την πορεία του, αλλά γύρισε πίσω στο κελλί του.