Η Κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας
Θεμιστοκλής Φ. Περτεσης, Φιλόλογος - Ιστορικός
Αριστερά: Η Εκκλησία του Άϊ -Γιάννη του Βαπτιστή δεσπόζει στην κεντρική πλατεία του Γκαλλιτσανού. Δίπλα στην σκάλα διακρίνεται η μαρμάρινη πλάκα την οποία αφιέρωσε στο χωριό η Πολιτιστική Εταιρία των Πανελλήνων «Μακεδνός» (ιούλιος 1993) ως σύμβολο φιλίας (φωτ. Domenico Nucera) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 8)
Δεξιά: Το Γκαλλιτσάνο «σκαρφαλωμένο» στις απόκρημνες πλαγιές του Ασπρομόντε της Καλαβρίας, υπήρξε καταφύγιο του Σπάρτακου και των ανδρών του. Αλλά και στα νεώτερα χρόνια (1860) οι κάτοικοι της περιοχής, γνωστοί ως Brigandi (ληστές), ήταν αντίπαλοι της ισχυρής φεουδαρχίας (φυσικά οι νεοΕθνικοί διαβλέπουν πάντοτε «λεβεντόπαιδα» σε περιοχές μόνο και εφόσον δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι). Η πρόσβαση στο χωριό βελτιώθηκε μετά της επισκευή του δρόμου, λόγω της επίσκεψης του Πατριάρχη Βαρθολομαίου το 2001. (φωτ. Θεμ. Περτέσης, Απρίλιος 2000) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 9)
«Είσαι Γκρίκο; Εμπα στο σπίτι μου να μπει ο ήλιος». Με αυτόν τον τρόπο οι κάτοικοι των ελληνοφώνων χωριών της Κάτω Ιταλίας, υποδέχονται σήμερα τους Έλληνες. Ταυτόχρονα απευθύνουν μια δραματική έκκληση προς κάθε αρμόδια Αρχή της μητέρας Ελλάδας, η οποία φαίνεται συχνά να αγνοεί ακόμη και την ύπαρξή τους. Όμως, οι Γκρεκάνοι φωνάζουν γεμάτοι υπερηφάνεια με όλη τους την ψυχή: «Είμαστε Γκρέτσοι, γιατί έχομε το ίντιο αίμα τσε την ίδια γκλώσσα». Ποιος έχει δικαίωμα να μείνει αδιάφορος αντιμετωπίζοντας αυτό το αγωνιώδες μήνυμα;
Λίγα ταξίδια μπορούν πραγματικά να παρουσιάσουν τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για τους Έλληνες ταξιδιώτες, όσο μια περιήγηση στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, περιοχές οι οποίες αποτέλεσαν, ως γνωστόν, πεδίο εκπληκτικής αποικιακής δραστηριότητας του αρχαίου ελληνισμού, κυρίως τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ. Σε αντίθεση με τους Τούρκους (οι οποίοι με επιμέλεια αποκρύπτουν το ελληνικό παρελθόν των τουριστικών περιοχών, όπως των παραλίων της Μ. Ασίας) οι Ιταλοί ευτυχώς αποκαλούν ακόμη και διαφημίζουν την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία ως «Μεγάλη Ελλάδα» (Magna Grecia).
Το όνομα αυτό εμφανίσθηκε για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα π.Χ. Η μεγάλη άνεση του χώρου της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας σε σχέση με τη στενότητα του κυρίως ελλαδικού, πιθανώς ήταν η αιτία για το όνομα. Τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το όνομα «Graeci» για τους Έλληνες και έχει οπωσδήποτε σχέση με τους Βοιωτούς Γραίους.
Οι απομονωμένοι Έλληνες της Καλαβρίας και της Απουλίας διατήρησαν πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τους παράδοσης και της γλώσσας τους.
Η ονομασία αυτή οφείλεται όχι μόνο στον πλούτο, την πυκνότητα και την ομορφιά των μνημείων που δημιούργησαν εκεί οι αρχαίες ελληνικές αποικίες, αλλά και στην πολιτιστική και οικονομική επικράτηση των Ελλήνων έναντι άλλων πολιτισμών, οι οποίοι άφησαν το στίγμα τους στην περιοχή. Με εξαίρεση τη Συρία, όπου υπάρχουν αρχαιότητες οκτώ διαφορετικών πολιτισμών, δεν υπάρχει άλλος τόπος στον κόσμο, ο οποίος να στολίζεται με μνημεία τόσων πολλών και ποικίλων πολιτισμών, οι οποίοι μάλιστα αλληλοεπηρεάσθηκαν και συγχωνεύθηκαν κατά τον πιο παράδοξο και ταιριαστό τρόπο. Φοίνικες, Έλληνες, Ρωμαίοι, Άραβες, Νορμανδοί, Γάλλοι, Ισπανοί κ.ά. άφησαν στα μέρη αυτά σπουδαία δείγματα των πολιτισμών τους και μνημεία που δείχνουν αυτή την αλληλεπίδραση. Κανείς, όμως, από τους πολιτισμούς αυτούς δεν άφησε ζωντανή μέχρι σήμερα την παράδοση του, εκτός από τον ελληνικό.
Αυτό ισχύει για τις περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας (Σαλέντο) στην Κάτω Ιταλία, όπου ακόμη και σήμερα διατηρείται άσβεστο το ελληνικό πνεύμα, μαζί με την ελληνική γλώσσα, η οποία εξελισσόμενη διαφορετικά μέσα στις συνθήκες της Ιταλίας έδωσε μια άλλη διάλεκτο, τα λεγόμενα «Γκρεκάνικα» (στην Καλαβρία) ή «Γκρίκο» (στην Απουλία).
Οι απομονωμένοι - για διαφόρους λόγους, οι οποίοι αναλύονται στη συνέχεια - Έλληνες των δύο αυτών περιοχών διατήρησαν πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τους παράδοσης και της γλώσσας τους, η οποία μέχρι σήμερα διέσωσε πολλές αρχαίες λέξεις και εκφράσεις. Πρόκειται για μια μοναδική στον κόσμο όαση αρχαιοελληνικής πολιτισμικής επιβίωσης, μαζί με εκείνη των φυλών Καφίρ στο Αφγανιστάν και Καλάς στο βόρειο Πακιστάν (στις δύο τελευταίες, όμως, δεν διατηρήθηκε η αρχαιοελληνική γλώσσα).
Τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας είναι εννέα (Γκαλλιτσανό, Αμεντολέα ή Αμυγδαλέα, Κοντοφούρι, Ροχούδι, Χωρίο Ροχούδι, Βουνί ή Ροκκαφόρτε ντελ Γκρέκο, Χωρίο Βουνίου, Βούα ή Βονά (Μπόβα) και Γυαλός του Βούα - Bova Marina ή Φούντακας), αλλά στην ευρύτερη ορεινή περιοχή του βουνού Ασπρομόντε υπάρχουν αρκετά ακόμη με ελληνικά ονόματα (Βασιλικό, Στύλος, Πενταδάκτυλο, Καταφόριο, Ιέραξ (Τζεράτσε), Πολύστενα κ.α.)
Αριστερά: Τοιχογραφία του ναού του Αγίου Στεφάνου (12ος αιώνας) στο Σολέτο της Απουλίας με την επιγραφή «ΣΟΦΙΑ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ». Η μικρή Εκκλησία, η οποία είναι γεμάτη από τοιχογραφίες είναι ότι πιο ελληνοπρεπές έχει να επιδείξει η περιοχή, σημάδι ότι το Ορθόδοξο δόγμα ήταν εδώ ζωντανό επί αιώνες (φωτ. Κώστας Φ. Παπακωνσταντίνου)
Δεξιά: Η πρόσφατα κατασκευασμένη Ορθόδοξη εκκλησία της Παναγίας «της Ελλάδας», στο Γκαλλιτσανό είναι το τελευταίο πραγματικό προπύργιο της διαφύλαξης της Ελληνικής γλώσσας, καθώς το σύνολο των κατοίκων ομιλεί γκρεκάνικα. Μοναδικός πολιτιστικός φάρος, δικαίως ονομάζεται «Ακρόπολη της Μεγάλης Ελλάδας» (φωτ. Domenico Nucera)
(Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σσ. 12 -13)
Σε απόσταση 600 χλμ, στην περιοχή της Απουλίας, (Σαλέντο), νοτίως του Λέτσε (Lecce, το οποίο ήταν γνωστό ως «Φλωρεντία του Νότου» ή «Αθήνα της Απουλίας») υπάρχουν άλλα εννέα ελληνόφωνα χωριά (Καλημέρα, Ματάνο, Μαρτινιάνο, Κοριλιάνο ντ’ Ότραντο, Καστρινιάνο ντεϊ Γκρέτσι, Τζολίνο, Σολέτο, Στερνατία και Μελπινιάνο) με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από γεωφυσική και οικονομική άποψη και με ελάχιστες επαφές και ανταλλαγές με τα χωριά της Καλαβρίας. Το μόνο κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των δύο περιοχών είναι αυτή η μοναδική και ιδιόρρυθμη γλώσσα, η οποία επέζησε 27 ολόκληρους αιώνες μέσα από τα τοπωνύμια, τα τραγούδια, τις παραδόσεις και τα έθιμα των κατοίκων τους.
ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΚΡΕΚΑΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Ο σύγχρονος γλωσσολόγος ερευνητής Αναστάσιος Καραναστάσης, ο οποίος με εντολή της Ακαδημίας Αθηνών μελετά επί πολλά χρόνια την γκρεκάνικη διάλεκτο, στηρίζει και ισχυροποιεί τη Θεωρία του Γ. Χατζιδάκι περί αδιάλειπτης συνέχειας της γλώσσας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα με μια σειρά παρατηρήσεων:
1. Η ύπαρξη πολλών σπάνιων αρχαίων λέξεων, κυρίως δωρικών, ανύπαρκτων όμως στη βυζαντινή και στη νεοελληνική γλώσσα, π.χ. νασίδα = νησίδα, τράφο= τάφρος, αγιολούπο = αιγίλωψ (άγρια βρώμη) κ.ά.
2. Η διαφορετική προφορά των διπλών συμφώνων, η οποία προέρχεται από τους Δωριείς και δεν απαντάται στη βυζαντινή ούτε στη νεοελληνική, π.χ. ξίφος > σκίφος, ψαλίς > σπαλίς.
3. Η γλώσσα των ελληνοφώνων διατηρεί σπάνια αρχαία σημασιολογικά στοιχεία, διαφορετικά στη νεοελληνική, π.χ. το ρήμα σηκώνω δεν έχει τη σημασία του υψώνω (νεοελλ.) αλλά την αρχαία, δηλ. φυλάσσω σε κλειστό χώρο.
Η γλώσσα, βέβαια, εμπλουτίστηκε κατά τους βυζαντινούς χρόνους με λέξεις του λεξιλογίου της Εκκλησίας, π.χ. Πασκαλία = Πάσχα, Πιφανεία = Επιφάνεια.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η ύπαρξη ιδιόρρυθμων μοναδικών λέξεων, π.χ. αγαπησίν = αγάπη, όστρια = έχθρα κ.ά. Το στοιχείο αυτό προέκυψε από την ανάγκη του εμπλουτισμού της γλώσσας κατά τη μακροχρόνια απομόνωση των ελληνόφωνων πληθυσμών, κυρίως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Τα γκρεκάνικα, όμως, εκτός από τις αρχαιοελληνικές ρίζες τους και τον βυζαντινό εμπλουτισμό παρουσιάζουν μια εντελώς ιδιαίτερη μορφή εξαιτίας και των λεξιλογικών δανείων τους από την ιταλική γλώσσα, τα οποία ενσωματώθηκαν αφού ακολούθησαν τους κανόνες της ελληνικής γραμματικής, π.χ. η ιταλική λέξη bicchiere (ποτήρι) έγινε το μπικέρι, του μπικεριού κλπ.
Έτσι, το ιδίωμα των ελληνοφώνων έχει προσλάβει έναν μελωδικό τόνο, και θυμίζει αμυδρά την κυπριακή ή την κρητική διάλεκτο.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Μια ιστορική αναδρομή στις ρίζες των ελληνοφώνων της Κάτω Ιταλίας βοηθά και στη διερεύνηση του προβλήματος της καταγωγής τους, καθώς και της εξέλιξης της γλώσσας τους. Κατά τον Ηρόδοτο (7, 170) οι πρώτοι Ελληνες έφθασαν στην Ιταλία από την Κρήτη, ενώ κατά τον Στράβωνα οι πρώτες εγκαταστάσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. Ο πραγματικός ελληνικός αποικισμός, ωστόσο, άρχισε τον 8ο και κορυφώθηκε τον 6ο και τον 5ο αιώνα π.Χ.
Οι αποικίες που ιδρύθηκαν στην Κάτω Ιταλία (ο Τάρας, το Ρήγιο, η Κύμη, 1 Ελέα, η Ηράκλεια, η Ποσειδώνια, η Σύβαρις, ο Κρότων, το Μεταπόντιο κ.ά.) από αποίκους διαφόρων περιοχών της μητροπολιτικής Ελλάδας ήκμασαν επί αιώνες σε όλους τους τομείς των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών.
Αριστερά: Στο κεντρικό πάρκο της Καλημέρας (η οποία έλαβε το όνομά της από το «Καλό μέρος» στο οποίο κτίσθηκε στην περιοχή της Απουλίας (Σαλέντο), βρίσκεται η μαρμάρινη αυτή στήλη, πιστό αντίγραφο αρχαίας νεκρικής του 4ου αιώνα π.Χ., η οποία παριστάνει μια Αθηναία κόρη και δωρήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων (επί δημαρχίας Κατσώτα), το 1960. Στο μνημείο χαράχθηκε ο πρώτος στίχος από το «Το τραγούδι της Ελλάδας του Σαλέντο», του Ερνέστο Απρίλε: «Ξένη, εσύ δεν είσαι, εδώ στην Καλημέρα» (φωτ. Θεμ. Περτέσης, Αύγουστος 2002). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 15)
Δεξιά: Καλαβρία, ερείπια του αρχαίου θεάτρου της Σύβαρης, πόλης της Μεγάλης Ελλάδας, της οποίας οι κάτοικοι, χάρη στον πλούτο τον οποίο απέκτησαν από το εμπόριο, έμειναν γνωστοί στην Ιστορία για την τρυφηλή ζωή τους, ασχολούμενοι υπερβολικά με εορτές, συμπόσια, 9εάματα και απολαύσεις («συβαριτισμός») (από το βιβλίο Calabria, εκδ. Matonti, Terni 1999). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 15)
Το αρχαίο ελληνικό όνομα της σημερινής Καλαβρίας ήταν Ιταλία ή Οινωτρία, ενώ Καλαβρία οι Έλληνες ονόμαζαν τότε τη σημερινή Απουλία. Στους χρόνους της Ρωμαιοκρατίας, όπως τεκμηριώνεται από αρχαιολογικές ανασκαφές, έγιναν μετακινήσεις των ελληνικών πληθυσμών από τα παράλια προς την ενδοχώρα και την οροσειρά του Ασπρομόντε της Καλαβρίας, ενώ η ελληνική γλώσσα κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο έγινε επίσημη γλώσσα της Θείας Λειτουργίας, χωρίς να υποβαθμίζεται από τη λατινική.
Αργότερα οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους σε ορισμένα τμήματα της Κάτω Ιταλίας (Καλαβρία, Οτράντο), ακόμη κι όταν έχασαν τη Σικελία από τους Άραβες (823 μ.Χ.). Πρωταρχικό ρόλο σ’ αυτό έπαιξε το γεγονός ότι σε αυτά τα μέρη οι Βυζαντινοί βρήκαν πολλά και σημαντικά κατάλοιπα ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι αποδέχθηκαν τη βυζαντινή κυριαρχία. Σ’ αυτούς προστέθηκαν επίσης Βυζαντινοί πολιτικοί και στρατιωτικοί υπάλληλοι με τις οικογένειες τους, αλλά και οι Έλληνες πρόσφυγες από το εξαρχάτο της Καρχηδόνας (Β. Αφρική) και από τη Σικελία, μετά την κατάληψη τους από τους Άραβες. Εξάλλου, οι συχνές επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους συνέβαλαν στις μετακινήσεις πληθυσμών, όπως αποδεικνύουν και οι λαϊκές παραδόσεις των ελληνοφώνων.
Από τον 5ο έως τον 11ο αιώνα μ.Χ. ο ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας κατόρθωσε όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά κατά καιρούς να γνωρίσει μεγάλη ακμή λόγω των αλλεπάλληλων νέων εποικισμών από ελληνικούς πληθυσμούς, οι οποίοι μετακινήθηκαν από τον ελλαδικό χώρο, την Κωνσταντινούπολη, τη Μ. Ασία και τις βυζαντινές ανατολικές επαρχίες. Αιτίες υπήρξαν η δράση των μονοφυσιτών, επιδρομές αραβικών και σλαβικών φύλων και θρησκευτικές έριδες με αποκορύφωμα τους διωγμούς της Εικονομαχίας (726 - 843 μ.Χ.), περίοδο κατά την οποία ένα πλήθος εικονόφιλων μοναχών, κληρικών αλλά και λαϊκών κατέφυγε στις ελληνόφωνες περιοχές.
Η απώλεια των βυζαντινών εδαφών της Ιταλίας από τους Νορμανδούς στο τέλος του, 11ου αιώνα και άλλες επιδρομές από τους Γάλλους, τους Ισπανούς κ.ά. προκάλεσαν την παρακμή του ελληνορθόδοξου στοιχείου, με μόνη εξαίρεση τις περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας, όπου οι κατακτητές παραχώρησαν προνόμια στους Έλληνες, σχετικά με τις παραδόσεις και τη γλώσσα, για να τους κρατούν σε ισορροπία μαζί με τους Λατίνους και τους Άραβες. Η ελληνική παρουσία ενισχύθηκε τον 12ο αιώνα με 15.000 Έλληνες τους οποίους μετέφερε ο Νορμανδός ηγεμόνας Ρογήρος Β’ για την ανάπτυξη της σηροτρο φίας στην Καλαβρία και τη Σικελία. Η ελληνική γλώσσα, βέβαια, υπέστη μεγάλες προσμείξεις, αλλά επιβίωσε βοηθούμενη από τον κλήρο και το ελληνικό θρησκευτικό τελετουργικό.
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) και η σταδιακή τουρκική κατάκτηση του ελλαδικού χώρου προκάλεσαν ένα τελευταίο κύμα εποίκων προς την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία, με αποτέλεσμα όχι μόνο να διασωθεί το ελληνικό στοιχείο από την εξαφάνιση, αλλά να ενισχυθεί και να ακμάσει επί δύο ακόμη αιώνες.
Δυστυχώς οι συνεχείς πιέσεις και παρεμβάσεις της Καθολικής Εκκλησίας και η σταδιακή υποχώρηση της ελληνικής γλώσσας έναντι της ιταλικής επέφεραν την απομόνωση των ελληνικών πληθυσμών και την τελική παρακμή τους στο τέλος του 16ου αιώνα. Οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών έχασαν τη θρησκευτική τους αυτονομία και την Ορθοδοξία τους βίαια: στη μεν Καλαβρία με προδοσία (1574), στη δε Απουλία μετά από δολοφονία (1621). Ειδικότερα, στην Καλημέρα ο τελευταίος Έλληνας επίσκοπος δολοφονήθηκε από τους Λατίνους και κατά συνέπεια η Εκκλησία περιήλθε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο του Οτράντο. Αντίστοιχα, στην Μπόβα (Καλαβρία) ο πρώτος ιερέας που δέχθηκε να λειτουργήσει στα λατινικά, ο Salvatore Seviglia, αποκλήθηκε Giuda (προδότης). Οι Έλληνες όμως της Καλαβρίας δεν έπαψαν να εκκλησιάζονται στα ελληνικά μέχρι τον 19ο αιώνα.
Αριστερά: Στην Μπόβα Μαρίνα και στο Γκαλλιτσανό τα ονόματα των δρόμων είναι γραμμένα και στα ελληνικά και όχι μόνο με λατινικούς χαρακτήρες, όπως στα υπόλοιπα ελληνόφωνα χωριά (φωτ. Θεμ. Περτέσης, Ιούλιος 2001). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 18)
Δεξιά: Κάτοικοι του χωριού Γκαλλιτσάνο χορεύουν ταραντέλλα. Η φημισμένη ταραντέλλα είναι παραδοσιακός χορός όλης της Μεγάλης Ελλάδας. Έχει τις ρίζες της στον λεγόμενο ταραντινισμό και την συνήθεια των γεωργών του Τάραντα, οι οποίο μετά το επώδυνο τσίμπημα μιας μεγάλης αράχνης της περιοχής (ταράντα) επιδίδονταν επί μέρες σε ξέφρενα χοροπηδητά μέχρι να γιατρευτούν. Τα σημερινά εθιμικά δρώμενα με όσους γίνονται εθελοντικά «ταρανταίοι» στην εορτή του Αγίου Παύλου θυμίζουν χορό μαινάδων στις Ορφικές και Διονυσιακές λατρείες της αρχαιότητας. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 19)
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΤΟΥΣ
Το ορθόδοξο τυπικό στη θρησκεία των ελληνοφώνων μπορεί να ξεριζώθηκε μετά από διωγμούς πάσης φύσεως, η γλώσσα τους όμως διατηρήθηκε πεισματικά μέσα από την προφορική παράδοση. Το 1802 ο Άγγλος περιηγητής John Chetwode Eustace «ανακάλυψε» τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας. Αργότερα δημοσίευσε τις εντυπώσεις του, με στοιχεία της «περίεργης» διαλέκτου, ανακινώντας το ζήτημα του ιδιώματος τους. Οι ίδιο οι ελληνόφωνοι, λόγω της απομόνωσης τους, δεν γνώριζαν την ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της καταγωγής τους, την οποία αντιλήφθηκαν μόνο μετά τις πρώτες επισκέψεις επιστημόνων ερευνητών. Όταν το θέμα εξαπλώθηκε διεθνώς, άρχισε και η διατύπωση ποικίλων θεωριών σχετικά με την καταγωγή τους, η βάση των οποίων είναι κυρίως γλωσσολογική, εφόσον δεν υπάρχουν άλλα ιστορικά δεδομένα.
Το 1870 και το 1878 ο Ιταλός γλωσσολόγος Giuseppe Morosi δημοσίευσε δύο πολύ επιμελημένες μελέτες σχετικά με την «γκρεκάνικη» διάλεκτο, όπου υποστηρίζει ότι το ιδίωμα είναι νεοελληνικό και ότι οι ελληνόφωνοι της Απουλίας προέρχονται από Βυζαντινούς εποίκους του 9ου - 11ου αιώνα, ενώ της Καλαβρίας από εποίκους του 11ου - 12ου αιώνα, στηριζόμενος στην παρατήρηση ότι από τον 4ο έως τον 9ο αιώνα υπάρχει ένα χάσμα της γραπτής παράδοσης στις περιοχές αυτές. Πρώτος ο Έλληνας γλωσσολόγος Γ Χατζιδάκις, στις 11 Μαρτίου 1899, αντέκρουσε τη θεωρία αυτή υποστηρίζοντας τη συνέχεια της γλώσσας στην Κάτω Ιταλία από την εποχή της Μεγάλης Ελλάδας μέχρι σήμερα.
Τη θεωρία του G. Morosi υποστηρίζουν οι γλωσσολόγοι Battisti, Alessio, Or. Parlangeli, H. Pernot, Ιακ. Διζικιρλικης κ.ά., ενώ αυτή του Γ. Χατζιδάκι οι Gerhard Rohlfs (Γερμανός καθηγητής και ένθερμος φιλέλληνας, ο οποίος έκανε την Κ. Ιταλία δεύτερη πατρίδα του πραγματοποιώντας επί 60 χρόνια γλωσσολογικές έρευνες), Σταμ. Καρατζάς, Σ. Καψωμένος, Αγγ. Τσοπανάκης, Αναστ. Καραναστάσης κ.ά.
Οι ίδιοι οι κάτοικοι των ελληνόφωνων χωριών πιστεύουν ότι παρά τις προσμείξεις και τα νεώτερα γλωσσικά δάνεια, ο βασικός πυρήνας τους αποτελείται από απογόνους των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδας του β’ αρχαιοελληνικού αποικισμού και ότι δεν έχουν σχέση με τους νεώτερους Έλληνες πρόσφυγες «που τους χάλασαν τη γλώσσα», όπως υποστηρίζουν οι εντόπιοι «λόγιοι». Χρησιμοποιούν τη λέξη Griko (γρήκος, λατιν. Graecus), η οποία δεν χρησιμοποιείται στην Ελλάδα και γράφουν τις ελληνικές λέξεις με λατινικούς χαρακτήρες.
Πρέπει οπωσδήποτε να τονισθεί ότι αυτή η διάλεκτος αναπτύχθηκε και διατηρήθηκε μόνο με τον προφορικό λόγο και επιβίωσε τόσους αιώνες εξαιτίας τις απομόνωσης των πληθυσμών αυτών. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρχε ελάχιστη επαφή και επικοινωνία με τα γειτονικά αστικά κέντρα, ενώ επικρατούσε η ενδογαμία. Επί εποχής Μουσολίνι, ο οποίος ήθελε να εξαλείψει τις εθνικές μειονότητες του ιταλικού κράτους, η φασιστική προπαγάνδα έπαιξε αρνητικό ρόλο.
Οι συνθήκες, όμως, άλλαξαν. Η φοίτηση στα ιταλικά σχολεία και η στρατιωτική θητεία είναι πλέον υποχρεωτική, εφόσον παρά το παρελθόν τους οι κάτοικοι των περιοχών αυτών είναι Ιταλοί πολίτες. Οι μετακινήσεις και οι επαφές με τον ιταλικό πληθυσμό - μέσα από την καθημερινή ζωή και την επιρροή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας - είναι πλέον εύκολες και απαραίτητες, καθώς κοινωνική και η οικονομική οργάνωση είναι τελείως διαφορετικές. Έτσι, σήμερα ο κίνδυνος εξαφάνισης του γκρεκάνικου ιδιώματος είναι πια ολοφάνερος. Στα εννέα χωριά της Καλαβρίας ζουν περίπου 20.000 κάτοικοι, από τους οποίους μόνο οι 4.000 - 4.500 καταλαβαίνουν και πολύ λιγότεροι μιλούν τη γλώσσα, οι γεροντότεροι. Μόνο στο Γκαλλιτσανό των 200 περίπου κατοίκων η γκρεκάνικη διάλεκτος ομιλείται ακόμη και από τα παιδιά. Στην Απουλία, όπου οι ελληνόφωνοι είναι καλύτερα οργανωμένοι, η κατάσταση είναι σαφώς καλύτερη, αλλά παραμένει προβληματική (από τους 45.000 κατοίκους, 20.000 ομιλούν γκρεκάνικα).
Αριστερά: Η Εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Κοριλιάνο ωτ’ Ότραντο της Απουλίας διακρίνεται από μακριά χάρη στο καμπαναριό της. Κοντά στο χωριό υπήρχε από τον 10ο αιώνα και το ομώνυμο Ορθόδοξο μοναστήρι, με σημαντική πνευματική δραστηριότητα, καθώς εκεί ως τον 15ο αιώνα διδάσκονταν αρχαία ελληνικά και λατινικά και αντιγράφονταν αρχαία κείμενα. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 20)
Δεξιά: Το Ροχούδι της Καλαβρίας, μια απρόσιτη αετοφωλιά ανάμεσα στα ποτάμια Αμεντολέα και Φούρια, παραμένει από το 1973 «χωριό-φάντασμα» εξαιτίας των πλημμύρων και των συνεχών κατολισθήσεων (φωτ. Domenico Nucera) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 21)
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΑ ΧΩΡΙΑ
Στην Καλαβρία τα χωριά είναι «σκαρφαλωμένα» στις άγριες πλαγιές του Ασπρομόντε, 70 χλμ. νοτιοανατολικά του Ρηγίου, πρωτεύουσας του νομού. Παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά των κλειστών, απομονωμένων κοινωνιών: προβληματικό βιοτικό επίπεδο και, ως αναπόφευκτη συνέπεια, μετανάστευση και εγκατάλειψη του τόπου, η οποία είναι εμφανέστατη σε κάθε βήμα του επισκέπτη. Εκεί οι άνθρωποι ζουν στο πτωχότερο, ίσως, μέρος της Ευρώπης, με το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα και ασχολούνται με την καλλιέργεια σιτηρών, αμπελιών και ελαιών. Ορισμένοι εξελίχθηκαν σε δημόσιους υπαλλήλους (κυρίως στη δασική υπηρεσία), δασκάλους, ιατρούς και εμπόρους. Η κυριότερη όμως ελπίδα για την παραμονή των νέων στην περιοχή είναι η ανάπτυξη του τουρισμού.
Στην Απουλία οι συνθήκες είναι σαφώς καλύτερες. Τα ελληνόφωνα χωριά βρίσκονται σε μια εύφορη πεδιάδα γεμάτη από αμπέλια, οπωροφόρα, ελιές και φυτείες καπνού, με μικρές βιομηχανίες επεξεργασίας ξύλου, κάρβουνου και οικοδομικών υλικών, μικρά εργοστάσια χειροτεχνίας και κεραμοποιίας, καθώς και ένα καλό συγκοινωνιακό δίκτυο. Έτσι έχουν δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες διαβίωσης και ένα βιοτικό επίπεδο αρκετά υψηλό.
Κατά τις επαφές με τους ελληνόφωνους και των δύο περιοχών, είτε πρόκειται για απλούς βοσκούς και αγρότες, είτε για δασκάλους και καθηγητές, όπως ο πρώην υπεύθυνος του Κέντρου Ελληνόφωνων Σπουδών στη Bova Marina, Elio Cotronei, και ο σημερινός διάδοχος του Filippo Vidi, μπορεί κανείς να διακρίνει καθαρά την αγωνία και τον προβληματισμό τους για τη συνεχή συρρίκνωση της γλώσσας τους κατά τις τελευταίες δεκαετίες και την πορεία της στις αρχές του 21ου αιώνα.
Οι ενέργειες των Γκρεκάνων περιλαμβάνουν διαβήματα στις Αρχές, αδελφοποιήσεις με διάφορους δήμους της Ελλάδας, εκτύπωση της πρώτης Γκρεκάνικης Γραμματικής, έκδοση μικρών εφημερίδων και περιοδικών, εκκλήσεις σε ξένους οργανισμούς, δημιουργία πολιτιστικών συλλόγων με ελληνικό όνομα, οργάνωση διεθνών συνεδρίων (ώστε να ανταλλαγούν απόψεις από τους ειδικούς επιστήμονες, όπως γλωσσολόγους, λαογράφους, εθνολόγους, ιστορικούς, αρχαιολόγους κ.ά.), ακόμη και την έκδοση μιας πλούσιας ποιητικής συλλογής Με περισσότερα από 100 ποιήματα 30 σύγχρονων ποιητών από τις περιοχές αυτές, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι η σύγχρονη ελληνόφωνη ποίηση της Κάτω Ιταλίας συνεχίζει τη μεγάλη λυρική παράδοση της αρχαιότητας.
Αριστερά: Ομάδα μουσικών από το Ροχούδι και το Γκαλλιτσάνο με την τοπική Καλαβρέζικη ενδυμασία των ελληνόφωνων. Μερικά από τα κυριότερα όργανά τους είναι το ντέφι, η τσαμπούνα (από δέρμα κατσίκας) και το σουράβλι. . (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 22)
Δεξιά: Αυθεντικό στιγμιότυπο στο οποίο ελληνόφωνοι στα μέσα του 20ου αιώνα τρώνε οικογενειακώς το κολατσιό τους στο διάλειμμα του τρύγου. Οι ελληνόφωνοι είναι υπερήφανοι, φιλόξενοι, ευγενικοί και η καλλιτεχνία τους είναι έμφυτη. Το κυρίαρχο στοιχείο που τους συνδέει είναι ο δεσμός με την οικογένεια, ο σεβασμός στα μέλη της και ειδικά στους γεροντότερους. Έχουν παραμύθια, μύθους, ιστορίες, μοιρολόγια, αφηγήματα σαν γνήσιοι έλληνες αλλά διακρίνονται ιδιαίτερα στο τραγούδι. Τους συνοδεύει ο έρωτας και η κτητικότητα. Για την γυναίκα σημασία έχει το ενδιαφέρον για την οικογένεια και η καλοσύνη ενώ τον άντρα τον χαρακτηρίζει περισσότερο η τιμή. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 23)
Ευτυχώς οι νεώτεροι ελληνόφωνοι μετά από μια περίοδο κατά την οποία αισθάνονταν κάπως μειονεκτικά (π.χ. κατά τη δεκαετία του 1970 όλοι ήθελαν να ξεχάσουν όχι μόνο τη συγκεκριμένη αλλά όλες τις διαλέκτους, καθώς η τάση που κυριαρχούσε ήταν ότι η γλώσσα που έπρεπε να μάθουν ήταν η αγγλική), τελικά συνειδητοποιώντας τον γλωσσικό τους πλούτο, άρχισαν να αισθάνονται ξανά υπερήφανοι για την καταγωγή, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους. Πάντως το ιταλικό κράτος, σκόπιμα ή όχι, αδρανεί. Τουλάχιστον η απόφαση του ιταλικού κοινοβουλίου τον Απρίλιο του 1998 να αναγνωρίσει τα γκρεκάνικα ως προστατευόμενη γλώσσα ήταν εξαιρετικά σημαντική για τη διάσωση της.
Το ελληνικό κράτος τα τελευταία χρόνια δείχνει ευτυχώς μια ευαισθησία για τη διατήρηση αυτού του ιδιαίτερου ιδιώματος και έχουν εκπονηθεί εκπαιδευτικά προγράμματα κυρίως για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας. Το πρόβλημα είναι ότι οι δάσκαλοι, οι οποίοι στάλθηκαν από την Ελλάδα (σήμερα έξι στην Απουλία και τέσσερις στην Καλαβρία), διδάσκουν τα παιδιά κυρίως νέο ελληνικά, ενώ το μάθημα πρέπει να γίνεται και στο ελληνόφωνο ιδίωμα, ώστε να διασωθεί. Στο Πανεπιστήμιο του Λέτσε υπάρχει εκτός από την έδρα Ελληνικής Φιλολογίας και Τμήμα για τα γκρίκο, ώστε οι διδάσκοντες να γνωρίζουν και τις δύο γλώσσες.
Αριστερά: Παραδοσιακή στολή των ελληνοφώνων από την περιοχή του Μαρτάνο της Απουλίας (φωτ. GSAC). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 23)
Δεξιά: Η ημιερειπωμένη αλλά πρόσφατα στεγασμένη Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεριστή (12ος αιώνας) στην Καλαβρία παραχωρήθηκε το 1994 από την κοινότητα του Bivongi για 99 χρόνια σε Αγιορείτες μοναχούς οι οποίοι με τον πρωτεργάτη τον πατέρα Κοσμά προσπαθούν να αναστήσουν την Ορθοδοξία στην ευρύτερη περιοχή. Η μονή υπάγεται στην ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Ιταλίας. . (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 24)
Εκτός από τη γλώσσα, ένα άλλο στοιχείο, το οποίο αξίζει μελέτης, είναι η νοσταλγική μουσική τους. Ο ρυθμός των τραγουδιών τους είναι είτε γρήγορος και εορταστικός είτε αργός και κατανυκτικός. Οι ελληνόφωνοι έχουν παραμύθια, μύθους, ιστορίες, μοιρολόγια, αφηγήματα σαν γνήσιοι Έλληνες, αλλά διακρίνονται ιδιαίτερα στο τραγούδι. Είναι φιλόξενοι, υπερήφανοι, ευγενικοί και η καλλιτεχνία τους είναι έμφυτη. Το κυρίαρχο στοιχείο, το οποίο τους συνδέει όλους, είναι ο δεσμός με την οικογένεια, ο σεβασμός στα μέλη της και ειδικά στους γεροντότερους. Ο έρωτας και η κτητικότητα, η οποία τον συνοδεύει, συνδέει τους ανθρώπους για όλη τη ζωή τους. Και, βέβαια, ενώ τη γυναίκα την χαρακτηρίζει το ενδιαφέρον για την οικογένεια και η καλοσύνη, τον άντρα τον χαρακτηρίζει περισσότερο από όλα η τιμή.
Αριστερά: Η περίφημη Κατόλικα (Cattolica) πάνω από το χωριό Στύλος της ορεινής Καλαβρίας, είναι η μόνη βυζαντινή εκκλησία χρονολογούμενη από τον 10ο αιώνα μ.Χ. η οποία παραμένει άθικτη στον χρόνο. Έχει 5 τρούλους και μοιάζει πολύ με την Παναγία Κουμπελίδικη της Καστοριάς. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 24)
Δεξιά: Το Μαρτάνο είναι η πρωτεύουσα του συμπλέγματος των εννέα ελληνόφωνων χωριών του Σαλέντο με πληθυσμό 15.000 κατοίκων. Είναι σημαντικό ότι το χωριό αυτό διέσωσε μέχρι σήμερα μια σειρά λαϊκών τραγουδιών, με σημαντικότερα τα μοιρολόγια, των οποίων ο στίχος και ο ρυθμός παραπέμπουν σε εκείνα της Μάνης και της Νισύρου (φωτ. Κώστας Φ. Παπακωνσταντίνου) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 25)
Τα μικρά παιδιά άρχισαν τα τελευταία χρόνια να συναντιούνται και να μιλούν μόνο το ιδίωμα τους ή να τραγουδούν τα παλαιά τραγούδια. Παράλληλα, οι γεροντότεροι συνηθίζουν να συγκεντρώνονται και να τραγουδούν τραγούδια του θερισμού ή του τρύγου για να μην τα ξεχάσουν. Κάπως έτσι σώθηκαν από τους νεώτερους και τα μουσικά παραδοσιακά όργανα της περιοχής, ορισμένα από τα οποία είναι όμοια με εκείνα της κυρίως Ελλάδας (π.χ. η λύρα τους μ’ εκείνη του Ολύμπου στην Κάρπαθο της Δωδεκανήσου).
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Ένα ακόμη σημαντικότατο νέο στοιχείο είναι ότι η Ορθόδοξη εκκλησιαστική παρουσία στην Καλαβρία τα τελευταία χρόνια γίνεται συνεχώς εντονότερη. Μάρτυρες του σπουδαίου παρελθόντος της βυζαντινής Καλαβρίας αποτελούν επί αιώνες τα ποικίλα μνημεία της περιοχής, όπως η περίφημη Κατόλικα του Στύλου (10ος αιώνας), ο ναΐσκος του Ιερού Χρυσοστόμου (11ος αι.) στον Ιέρακα, το μοναστήρι των Αγ. Αποστόλων κοντά στο χωριό Bivongi κ.ά.
Στην ορεινή περιοχή του Στύλου διατηρείται ημιερειπωμένο το Βυζαντινό μοναστήρι του Αγ. Ιωάννη του Θεριστή (οικοδομήθηκε περί το 1100 μ.Χ.), στο οποίο το φθινόπωρο του 1994-μετά από κάποιες σποραδικές επισκέψεις - εγκαταστάθηκαν οριστικά Αγιορείτες μοναχοί με πρωτοστάτη τον πατέρα Κοσμά. Οι μοναχοί μετά την παραχώρηση της μονής από την κοινότητα του Bivongi για 99 χρόνια άρχισαν να τελούν περιοδικά λειτουργίες σε πόλεις της Ν. Ιταλίας και της Σικελίας, όπου διαμένουν περιστασιακά πολλοί Έλληνες (φοιτητές και μη), και άλλοι Ορθόδοξοι αλλοεθνείς. Εδώ, ει δικά, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου η παρακολούθηση της αναστάσιμης λειτουργίας σ’ έναν χώρο, ο οποίος προκαλεί δέος και συγκίνηση μέσα σε μια ατμόσφαιρα μοναδική, αποτελεί μια ανεπανάληπτη εμπειρία.
Αριστερά: Ο εντυπωσιακός ναός του Ιέρακα (Τζεράτσε) στην ορεινή Καλαβρία κτισμένος πάνω σε παλαιοχριστιανική βασιλική και χρονολογείται από τον 11ο αιώνα. Το χωριό γνωστό με το όνομα Άγια Κυριακή διατήρησε στα βυζαντινά χρόνια άσβεστη την Ορθόδοξη πίστη ως το 1480. Σήμερα έχει γύρω στους 4000 κάτοικους. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 26)
Δεξιά: Αρχοντικό σπίτι του 18ου αιώνα στο Μαρτάνο της Απουλίας. Το Μαρτάνο έχει πάρει το όνομα του από την ελληνική λέξη «αμαρτάνω» επειδή, σύμφωνα με την παράδοση, οι κάτοικοι του είναι οξύθυμοι και βλαστημούν πολύ (φωτ. Θεμ. Περτέσης, Αύγουστος 2002). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 27)
Πρόσφατα η Μονή απέκτησε δύο μετόχια, τα οποία της παραχώρησαν η κοινότητα Γκαλλιτσανού και ένας φιλορθόδοξος Ιταλός. Υπό σύσταση βρίσκονται ενορίες στη Μεσσήνη και στην Κατάνη της Σικελίας, ενώ προσεχώς στο Ρήγιο και στο Καταντζάρο της Καλαβρίας. Επίσης επισκευάζονται Ορθόδοξοι ναοί, όπως του Αγ. Στεφάνου στο χωριό Μπόβα (Bova), έτσι ώστε οι ελληνόφωνοι (αν και Καθολικοί) να ανάβουν κι εκεί ένα κερί.
Οι μοναχοί πιστεύουν ότι με την Ορθόδοξη εκκλησιαστική παρουσία ανοίγονται νέες προοπτικές στις περιοχές αυτές, ώστε η Εκκλησία να καταστεί κέντρο αναφοράς, επαφής και συσπείρωσης. Η όλη προσπάθεια έχει χαρακτήρα αυστηρά πνευματικό, γιατί ο ελληνισμός είναι κυρίως έννοια πνευματική και πολιτιστική.
Αλλά και στα ελληνόφωνα χωριά του Σαλέντο υπάρχουν 130 βυζαντινές κρύπτες με ωραιότατες τοιχογραφίες από την εποχή των εικονοκλαστών, οι οποίες διατηρούνται σε καλή κατάσταση. Επίσης σώζονται ωραιότατες επιγραφές στα ελληνικά και μερικές, μάλιστα, με ορθογραφικά λάθη, καθώς δεν αναγράφεται μόνο η καθομιλουμένη της εποχής αλλά και η λόγια γλώσσα.
Αριστερά: Το κάστρο της Μπόβα. Το χωριό διαθέτει μοναστήρια, αξιόλογες εκκλησίες, αρχαιολογικό και λαογραφικό μουσείο και χαρακτηρίζεται από πυρετό ανοικοδόμησης. Κάθε Σεπτέμβριο πραγματοποιούνται Γιορτές Λόγου και Τέχνης με παραδοσιακά συγκροτήματα της περιοχής (φωτ. Μ. Πασχάλη). (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 27)
Δεξιά: Ερείπια από τον ναό του Απόλλωνα στο Μεταπόντιο της Μεγάλης Ελλάδας, το οποίο κράτησε άθικτο το όνομά του. Μεταπόντε σημαίνει «μετά τον πόντο», επειδή ακριβώς αυτό το μέρος συνάντησαν πρώτα οι Έλληνες «μετά τη θάλασσα» (φωτ. Θεμ. Περέσης, Απρίλιος 2000) (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 28)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Οι γλωσσικές μειονότητες στην Ευρώπη έχουν καταμετρηθεί και είναι περίπου 60. Συνήθως βρίσκονται κοντά στα σύνορα κρατών. Οι γκρεκάνοι της Κάτω Ιταλίας αποτελούν ένα σπάνιο παράδειγμα επιβίωσης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Είναι Ιταλοί πολίτες, οι οποίοι αγωνίζονται να διατηρήσουν τις ρίζες τους με την αρχαία Ελλάδα και τον ελληνισμό, συνδέοντας πολιτισμικά τις δύο χώρες.
Από μια ιδιοτροπία της Ιστορίας και της γεωγραφίας στην καρδιά της πάλαι ποτέ Μεγάλης Ελλάδας απέμειναν δύο ελληνόφωνες νησίδες. Μοναδικός θησαυρός τους είναι η γλώσσα τους. Αν χάσουν την ιδιαίτερη αυτή διάλεκτο και αρχίσουν να ομιλούν τη νεοελληνική θα αποτελέσουν ένα τουριστικό αξιοθέατο στην Κάτω Ιταλία, χωρίς ρίζες, ιστορία, παρελθόν και μέλλον. Η ύπαρξη, όμως, των ελληνόφωνων χωριών δεν είναι ένας μύθος για τουριστική εκμετάλλευση.
Αλλά οι τοπικοί παράγοντες και οι ελληνόφωνοι δεν είναι απαισιόδοξοι. Η σκληρή πραγματικότητα των αριθμών δεν σημαίνει για τους ίδιους ότι η γλώσσα και η συνείδηση τους πεθαίνουν, εφόσον όλο και περισσότεροι νέοι δείχνουν ενδιαφέρον για τη γλώσσα των προγόνων τους.
Για μας οι περιοχές αυτές δεν αποτελούν απλώς μια ανάμνηση, ένα απέραντο μουσείο, γιατί μουσείο είναι η ληξιαρχική πράξη θανάτου ενός πολιτισμού. Ας ελπίσουμε ότι η κατάσταση στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας θα καταστεί αναστρέψιμη, ότι θα καταφέρουν για μια ακόμη φορά να διασώσουν την παραδοσιακή τους διάλεκτο και την Ορθόδοξη παρουσία εκεί και ότι θα παραμείνουν κατά τον 21ο αιώνα ζωντανά μνημεία του σπουδαίου ιστορικού τους παρελθόντος και μοναδικές στον κόσμο οάσεις αρχαιοελληνικών γλωσσικών επιβιώσεων.
Το θρυλικό καμπαναριό της Αγίας Λουκίας στο Σολέτο της Απουλίας θεωρείται το μεγαλύτερο αριστούργημα της αρχιτεκτονικής του Ότραντο. Προκαλεί ακόμη τον φόβο στους περαστικούς γιατί σύμφωνα με την παράδοση οικοδομήθηκε μέσα σε μια νύχτα από τον ιατρό και φιλόσοφο Matteo Taffuri, γνωστό ως μάγο, ή από κατάδικους των φυλακών του Σολέτο, οι οποίοι κέρδισαν την ελευθερία τους. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το έκτισαν άγγελοι με την βοήθεια των καταδίκων, οι οποίοι στην συνέχεια αγίασαν. (Πηγή: Περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τεύχος 20, άρθρο «Οι ελληνόφωνοι της Κάτω Ιταλίας, η κιβωτός της Μεγάλης Ελλάδας», Θεμιστοκλής Φ. Περτέσης, Φιλόλογος -Ιστορικός, σελίδα 29)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δημ. Αλεξάνδρου: ΓΚΡΕΚΑΝΟΙ - ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΜΑΓΚΝΑ ΓΚΡΕΤΣΙΑ, εκδ. Ερωδιός, Α9ήνα 1997.
2. Επαμ. Βρανόπουλος: ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΔΑ, εκδ. Πελασγός, Α9ήνα 1999
3. Ανζέλ Μεργιανού: ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑΣ, εκδ. Ακρίτας, Α&ήνα 1973.
4. Ιωσήφ Πρελωρέντζος: ΔΩΡΙΚΟΙ ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ, εκδ. Δρυμός, Α9ήνα 1978.
5. Σαράντος Καργάκος: ΑΠΟΥΛΙΑ (ΣΑΛΕΝΤΟ), εκδ. ΟυΙβπύεία, Α9ήνα 1990.
6. Φιλ. Κοντέμι: Η ΓΚΡΕΚΑΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ, εκδ. Ελλήνων Καλαβρίας, Κουμέλκα 1997.
7. Τ.Κ. Λουγγής: Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ, εκδ. Εστία, Α9ήνα 1989.
8. Ρόκκο Απρίλε: Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΣΑΛΕΝΤΟ, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Α9ήνα 1996.
9. Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑ, εκδ. Μάτι, Θεσσαλονίκη 1997.
10. GRECIA SALENTINA - ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ, εκδ. Οίτυλο, Α9ήνα 2001.
11. ΓΚΑΛΛΙΤΣΑΝΟ, εκδ. Αντίκτυπος, Α9ήνα 2000.
12. ΤΑ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΙΤΑΛΙΑΣ, εκδ. Αντίκτυπος, Α9ήνα 1998.
13. SalvatoreTommasi: KATALISTI O KOSMO - LINGUA, TRADIZIONE E FOLKLORE NELLA GRECIA SALENTINA, εκδ. Ghetonia, 1996.
14. F. Violi: STORIA DEGLI STUD IE DELLA LETTERATURA POPOLARE GRECANICA, εκδ. Δήμος της Μπόβα, Ρήγιο Καλαβρίας 1992.
15. Giuseppe Morosi: STUDI SUI DIALETTI GRECE DELLA TERRA D΄ OTRANTO, Λέτσε 1870.
16. Rocco Aprille: GRECIA APRILLE: ORIGINI E STORIA, εκδ. Ghetonia, Καλημέρα 1994.
17. A. Jacob: IL BASSO SALENTO - RICHERCHE DI STORIA SOCIAL E RELIGIOSA, εκδ. Gongendo, Γκαλατίνα 1988.
18. Brizio Montanaro: CANTI DI PIANTO E AMORE DALL’ ANTICO SALENTO, εκδ. Bompiani, Μιλάνο 1994.
Το αλίευσα ΕΔΩ