της Ελίνας Γαληνού
Όταν πρωτοείδα τα έργα του Θεόφιλου στο μουσείο της Βαριάς στη Μυτιλήνη, δύο πράγματα με είχαν εντυπωσιάσει. Η ζωντάνια που αποπνέει η ζωγραφική του και η δύναμη της αφοπλιστικής του αλήθειας. Η ανεπιτήδευτη απόδοση των μορφών και τοπίων με την έντονη σφραγίδα της αγάπης του για τον ελληνισμό, συνόδευε από τότε τις σκέψεις μου όταν άκουγα το όνομα Θεόφιλος.
Αργότερα έμαθα για την ζωή του, μια ζωή βασανισμένη που όμως, ο ίδιος μετέτρεψε σε πηγή έμπνευσης αποτυπώνοντας με τα πινέλα του γλυκόπικρες αλήθειες. Εζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, ήταν φιλάσθενος ενώ η αριστεροχειρία του έγινε αιτία της εσωστρέφειάς του. Ωσπου βρήκε διέξοδο στη ζωγραφική, η οποία του κάλυψε το συναισθηματικό του κενό και τις βιοποριστικές του ανάγκες.Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο γιός του τσαγκάρη, κατάφερε να ζήσει για πολλά χρόνια περιπλανώμενος στην Ελλάδα, ζωγραφίζοντας για να εξασφαλίσει το φαγητό της ημέρας και ίσως ένα κατάλυμα για ύπνο. Στη Μυτιλήνη και σε άλλες περιοχές που τον γνώρισαν, τον θεωρούσαν «αλαφροίσκιωτο», καθώς η συμπεριφορά του και τα καμώματά του, πολλές φορές ξένιζαν τον κόσμο. Τον έβλεπαν να κυκλοφορεί ντυμένος πότε Μέγας Αλέξανδρος, πότε τσολιάς και οι πιτσιρικάδες τον έπαιρναν από πίσω φωνάζοντας κοροιδευτικά. Εκείνος, δεν θύμωνε ποτέ μαζί τους. Συχνά τους άφηνε να κάθονται γύρω του ενώ ζωγράφιζε λέγοντάς τους ταυτόχρονα ιστορίες από την ελληνική παράδοση, τους μυθικούς ήρωες, τους Αγίους. Ηταν ένας γραφικός παραμυθάς με την χαρακτηριστική αθωότητα, μια αθωότητα που αποτυπώθηκε όμως και μέσα από την διεισδυτική του ματιά στα περισσότερα έργα του.
Κάποιες φορές οι άνθρωποι του φέρθηκαν σκληρά, γιατί οι εποχές εκείνες, δεν σήκωναν το διαφορετικό και την απόκλιση από τα καθιερωμένα και τα συμβατικά. Όμως εκείνος, επέμενε στη δική του στάση ζωής. Ποτέ δεν μαθεύτηκε αν υπέφερε ο ίδιος από την επιλογή του να ζήσει μ΄αυτόν τον τρόπο ή αν ήταν ευτυχής γι΄αυτό που ήταν. Απ΄όπου και αν πέρασε, κάτι θα δημιουργούσε. Οι πινελιές του, αποτυπώθηκαν σε τοίχους καφενείων, ταβέρνες και χάνια, παίζοντας μεταξύ φανταστικού και πραγματικού κόσμου και συνομιλώντας νοερά με τους ήρωες της Ιστορίας.
Μερικά χρόνια πριν τον θάνατό του, ένας τεχνοκρίτης ο Ελευθεριάδης ή Τεριάντ, ανακάλυπτε εντυπωσιασμένος τον μαγικό κόσμο του Θεόφιλου. «Τόσο όμορφα και ζωηρά χρώματα, τόση αμεσότητα και βάθος διακρίνει αυτήν την ζωγραφική…» είχε πεί ο Τεριάντ παρατηρώντας τον τοίχο στο καφενείο ενός χωριού της Λέσβου, όπου είχε αφήσει το στίγμα του ο Θεόφιλος. Η συνεύρεση του Τεριάντ με τον Θεόφιλο, θα σήμαινε για τον δεύτερο μια μεγάλη στροφή και μια ευκαιρία που όμως, δεν κράτησε παρά λίγα χρόνια, από το 1928 έως το 1934, όπου ο «γραφικός παραμυθάς» αποχωρίστηκε για πάντα τα πινέλα του…
Από τότε, η ζωγραφική Θεόφιλου εισήλθε σε μια τροχιά διαφορετική και αναδείχτηκε ως ξεχωριστή και μεγάλης αξίας. Ο Θεόφιλος θα γινόταν διάσημος, η φήμη του θα περνούσε τα ελληνικά σύνορα και τα έργα του, θα πουλιούνταν σε τιμές αδρές. Ο ίδιος όμως έζησε μέσα στην απόλυτη φτώχεια, χωρίς να προλάβει να γευτεί μια σταγόνα από την δόξα του.
Σήμερα τα έργα Θεόφιλου, κοστίζουν μια περιουσία το καθένα. Είκοσι πίνακές του από την συλλογή έργων τέχνης της Εμπορικής Τράπεζας, εκτίθενται από τις 15 Σεπτεμβρίου στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη, δίνοντας στο κοινό την ευκαιρία να γνωρίσει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της δουλειάς του Μυτιληνιού ζωγράφου. Τα έργα της συλλογής περιλαμβάνουν μια επιλογή από τα αγαπημένα θέματα του Θεόφιλου, ιστορικές ή μυθολογικές σκηνές, παραστάσεις παρμένες από ταχυδρομικά δελτάρια και παλιές λιθογραφίες ή τοπία και εικόνες της καθημερινής ζωής. Κατά την διάρκεια της έκθεσης, θα προβάλλεται και το αφιέρωμα της εκπομπής «Παρασκήνιο» με τίτλο «Θεόφιλος ξανά..».
Και εδώ αξίζει να θυμηθούμε τη σκέψη του Γιάννη Τσαρούχη, κατά την οποία «ψάχνοντας για το ιδανικό, έτυχε πολλές φορές να συναντήσω το ελληνικό…»
Όταν πρωτοείδα τα έργα του Θεόφιλου στο μουσείο της Βαριάς στη Μυτιλήνη, δύο πράγματα με είχαν εντυπωσιάσει. Η ζωντάνια που αποπνέει η ζωγραφική του και η δύναμη της αφοπλιστικής του αλήθειας. Η ανεπιτήδευτη απόδοση των μορφών και τοπίων με την έντονη σφραγίδα της αγάπης του για τον ελληνισμό, συνόδευε από τότε τις σκέψεις μου όταν άκουγα το όνομα Θεόφιλος.
Αργότερα έμαθα για την ζωή του, μια ζωή βασανισμένη που όμως, ο ίδιος μετέτρεψε σε πηγή έμπνευσης αποτυπώνοντας με τα πινέλα του γλυκόπικρες αλήθειες. Εζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, ήταν φιλάσθενος ενώ η αριστεροχειρία του έγινε αιτία της εσωστρέφειάς του. Ωσπου βρήκε διέξοδο στη ζωγραφική, η οποία του κάλυψε το συναισθηματικό του κενό και τις βιοποριστικές του ανάγκες.Ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, ο γιός του τσαγκάρη, κατάφερε να ζήσει για πολλά χρόνια περιπλανώμενος στην Ελλάδα, ζωγραφίζοντας για να εξασφαλίσει το φαγητό της ημέρας και ίσως ένα κατάλυμα για ύπνο. Στη Μυτιλήνη και σε άλλες περιοχές που τον γνώρισαν, τον θεωρούσαν «αλαφροίσκιωτο», καθώς η συμπεριφορά του και τα καμώματά του, πολλές φορές ξένιζαν τον κόσμο. Τον έβλεπαν να κυκλοφορεί ντυμένος πότε Μέγας Αλέξανδρος, πότε τσολιάς και οι πιτσιρικάδες τον έπαιρναν από πίσω φωνάζοντας κοροιδευτικά. Εκείνος, δεν θύμωνε ποτέ μαζί τους. Συχνά τους άφηνε να κάθονται γύρω του ενώ ζωγράφιζε λέγοντάς τους ταυτόχρονα ιστορίες από την ελληνική παράδοση, τους μυθικούς ήρωες, τους Αγίους. Ηταν ένας γραφικός παραμυθάς με την χαρακτηριστική αθωότητα, μια αθωότητα που αποτυπώθηκε όμως και μέσα από την διεισδυτική του ματιά στα περισσότερα έργα του.
Κάποιες φορές οι άνθρωποι του φέρθηκαν σκληρά, γιατί οι εποχές εκείνες, δεν σήκωναν το διαφορετικό και την απόκλιση από τα καθιερωμένα και τα συμβατικά. Όμως εκείνος, επέμενε στη δική του στάση ζωής. Ποτέ δεν μαθεύτηκε αν υπέφερε ο ίδιος από την επιλογή του να ζήσει μ΄αυτόν τον τρόπο ή αν ήταν ευτυχής γι΄αυτό που ήταν. Απ΄όπου και αν πέρασε, κάτι θα δημιουργούσε. Οι πινελιές του, αποτυπώθηκαν σε τοίχους καφενείων, ταβέρνες και χάνια, παίζοντας μεταξύ φανταστικού και πραγματικού κόσμου και συνομιλώντας νοερά με τους ήρωες της Ιστορίας.
Μερικά χρόνια πριν τον θάνατό του, ένας τεχνοκρίτης ο Ελευθεριάδης ή Τεριάντ, ανακάλυπτε εντυπωσιασμένος τον μαγικό κόσμο του Θεόφιλου. «Τόσο όμορφα και ζωηρά χρώματα, τόση αμεσότητα και βάθος διακρίνει αυτήν την ζωγραφική…» είχε πεί ο Τεριάντ παρατηρώντας τον τοίχο στο καφενείο ενός χωριού της Λέσβου, όπου είχε αφήσει το στίγμα του ο Θεόφιλος. Η συνεύρεση του Τεριάντ με τον Θεόφιλο, θα σήμαινε για τον δεύτερο μια μεγάλη στροφή και μια ευκαιρία που όμως, δεν κράτησε παρά λίγα χρόνια, από το 1928 έως το 1934, όπου ο «γραφικός παραμυθάς» αποχωρίστηκε για πάντα τα πινέλα του…
Από τότε, η ζωγραφική Θεόφιλου εισήλθε σε μια τροχιά διαφορετική και αναδείχτηκε ως ξεχωριστή και μεγάλης αξίας. Ο Θεόφιλος θα γινόταν διάσημος, η φήμη του θα περνούσε τα ελληνικά σύνορα και τα έργα του, θα πουλιούνταν σε τιμές αδρές. Ο ίδιος όμως έζησε μέσα στην απόλυτη φτώχεια, χωρίς να προλάβει να γευτεί μια σταγόνα από την δόξα του.
Σήμερα τα έργα Θεόφιλου, κοστίζουν μια περιουσία το καθένα. Είκοσι πίνακές του από την συλλογή έργων τέχνης της Εμπορικής Τράπεζας, εκτίθενται από τις 15 Σεπτεμβρίου στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη, δίνοντας στο κοινό την ευκαιρία να γνωρίσει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της δουλειάς του Μυτιληνιού ζωγράφου. Τα έργα της συλλογής περιλαμβάνουν μια επιλογή από τα αγαπημένα θέματα του Θεόφιλου, ιστορικές ή μυθολογικές σκηνές, παραστάσεις παρμένες από ταχυδρομικά δελτάρια και παλιές λιθογραφίες ή τοπία και εικόνες της καθημερινής ζωής. Κατά την διάρκεια της έκθεσης, θα προβάλλεται και το αφιέρωμα της εκπομπής «Παρασκήνιο» με τίτλο «Θεόφιλος ξανά..».
Και εδώ αξίζει να θυμηθούμε τη σκέψη του Γιάννη Τσαρούχη, κατά την οποία «ψάχνοντας για το ιδανικό, έτυχε πολλές φορές να συναντήσω το ελληνικό…»