Είπε, ο Γιώργος Παπανδρέου, σε ομιλία του κατά την τελετή εγκαινίων στη ΔΕΘ, κατά λέξη, με κάθε σοβαρότητα, μειλίχιο ύφος και αυτοπεποίθηση...
«Ήταν πατριωτική μας ευθύνη να σώσουμε αυτή τη χώρα. Και τα καταφέραμε».
Για ακόμη μία φορά, χτύπησε με τη βαριοπούλα του παραλογισμού την κρυστάλλινη επιφάνεια της λογικής και αποσυντόνισε, πάλι, τη λειτουργία της κριτικής ικανότητάς μας.
Τσιμπήθηκα, για να βεβαιωθώ ότι δεν βλέπω όνειρα, έδωσα μερικά σκαμπίλια στα μούτρα μου, σηκώθηκα και έγραψα την πρόταση που μόλις εκφώνησε, σε ένα κομμάτι χαρτί, άφησα τη συνέχεια της ομιλίας του και έσκυψα να καταλάβω το.. νόημα αυτού που είπε.
«Ήταν πατριωτική μας ευθύνη να σώσουμε αυτή τη χώρα».
- Καλά, πως σώζεται μία χώρα, με την υπογραφή της παράδοσης της Ελευθερίας της στον πλέον ζωτικό και στρατηγικό χώρο της επικράτειάς της, την Οικονομία της ;;; διερωτήθηκα και αμέσως μου ήρθε στο μυαλό αυτό που είπε, επί του θέματος, (στις 9 Αυγ.2010) ο μεγάλος μας Μίκης: «Θα ΄θελα εδώ να υπενθυμίσω ότι ο Ιταλός πρεσβευτής στις 28 Οκτωβρίου του 1940 ζήτησε από τον Ιωάννη Μεταξά την άδεια να χρησιμοποιήσουν οι Ιταλοί ορισμένα λιμάνια και αεροδρόμια. Και εκείνος είπε ΟΧΙ εκφράζοντας τη θέληση ολόκληρου του ελληνικού λαού. Δεν δήλωσε για να γλιτώσω τη χώρα από την καταστροφή ενός ενδεχομένου πολέμου παραχώρησα ένα μέρος της εθνικής μας ακεραιότητας. Και ρωτώ: συγκριτικά ποια παραχώρηση είναι πιο σημαντική για την ανεξαρτησία ενός λαού; Ο έλεγχος 2-3 λιμανιών ή η καθολική υποταγή της οικονομίας; Με άλλα λόγια ποια θα ήταν βαρύτερη μορφή ξένης κατοχής; Η πρώτη ή η δεύτερη;»
Και, αμέσως μετά, έκανα την εξής σκέψη: Το ΟΧΙ που είπε ο Μεταξάς στις 28 Οκτωβρίου του 1940, κόστισε στην Ελληνική κοινωνία τα μύρια όσα βάσανα. Πόλεμο, δηλαδή το τέλειο κακό, με εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες ορφανεμένες από γιούς, αδερφούς και συζύγους, πείνα, πλήρη καταρράκωση κάθε ανθρώπινου και πολιτικού δικαιώματος, απώλεια της αξίας κάθε κινητού ή ακίνητου υλικού, απώλεια και προσβολή της κάθε Ελευθερίας.
Ακούσατε ποτέ κάποιον Έλληνα να κατηγορήσει τον Μεταξά για το ΟΧΙ που είπε;
Όχι μόνο δεν έχει κατηγορηθεί γι’ αυτό το ΟΧΙ, από κανέναν Έλληνα και Ελληνίδα (από αυτές τις ίδιες που μαυροφόρεσαν και μαυροπόρεψαν όλη τους τη ζωή, για τον χαμένο ή σακατεμένο άντρα ή παιδί τους), αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: Όλες οι πολιτικές παρατάξεις, θέλουν να οικειοποιηθούν αυτό το ΟΧΙ, αυτή την καταστροφή!
Σύσσωμος ο Ελληνικός λαός το γιορτάζει και το χειροκροτεί αυθόρμητα!
Γιατί;
Πώς γίνεται, το τεράστιο αυτό κακό να γιορτάζεται από έναν ολόκληρο λαό, με ξέφρενο ενθουσιασμό;;;
Το «γιατί» αυτό, το ξέρουμε, αλλά θέλουν να μας κάνουν να το ξεχάσουμε.
Στο «γιατί» αυτό, απαντά μία πανανθρώπινη αλήθεια: Η πρώτη Αξία στην ιεράρχηση των ανθρώπινων και κοινωνικών Αξιών, είναι η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Αυτή, που οι Έλληνες ανέδειξαν πρώτοι, στα ιστορικά βάθη, σαν ανθρώπινη Αξία που, μετά, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, σκαρφάλωσε στην πρώτη θέση στην ιεράρχηση των Αξιών.
Αυτή, που εμείς οι Έλληνες την αναγνωρίζουμε από την ταραγμένη όψη της, καθώς διαβαίνει βιαστικά προς το μέλλον, που την ξέρουμε «από την κόψη του σπαθιού της την τρομερή» και από το ότι είναι «από τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων, τα ιερά».
Η «οικονομική ευμάρεια» (και μάλιστα των ολίγων), δεν συγκαταλέγεται καν στις ανθρώπινες και κοινωνικές Αξίες. Αποτελεί, απλώς, έναν κοινωνικό στόχο. Αποδεκτό, επιθυμητό, αλλά όχι Αξία.
Χάριν αυτού του στόχου, η πολιτική ηγεσία συμφώνησε ή ανέχθηκε την παράδοση της Ελευθερίας μας και την απώλεια της εθνικής μας Ανεξαρτησίας, επί του πλέον ζωτικού και στρατηγικού χώρου της πατρίδας μας, αυτού της Οικονομίας μας.
Η πατρίδα μας, η πατρίδα των Ελλήνων είναι η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Δεν είναι η οικονομική ευμάρεια που για τον ΓΑΠ και τους ομόδοξούς του, αποτελεί τον «νέο πατριωτισμό». Αυτός, δεν μπορεί να μεταγγισθεί στον οργανισμό μας. Είναι για άλλους. Μέσα στο DNA μας βρίσκεται η Ελευθερία, ως Πατρίδα μας.
Αυτή παραδόθηκε με την κατάπτυστη υπογραφή του «Μνημονίου».
«Και τα καταφέραμε», συμπλήρωσε ο ΓΑΠ την πρότασή του: «Ήταν πατριωτική μας ευθύνη να σώσουμε αυτή τη χώρα».
Από τις σκέψεις μου αυτές με ξύπνησε το σφοδρό χειροκρότημα των παρισταμένων ακροατών των λεγομένων του ΓΑΠ.
Και τότε, ένα συναίσθημα αβάσταχτης θλίψης, μπλέχτηκε με το τοπίο γελοιότητας που συνέθεταν οι ασυναρτησίες του ΓΑΠ και η επισημότητα του σκηνικού, με την απαρτία της Κυβέρνησης της χώρας στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, και τους εκπροσώπους όλων των παραγωγικών τάξεων, καθισμένους με την απαιτούμενη σειρά του πρωτοκόλου, αναλόγως της ιεραρχίας, με τη σοβαρότητα των προσώπων των ακροατών του να φαντάζει εντελώς γελοία, καθώς χειροκροτούσαν την αιχμαλωσία τους. Και με κατέλαβε μία απέραντη απαισιοδοξία.
Η απαισιοδοξία που πηγάζει από τη διαπίστωση ότι, στην ανώτατη ιεραρχία της ηγεμονεύουσας τάξης της χώρας μου και μάλιστα σε καθεστώς Δημοκρατίας, η κοινή λογική έχει συντριβεί μεταξύ του γελοίου και του τραγικού.
Δηλαδή, αν η κοινή λογική δεν μπορεί να επικρατήσει στο σκεπτικό και στην πρακτική των ηγεμόνων μας, ποια δύναμη θα οδηγεί τη χώρα στο μέλλον της;
Και ποιο μπορεί να είναι αυτό, όταν το κάθε επόμενο βήμα μας στηρίζεται στη σαθρή βάση μίας κρυμμένης αλήθειας, ή ενός ασύστολου και γελοίου ψεύδους;
Ποιος και πώς έχει καθυποτάξει την πατρίδα μας, την Ελευθερία;
Ο κάθε Έλληνας και Ελληνίδα, καλείται να σκεφθεί και να απαντήσει στο ερώτημα.
Το αλίευσα ΕΔΩ
«Ήταν πατριωτική μας ευθύνη να σώσουμε αυτή τη χώρα. Και τα καταφέραμε».
Για ακόμη μία φορά, χτύπησε με τη βαριοπούλα του παραλογισμού την κρυστάλλινη επιφάνεια της λογικής και αποσυντόνισε, πάλι, τη λειτουργία της κριτικής ικανότητάς μας.
Τσιμπήθηκα, για να βεβαιωθώ ότι δεν βλέπω όνειρα, έδωσα μερικά σκαμπίλια στα μούτρα μου, σηκώθηκα και έγραψα την πρόταση που μόλις εκφώνησε, σε ένα κομμάτι χαρτί, άφησα τη συνέχεια της ομιλίας του και έσκυψα να καταλάβω το.. νόημα αυτού που είπε.
«Ήταν πατριωτική μας ευθύνη να σώσουμε αυτή τη χώρα».
- Καλά, πως σώζεται μία χώρα, με την υπογραφή της παράδοσης της Ελευθερίας της στον πλέον ζωτικό και στρατηγικό χώρο της επικράτειάς της, την Οικονομία της ;;; διερωτήθηκα και αμέσως μου ήρθε στο μυαλό αυτό που είπε, επί του θέματος, (στις 9 Αυγ.2010) ο μεγάλος μας Μίκης: «Θα ΄θελα εδώ να υπενθυμίσω ότι ο Ιταλός πρεσβευτής στις 28 Οκτωβρίου του 1940 ζήτησε από τον Ιωάννη Μεταξά την άδεια να χρησιμοποιήσουν οι Ιταλοί ορισμένα λιμάνια και αεροδρόμια. Και εκείνος είπε ΟΧΙ εκφράζοντας τη θέληση ολόκληρου του ελληνικού λαού. Δεν δήλωσε για να γλιτώσω τη χώρα από την καταστροφή ενός ενδεχομένου πολέμου παραχώρησα ένα μέρος της εθνικής μας ακεραιότητας. Και ρωτώ: συγκριτικά ποια παραχώρηση είναι πιο σημαντική για την ανεξαρτησία ενός λαού; Ο έλεγχος 2-3 λιμανιών ή η καθολική υποταγή της οικονομίας; Με άλλα λόγια ποια θα ήταν βαρύτερη μορφή ξένης κατοχής; Η πρώτη ή η δεύτερη;»
Και, αμέσως μετά, έκανα την εξής σκέψη: Το ΟΧΙ που είπε ο Μεταξάς στις 28 Οκτωβρίου του 1940, κόστισε στην Ελληνική κοινωνία τα μύρια όσα βάσανα. Πόλεμο, δηλαδή το τέλειο κακό, με εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες ορφανεμένες από γιούς, αδερφούς και συζύγους, πείνα, πλήρη καταρράκωση κάθε ανθρώπινου και πολιτικού δικαιώματος, απώλεια της αξίας κάθε κινητού ή ακίνητου υλικού, απώλεια και προσβολή της κάθε Ελευθερίας.
Ακούσατε ποτέ κάποιον Έλληνα να κατηγορήσει τον Μεταξά για το ΟΧΙ που είπε;
Όχι μόνο δεν έχει κατηγορηθεί γι’ αυτό το ΟΧΙ, από κανέναν Έλληνα και Ελληνίδα (από αυτές τις ίδιες που μαυροφόρεσαν και μαυροπόρεψαν όλη τους τη ζωή, για τον χαμένο ή σακατεμένο άντρα ή παιδί τους), αλλά συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: Όλες οι πολιτικές παρατάξεις, θέλουν να οικειοποιηθούν αυτό το ΟΧΙ, αυτή την καταστροφή!
Σύσσωμος ο Ελληνικός λαός το γιορτάζει και το χειροκροτεί αυθόρμητα!
Γιατί;
Πώς γίνεται, το τεράστιο αυτό κακό να γιορτάζεται από έναν ολόκληρο λαό, με ξέφρενο ενθουσιασμό;;;
Το «γιατί» αυτό, το ξέρουμε, αλλά θέλουν να μας κάνουν να το ξεχάσουμε.
Στο «γιατί» αυτό, απαντά μία πανανθρώπινη αλήθεια: Η πρώτη Αξία στην ιεράρχηση των ανθρώπινων και κοινωνικών Αξιών, είναι η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Αυτή, που οι Έλληνες ανέδειξαν πρώτοι, στα ιστορικά βάθη, σαν ανθρώπινη Αξία που, μετά, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, σκαρφάλωσε στην πρώτη θέση στην ιεράρχηση των Αξιών.
Αυτή, που εμείς οι Έλληνες την αναγνωρίζουμε από την ταραγμένη όψη της, καθώς διαβαίνει βιαστικά προς το μέλλον, που την ξέρουμε «από την κόψη του σπαθιού της την τρομερή» και από το ότι είναι «από τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων, τα ιερά».
Η «οικονομική ευμάρεια» (και μάλιστα των ολίγων), δεν συγκαταλέγεται καν στις ανθρώπινες και κοινωνικές Αξίες. Αποτελεί, απλώς, έναν κοινωνικό στόχο. Αποδεκτό, επιθυμητό, αλλά όχι Αξία.
Χάριν αυτού του στόχου, η πολιτική ηγεσία συμφώνησε ή ανέχθηκε την παράδοση της Ελευθερίας μας και την απώλεια της εθνικής μας Ανεξαρτησίας, επί του πλέον ζωτικού και στρατηγικού χώρου της πατρίδας μας, αυτού της Οικονομίας μας.
Η πατρίδα μας, η πατρίδα των Ελλήνων είναι η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Δεν είναι η οικονομική ευμάρεια που για τον ΓΑΠ και τους ομόδοξούς του, αποτελεί τον «νέο πατριωτισμό». Αυτός, δεν μπορεί να μεταγγισθεί στον οργανισμό μας. Είναι για άλλους. Μέσα στο DNA μας βρίσκεται η Ελευθερία, ως Πατρίδα μας.
Αυτή παραδόθηκε με την κατάπτυστη υπογραφή του «Μνημονίου».
«Και τα καταφέραμε», συμπλήρωσε ο ΓΑΠ την πρότασή του: «Ήταν πατριωτική μας ευθύνη να σώσουμε αυτή τη χώρα».
Από τις σκέψεις μου αυτές με ξύπνησε το σφοδρό χειροκρότημα των παρισταμένων ακροατών των λεγομένων του ΓΑΠ.
Και τότε, ένα συναίσθημα αβάσταχτης θλίψης, μπλέχτηκε με το τοπίο γελοιότητας που συνέθεταν οι ασυναρτησίες του ΓΑΠ και η επισημότητα του σκηνικού, με την απαρτία της Κυβέρνησης της χώρας στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, και τους εκπροσώπους όλων των παραγωγικών τάξεων, καθισμένους με την απαιτούμενη σειρά του πρωτοκόλου, αναλόγως της ιεραρχίας, με τη σοβαρότητα των προσώπων των ακροατών του να φαντάζει εντελώς γελοία, καθώς χειροκροτούσαν την αιχμαλωσία τους. Και με κατέλαβε μία απέραντη απαισιοδοξία.
Η απαισιοδοξία που πηγάζει από τη διαπίστωση ότι, στην ανώτατη ιεραρχία της ηγεμονεύουσας τάξης της χώρας μου και μάλιστα σε καθεστώς Δημοκρατίας, η κοινή λογική έχει συντριβεί μεταξύ του γελοίου και του τραγικού.
Δηλαδή, αν η κοινή λογική δεν μπορεί να επικρατήσει στο σκεπτικό και στην πρακτική των ηγεμόνων μας, ποια δύναμη θα οδηγεί τη χώρα στο μέλλον της;
Και ποιο μπορεί να είναι αυτό, όταν το κάθε επόμενο βήμα μας στηρίζεται στη σαθρή βάση μίας κρυμμένης αλήθειας, ή ενός ασύστολου και γελοίου ψεύδους;
Ποιος και πώς έχει καθυποτάξει την πατρίδα μας, την Ελευθερία;
Ο κάθε Έλληνας και Ελληνίδα, καλείται να σκεφθεί και να απαντήσει στο ερώτημα.