Ή κοινωνική εμπειρία του Γέροντα εντυπωσίαζε. Αν και ερημίτης μοναχός, γνώριζε πολύ καλά τα του κόσμου, της εργασίας και των επαγγελμάτων. Σε κάθε σχετική ερώτηση είχε και την ανάλογη απάντηση.
Στην ερώτηση Τι πρέπει να κάνει ό υπάλληλος μιας υπηρεσίας, όταν οί υφιστάμενοι του δεν τον ακούνε, είπε: «Ό προϊστάμενος πρέπει να είναι σαν τον πατέρα. Πρέπει να νουθετεί και να συμβουλεύει. Στους υφισταμένους του πρέπει να συμπεριφέρεται με διάκριση. Αν δεν δουλεύουν ή δεν συμπεριφέρονται σωστά οί υφιστάμενοι, τόσο το χειρότερο γι' αυτούς.
Κι αν κοροϊδεύουν τον προϊστάμενο τους, τόσο το καλύτερο γι' αυτόν, γιατί έτσι θα σβήσει μερικές αμαρτίες του. Πρέπει, όμως, να επιμένει στο να συμβουλεύει σωστά. Κάποτε το καλό θα γίνει».
Εδώ φαίνεται καθαρά ή πλήρης εφαρμογή της αγάπης, την οποία μας δίδαξε ό Κύριος. Φαίνεται το ειρηνοποιό πνεύμα, ή συγκατάβαση και ή υποχωρητικότητα. Έμμεσα, πλην σαφώς, ό Γέροντας μας έλεγε: Μακριά ή οργή, ή κακία, ή εκδίκηση, ή τιμωρία. Αγάπη προς όλους και προς τους απειθείς, τους δύστροπους, τους ανυπάκουους.
Κι όλα αυτά «όπως γένησθε υιοί του πατρός υμών του εν ουρανοίς, ότι τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαιους και αδίκους» (Ματθ. ε' 45). Ό Γέροντας ζητούσε πλήρη εφαρμογή των εντολών του Κυρίου. Κι όλα αυτά μέσα σ' ένα πνεύμα αγάπης και διάκρισης.