Χρήστος Γιανναράς
Μετά τον «μετασχηματισμό» κοινωνίας και κράτους από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ακόμη και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης φάνταζε στους συνετούς (τους περιφερόμενους) ψηφοφόρους «καλύτερος». Σε πολύ σύντομο διάστημα αποδείχθηκε ανίκανος για τις ριζικές τομές που απαιτούσε η ανάκαμψη από την κρατική και κοινωνική αποδιάρθρωση.
Επανήλθε στην εξουσία, σκιά πλέον, ο Ηρόστρατος. Ο Κωνσταντίνος Σημίτης που τον διαδέχθηκε, έπεισε, στην πρώτη τετραετία, ότι ήταν «καλύτερος». Αλλά μόνο για «βελτιώσεις» τής προς τα έξω εικόνας του τόπου. Αγνόησε και αυτός την αποδιοργάνωση της λειτουργίας του κράτους και τον θεσμοποιημένο από τον Παπανδρέου αμοραλισμό – δεν τόλμησε τομές. Η ατολμία του τιμωρήθηκε εντυπωσιακά: η ασύδοτη φαυλότητα κατέκλυσε, στη δεύτερη τετραετία του, ακόμα και τα υπόγεια του Μαξίμου.
Για τη δική του διαδοχή δεν λειτούργησε η λογική του «καλύτερου»: τον ανερμήνευτα ευνοημένον με το δαχτυλίδι της πρόκρισης ο λαός τον αποκαλούσε, καθόλου τυχαία, «Γιωργάκη». Δεν φάνταζε ποτέ ικανότερος ούτε από τον άτολμο Σημίτη ούτε από τον σαρωτικής ευφυΐας Βενιζέλο ούτε από τον στέρεα οργανωτικό Σκανδαλίδη. Η μεταστροφή των ηγετικών προτιμήσεων κοινής γνώμης και κομματικών στελεχών (η μέσα σε σαράντα οχτώ ώρες ανακάλυψη ότι ο Βενιζέλος «βιάζεται» και αυθαδέστατα ορέγεται την εξουσία) παραμένει αίνιγμα. Αν δεν είναι πρωτοφανής στα χρονικά έκπληξη, είναι από τα πιο δυσδιάγνωστα επιτεύγματα άγνωστων παραγόντων.
Με τη λογική του «καλύτερου» διαδέχθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση τον Μητσοτάκη ο Μιλτιάδης Εβερτ. Ηταν πραγματικά ο μόνος που μιλούσε για ανάγκη εκθεμελιωτικών αλλαγών του παπανδρεϊκού μοντέλου, για «ειρηνική επανάσταση» – ο μόνος κομματικός αρχηγός που διέγνωσε ευθαρσώς ότι και το κόμμα του είναι «σάπιο». Ομως, δεν τόλμησε ούτε επαναστατικές τομές να επαγγελθεί προγραμματικά ούτε να αποκόψει κομματικά στελέχη σαπρά. Βούλιαξε κατησχυμένος στην ατολμία του και παρέδωσε την αρχηγία στον Καραμανλή τον νεώτερο.Ο νεώτερος Καραμανλής ικανοποιούσε προφανέστατα τη λογική του «καλύτερου», σε σύγκριση και με τον προκάτοχό του Εβερτ και με τον αντίπαλό του «Γιωργάκη». Κρίθηκε από τον λαό «καλύτερος» και από τον Κ. Σημίτη. Ηταν ευφραδής, αν και το ανέκφραστο του προσώπου του πρόδιδε περισσότερο επαγγελματία «παίκτη», παρά κοινωνικό οραματιστή. Πάντως, η εντύπωση του «καλύτερου» άντεξε πέντε ολόκληρα χρόνια, ενάντια σε κάθε λογική, ώσπου η χώρα κυριολεκτικά κατέρρευσε και ο ίδιος ετράπη σε επονείδιστη φυγή.
Με τον Κ. Καραμανλή τον καθ’ όλα «βραχύ» αποδείχτηκε, με συνέπειες ανήκεστης για τη χώρα καταστροφής, ότι η λογική του «καλύτερου» απλώς ηγέτη (λογική των «βελτιώσεων» και εξωραϊστικών ψιμυθιώσεων του «κοινωνικού μετασχηματισμού» και του εκφαυλισμού του κράτους από τον παπανδρεϊσμό) δεν άφηνε ελπίδα ανάκαμψης. Αν δεν ξεθεμελιωθούν, μεθοδικά και με συνέπεια, τα θεσμοποιημένα εγκλήματα του παπανδρεϊκού αμοραλισμού, ο τόπος θα βυθίζεται, με εφιαλτική πια επιτάχυνση, στην οικονομική χρεοκοπία και στο κοινωνικό χάος.
Χρόνια τώρα οι κυριακάτικες εδώ επιφυλλίδες κατηγορούνται για αρνητισμό, απαισιοδοξία, κριτικές υπερβολές. Επειδή πάντοτε μετρούσαν την πολιτική ατολμία των ηγητόρων με μέτρο τις ριζοσπαστικές αλλαγές που απαιτούσε η αναχαίτιση των συνεπειών της παπανδρεϊκής λοιμικής. Τελικά τα γεγονότα δικαίωσαν, με τρόπο εφιαλτικό, την κριτική οξύτητα της γραφής. Θα ήταν ασύγκριτα προτιμότερη η μη δικαίωση – η διαδρομή μέσα στον χρόνο τής εδώ επιφυλλιδογραφίας αποκτά «νόημα» μόνο αν σώζει κάτι από το πείσμα παλαιών (πάντοτε περιθωριακών) χρονογράφων, που ξεκαθάριζαν κυρίως κριτήρια οξυδέρκειας και λιγότερο αποτιμήσεις γεγονότων και προσώπων.
Μητσοτάκης, Σημίτης, Εβερτ, Καραμανλής ο βραχύς κρίθηκαν («εν τοις πράγμασιν») από την ατολμία τους, όχι από τις προθέσεις τους ή τις «βελτιωτικές» καταστάσεων πρωτοβουλίες τους – οι επιφυλλίδες απλώς κατέγραφαν τα κριτήρια εντοπισμού της αυτοκτονικής αυτής ατολμίας. Παντοδύναμοι μέσα στο σύστημα της πρωθυπουργοκεντρικής απολυταρχίας που δημιούργησε η ηδονοθηρία του Ανδρέα Παπανδρέου δεν τόλμησαν τα αυτονόητα του κοινού συμφέροντος: Να ξαναστήσουν κράτος, να αποκαταστήσουν λειτουργία θεσμών δημοκρατίας. Τους ενδιέφερε η επανεκλογή τους, τίποτε άλλο, ούτε καν η υστεροφημία τους. Και πίστεψαν ότι ο λαϊκισμός, συνταγή επιτυχίας του Ανδρέα, ήταν πανάκεια.
Δεν τόλμησαν να αρθρώσουν συντεταγμένη και παραγωγική έργου κρατική λειτουργία, αυστηρή, ακομμάτιστη ιεραρχία διαβάθμισης ευθυνών. Να θεμελιώσουν θεσμούς αξιοκρατίας, κριτικό και πειθαρχικό έλεγχο της δημοσιοϋπαλληλίας, καταξίωση της ποιότητας και της δημιουργικότητας, απολύσεις των κηφήνων, των ανίκανων, των χρηματιζόμενων εκβιαστών.
Δεν τόλμησαν να πειθαρχήσουν τον Συνδικαλισμό στις επιταγές του Συντάγματος, στα στοιχειώδη του «κοινωνικού συμβολαίου», των όρων της δημοκρατίας. Ανέχθηκαν τις γκανγκστερικές εκβιαστικές πρακτικές του, τον κατέστησαν ύψιστη εξουσία με αυθαίρετη αντικοινωνική συμπεριφορά στρατού κατοχής.
Δεν τόλμησαν να αντιμετωπίσουν το ειδεχθέστερο έγκλημα του παπανδρεϊσμού: την καταστροφή (ο όρος κυριολεκτεί) του σχολειού και του πανεπιστημίου. Συμβιβάστηκαν με τον ωμό φασισμό του «ασύλου» και την ασέλγεια του «μαθητικού κινήματος», την ψυχανωμαλία των βανδαλισμών και των «καταλήψεων». Παγίωσαν τον πιο ζοφερό σκοταδισμό αγραμματοσύνης, αγλωσσίας και ακρισίας, θεσμοποίησαν την παραπαιδεία.
Αναξιοκρατία στη διοίκηση, ασύδοτη αυθαιρεσία των συνδικαλιστών, ακρισία και αμορφωσιά στην παιδεία ήταν οι σίγουρες προδιαγραφές για την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, τον βυθισμό σε ανίατη ύφεση, σε δραματική μείωση της παραγωγικότητας. Υπονόμευσαν την κοινωνική συνοχή, ακύρωσαν κάθε ποιότητα ζωής, εξουδετέρωσαν την άμυνα της χώρας και την άσκηση αποτελεσματικής διπλωματίας.
Εχουμε φτάσει, κυριολεκτικά, στα έσχατα της παρακμής μας. Και το ηγετικό δυναμικό που διαθέτουμε για να μας οδηγήσει στην ανάκαμψη, μοιάζει απελπιστικά ολίγιστο. Καραμανλής ο βραχύς κατόρθωσε να αποδείξει «καλύτερόν» του τον Γιωργάκη που τον ειρωνευόταν στη Βουλή για την ολιγότητά του. Και ο Αντώνης Σαμαράς δείχνει να πιστεύει ότι είναι απλώς «καλύτερος» και από τους δυο.
Αλλά η λογική του «καλύτερου» ξέρουμε πια ότι έχει αποδειχθεί ανεπαρκέστατη, αναπαράγει την ατολμία. Η κραυγαλέα ανάγκη μας είναι για τον τολμηρό, όχι για τον απλώς «καλύτερον».
Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή
Πηγή
Μετά τον «μετασχηματισμό» κοινωνίας και κράτους από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ακόμη και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης φάνταζε στους συνετούς (τους περιφερόμενους) ψηφοφόρους «καλύτερος». Σε πολύ σύντομο διάστημα αποδείχθηκε ανίκανος για τις ριζικές τομές που απαιτούσε η ανάκαμψη από την κρατική και κοινωνική αποδιάρθρωση.
Επανήλθε στην εξουσία, σκιά πλέον, ο Ηρόστρατος. Ο Κωνσταντίνος Σημίτης που τον διαδέχθηκε, έπεισε, στην πρώτη τετραετία, ότι ήταν «καλύτερος». Αλλά μόνο για «βελτιώσεις» τής προς τα έξω εικόνας του τόπου. Αγνόησε και αυτός την αποδιοργάνωση της λειτουργίας του κράτους και τον θεσμοποιημένο από τον Παπανδρέου αμοραλισμό – δεν τόλμησε τομές. Η ατολμία του τιμωρήθηκε εντυπωσιακά: η ασύδοτη φαυλότητα κατέκλυσε, στη δεύτερη τετραετία του, ακόμα και τα υπόγεια του Μαξίμου.
Για τη δική του διαδοχή δεν λειτούργησε η λογική του «καλύτερου»: τον ανερμήνευτα ευνοημένον με το δαχτυλίδι της πρόκρισης ο λαός τον αποκαλούσε, καθόλου τυχαία, «Γιωργάκη». Δεν φάνταζε ποτέ ικανότερος ούτε από τον άτολμο Σημίτη ούτε από τον σαρωτικής ευφυΐας Βενιζέλο ούτε από τον στέρεα οργανωτικό Σκανδαλίδη. Η μεταστροφή των ηγετικών προτιμήσεων κοινής γνώμης και κομματικών στελεχών (η μέσα σε σαράντα οχτώ ώρες ανακάλυψη ότι ο Βενιζέλος «βιάζεται» και αυθαδέστατα ορέγεται την εξουσία) παραμένει αίνιγμα. Αν δεν είναι πρωτοφανής στα χρονικά έκπληξη, είναι από τα πιο δυσδιάγνωστα επιτεύγματα άγνωστων παραγόντων.
Με τη λογική του «καλύτερου» διαδέχθηκε στην αξιωματική αντιπολίτευση τον Μητσοτάκη ο Μιλτιάδης Εβερτ. Ηταν πραγματικά ο μόνος που μιλούσε για ανάγκη εκθεμελιωτικών αλλαγών του παπανδρεϊκού μοντέλου, για «ειρηνική επανάσταση» – ο μόνος κομματικός αρχηγός που διέγνωσε ευθαρσώς ότι και το κόμμα του είναι «σάπιο». Ομως, δεν τόλμησε ούτε επαναστατικές τομές να επαγγελθεί προγραμματικά ούτε να αποκόψει κομματικά στελέχη σαπρά. Βούλιαξε κατησχυμένος στην ατολμία του και παρέδωσε την αρχηγία στον Καραμανλή τον νεώτερο.Ο νεώτερος Καραμανλής ικανοποιούσε προφανέστατα τη λογική του «καλύτερου», σε σύγκριση και με τον προκάτοχό του Εβερτ και με τον αντίπαλό του «Γιωργάκη». Κρίθηκε από τον λαό «καλύτερος» και από τον Κ. Σημίτη. Ηταν ευφραδής, αν και το ανέκφραστο του προσώπου του πρόδιδε περισσότερο επαγγελματία «παίκτη», παρά κοινωνικό οραματιστή. Πάντως, η εντύπωση του «καλύτερου» άντεξε πέντε ολόκληρα χρόνια, ενάντια σε κάθε λογική, ώσπου η χώρα κυριολεκτικά κατέρρευσε και ο ίδιος ετράπη σε επονείδιστη φυγή.
Με τον Κ. Καραμανλή τον καθ’ όλα «βραχύ» αποδείχτηκε, με συνέπειες ανήκεστης για τη χώρα καταστροφής, ότι η λογική του «καλύτερου» απλώς ηγέτη (λογική των «βελτιώσεων» και εξωραϊστικών ψιμυθιώσεων του «κοινωνικού μετασχηματισμού» και του εκφαυλισμού του κράτους από τον παπανδρεϊσμό) δεν άφηνε ελπίδα ανάκαμψης. Αν δεν ξεθεμελιωθούν, μεθοδικά και με συνέπεια, τα θεσμοποιημένα εγκλήματα του παπανδρεϊκού αμοραλισμού, ο τόπος θα βυθίζεται, με εφιαλτική πια επιτάχυνση, στην οικονομική χρεοκοπία και στο κοινωνικό χάος.
Χρόνια τώρα οι κυριακάτικες εδώ επιφυλλίδες κατηγορούνται για αρνητισμό, απαισιοδοξία, κριτικές υπερβολές. Επειδή πάντοτε μετρούσαν την πολιτική ατολμία των ηγητόρων με μέτρο τις ριζοσπαστικές αλλαγές που απαιτούσε η αναχαίτιση των συνεπειών της παπανδρεϊκής λοιμικής. Τελικά τα γεγονότα δικαίωσαν, με τρόπο εφιαλτικό, την κριτική οξύτητα της γραφής. Θα ήταν ασύγκριτα προτιμότερη η μη δικαίωση – η διαδρομή μέσα στον χρόνο τής εδώ επιφυλλιδογραφίας αποκτά «νόημα» μόνο αν σώζει κάτι από το πείσμα παλαιών (πάντοτε περιθωριακών) χρονογράφων, που ξεκαθάριζαν κυρίως κριτήρια οξυδέρκειας και λιγότερο αποτιμήσεις γεγονότων και προσώπων.
Μητσοτάκης, Σημίτης, Εβερτ, Καραμανλής ο βραχύς κρίθηκαν («εν τοις πράγμασιν») από την ατολμία τους, όχι από τις προθέσεις τους ή τις «βελτιωτικές» καταστάσεων πρωτοβουλίες τους – οι επιφυλλίδες απλώς κατέγραφαν τα κριτήρια εντοπισμού της αυτοκτονικής αυτής ατολμίας. Παντοδύναμοι μέσα στο σύστημα της πρωθυπουργοκεντρικής απολυταρχίας που δημιούργησε η ηδονοθηρία του Ανδρέα Παπανδρέου δεν τόλμησαν τα αυτονόητα του κοινού συμφέροντος: Να ξαναστήσουν κράτος, να αποκαταστήσουν λειτουργία θεσμών δημοκρατίας. Τους ενδιέφερε η επανεκλογή τους, τίποτε άλλο, ούτε καν η υστεροφημία τους. Και πίστεψαν ότι ο λαϊκισμός, συνταγή επιτυχίας του Ανδρέα, ήταν πανάκεια.
Δεν τόλμησαν να αρθρώσουν συντεταγμένη και παραγωγική έργου κρατική λειτουργία, αυστηρή, ακομμάτιστη ιεραρχία διαβάθμισης ευθυνών. Να θεμελιώσουν θεσμούς αξιοκρατίας, κριτικό και πειθαρχικό έλεγχο της δημοσιοϋπαλληλίας, καταξίωση της ποιότητας και της δημιουργικότητας, απολύσεις των κηφήνων, των ανίκανων, των χρηματιζόμενων εκβιαστών.
Δεν τόλμησαν να πειθαρχήσουν τον Συνδικαλισμό στις επιταγές του Συντάγματος, στα στοιχειώδη του «κοινωνικού συμβολαίου», των όρων της δημοκρατίας. Ανέχθηκαν τις γκανγκστερικές εκβιαστικές πρακτικές του, τον κατέστησαν ύψιστη εξουσία με αυθαίρετη αντικοινωνική συμπεριφορά στρατού κατοχής.
Δεν τόλμησαν να αντιμετωπίσουν το ειδεχθέστερο έγκλημα του παπανδρεϊσμού: την καταστροφή (ο όρος κυριολεκτεί) του σχολειού και του πανεπιστημίου. Συμβιβάστηκαν με τον ωμό φασισμό του «ασύλου» και την ασέλγεια του «μαθητικού κινήματος», την ψυχανωμαλία των βανδαλισμών και των «καταλήψεων». Παγίωσαν τον πιο ζοφερό σκοταδισμό αγραμματοσύνης, αγλωσσίας και ακρισίας, θεσμοποίησαν την παραπαιδεία.
Αναξιοκρατία στη διοίκηση, ασύδοτη αυθαιρεσία των συνδικαλιστών, ακρισία και αμορφωσιά στην παιδεία ήταν οι σίγουρες προδιαγραφές για την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, τον βυθισμό σε ανίατη ύφεση, σε δραματική μείωση της παραγωγικότητας. Υπονόμευσαν την κοινωνική συνοχή, ακύρωσαν κάθε ποιότητα ζωής, εξουδετέρωσαν την άμυνα της χώρας και την άσκηση αποτελεσματικής διπλωματίας.
Εχουμε φτάσει, κυριολεκτικά, στα έσχατα της παρακμής μας. Και το ηγετικό δυναμικό που διαθέτουμε για να μας οδηγήσει στην ανάκαμψη, μοιάζει απελπιστικά ολίγιστο. Καραμανλής ο βραχύς κατόρθωσε να αποδείξει «καλύτερόν» του τον Γιωργάκη που τον ειρωνευόταν στη Βουλή για την ολιγότητά του. Και ο Αντώνης Σαμαράς δείχνει να πιστεύει ότι είναι απλώς «καλύτερος» και από τους δυο.
Αλλά η λογική του «καλύτερου» ξέρουμε πια ότι έχει αποδειχθεί ανεπαρκέστατη, αναπαράγει την ατολμία. Η κραυγαλέα ανάγκη μας είναι για τον τολμηρό, όχι για τον απλώς «καλύτερον».
Αναδημοσίευση από την Kαθημερινή
Πηγή