Τα 7αετή ομόλογα που η Ελλάδα πούλησε στις 29 Μαρτίου έχουν, ήδη, καταγράψει πτώση κατά 2,2% με το επιτόκιο τους να έχει ανέβει στο 6,37% από το 6% που ήταν την ημέρα της πώλησης. Αυτό σημαίνει πως οι αγοραστές του χρέους μας γράφουν, ήδη, ζημίες και έτσι στέλνεται το μήνυμα στην αγορά ότι πρέπει να απαιτεί υψηλότερα επιτόκια στις επόμενες αγοραπωλησίες ελληνικού χρέους, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ακόμη περισσότερο το κόστος δανεισμού για τη χώρα.
Η Ελλάδα αναμένεται να πληρώσει το 2010 13 δις ευρώ, επιπλέον, σε τόκους, σε σχέση με το αν δανείζονταν με τα προ της κρίσης επιτόκια, σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, με το ποσό αυτό να φτάνει το 40% του συνολικού, των 32 δις ευρώ, που η χώρα ζητά να δανειστεί σε όλη τη διάρκεια του έτους και το οποίο θα δοθεί ως μπόνους στους δανειστές μας, εξαιτίας της αυξημένης, με βάση τα δικά τους κριτήρια, πιθανότητας της Ελλάδας να πτωχεύσει. Η πιθανότητα αυτή, σύμφωνα με τα CDS, είναι μεγαλύτερη σήμερα απ' ότι πριν τη “συμφωνία” με την ΕΕ και το ΔΝΤ και υπολογίζεται στο 25,89%, με την Ελλάδα να εξακολουθεί να θεωρείται η 8η πιθανότερη χώρα στον κόσμο προς πτώχευση, πίσω από τη Βενεζουέλα, την Αργεντινή, το Πακιστάν, την Ουκρανία και το Ιράκ, ενώ στην 9η θέση της σχετικής λίστας βρίσκουμε την Ισλανδία και στη 10η τη Λετονία.
Είναι ενδιαφέρον, πως οι 7 από τις 10 χώρες της παραπάνω λίστας έχουν, ήδη, δεχτεί την πολύτιμη βοήθεια του ΔΝΤ, που βρήκε την ευκαιρία να διεισδύσει στις περισσότερες από αυτές χάρη στην τρέχουσα κρίση. Παρά το δανεισμό και τη βοήθεια από το ΔΝΤ, ωστόσο και παρά τα πολύ σκληρά μέτρα που έχουν υποχρεωθεί να λάβουν οι κυβερνήσεις τους, η πιθανότητα πτώχευσης των συγκεκριμένων χωρών αυξήθηκε αντί να μειωθεί, οι τιμές των CDS τους ενισχύθηκαν αντί να υποχωρήσουν και το κόστος δανεισμού τους παρέμεινε δυσβάσταχτο. Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα του πανεπιστημίου του Cambridge, σε 21 χώρες που δέχτηκαν τη ʽβοήθειαʼ του ΔΝΤ από το 1989 μέχρι το 2010 (δημοσιεύτηκε στο ιατρικό περιοδικό PLoS Medicine) οι υπερβολικές απαιτήσεις του ΔΝΤ για περικοπές των δημοσίων δαπανών, συμπεριλαμβανομένων περικοπών στη δημόσια υγεία και τα ασφαλιστικά ταμεία, οδήγησαν σε υποβάθμιση του συστήματος υγείας και συντέλεσαν ακόμη και στην κατακόρυφη αύξηση των θανάτων από ορισμένες ασθένειες.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, αν λάβουμε υπόψη μας πως ενώ έχουν, ήδη, παρθεί τα πρώτα σκληρά μέτρα για τη μείωση των ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους και ενώ έχει επιτευχθεί η ʽσυμφωνίαʼ με την ΕΕ και το ΔΝΤ, τόσο οι τιμές των ελληνικών CDS, όσο η πιθανότητα πτώχευσης της χώρας αλλά και το κόστος δανεισμού της αυξήθηκαν, αντί να μειωθούν, δε γίνεται παρά να ανησυχεί κανείς ότι ίσως δε βαδίζουμε στο σωστότερο δρόμο.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η ετήσια αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα κατά το Φεβρουάριο, ήταν η υψηλότερη στην Ευρώπη, φτάνοντας το 2,9% όταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη ήταν 0,9% και η αύξηση στη Γερμανία, μόλις, 0,5%.
Η αύξηση των τιμών ενέργειας σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα ήταν της τάξης του 24,9% όταν στην ευρωζώνη η αντίστοιχη αύξηση ήταν, μόλις, 3,1%.
Από το 2001, όταν η χώρα υιοθέτησε το ευρώ, ο πληθωρισμός της είναι, σταθερά, πολύ μεγαλύτερος από αυτόν της ευρωζώνης και της Γερμανίας, ενώ στο διάστημα αυτό έχασε περίπου το 30% της ανταγωνιστικότητας της ανά μονάδα εργασίας, κάτι που συνέβαλλε στην αύξηση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Ο ρυθμός με τον οποίο αυξάνεται ο πληθωρισμός στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες είναι ο μεγαλύτερος από το 2000 και ενώ η αύξηση του Σεπτεμβρίου ήταν 0,7%, αυτή του Ιανουαρίου ήταν 2,3% και του Φεβρουαρίου, όπως είδαμε, 2,9%.
Καθώς η χώρα δε διαθέτει δικό της νόμισμα ώστε να επιχειρήσει να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της μέσω της υποτίμησης του, με στόχο τη μείωση των τιμών των προϊόντων και των υπηρεσιών της, φαίνεται πως έχει αποφασιστεί να ακολουθηθεί ο σκληρός εναλλακτικός δρόμος του σχεδίου της μείωσης των μισθών και των τιμών κατά 20-30% στο μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό, σε συνδυασμό με την προσπάθεια για τη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού στα επόμενα τρία χρόνια κατά τις 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, που απαιτείται για την ικανοποίηση των κριτηρίων του Μάαστριχ, αποτελεί μία συνταγή που είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε πολυετή ύφεση, με εκτίναξη της ανεργίας και συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 12%.
Εφόσον η συλλογή φόρων στην Ελλάδα αντιστοιχεί στο 40% του ΑΕΠ, μία μείωση του κατά 12% θα οδηγήσει σε απώλειες 5 ποσοστιαίων μονάδων ΑΕΠ εξαιτίας των μειωμένων, από τη φορολογία, εσόδων. Το αποτέλεσμα θα είναι η καθαρή μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού να φτάσει, μόνο, στο 5% αντί για το προσδοκώμενο 10%, κάτι που θα οδηγήσει σε νέα μέτρα για την περαιτέρω μείωση των δημοσίων δαπανών και σε ακόμη μεγαλύτερη πίεση της οικονομίας.
Με βάση αυτή τη λογική, φαίνεται πως αν η Ελλάδα συνεχίσει να μειώνει τις δημόσιες δαπάνες της για να ανταποκριθεί στα κριτήρια του Μάαστριχ, ενώ στο ενδιάμεσο διάστημα δεν απολαμβάνει κανένα όφελος από μία υποτιμημένη ισοτιμία, μπορεί να δει το ΑΕΠ της να μειώνεται, στα επόμενα χρόνια, κατά 15-20%. Χαρακτηριστικό είναι το πρόσφατο παράδειγμα της Λετονίας, η οποία εδώ και 18 μήνες έχει στραφεί στο ΔΝΤ για βοήθεια και στο διάστημα αυτό το ΑΕΠ της συρρικνώθηκε, κιόλας, κατά 18%, με το ΔΝΤ να περιμένει μία επιπλέον μείωση της τάξης του 4% στο 2010. Και παρά τα σκληρά μέτρα και τις περικοπές το έλλειμμα του προϋπολογισμού της ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει στο 8%, ποσοστό διπλάσιο από αυτό του στόχου του Μάαστριχ.
Επιπροσθέτως, σε μία ενδεχόμενη παρατεταμένη ελληνική οικονομική ύφεση, είναι δύσκολο να θεωρήσουμε πως δε θα υπάρξει ένα κύμα νοικοκυριών που δε θα καταφέρουν να πληρώσουν τα δάνεια τους, κηρύσσοντας, τελικά, πτώχευση και προκαλώντας αναταράξεις στα θεμέλια του τραπεζικού συστήματος, πυροδοτώντας, έτσι, τη φυγή κεφαλαίων από την Ελλάδα, κάτι που επιχειρείται διακαώς να αποφευχθεί. Αν οι ελληνικές τράπεζες έχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι πολλών ευρωπαϊκών, αυτό είναι το μεγάλο ποσοστό αποθεματικών που διαθέτουν σε σχέση με τα δάνεια που έχουν παράσχει. Αν προκληθεί ένα κύμα μετανάστευσης κεφαλαίων, το πλεονέκτημα αυτό θα υπονομευθεί, οδηγώντας τις τράπεζες στην αύξηση των κινήτρων που θα προσφέρουν για να προσελκύσουν αποταμιεύσεις και στην περαιτέρω μείωση της προθυμίας τους για παροχή δανείων. Ο συνδυασμός των δύο θα επηρεάσει αρνητικά, τόσο την κατανάλωση όσο και την ανάπτυξη.
Μα ακόμη και αν ο ένας από τους βασικούς στόχους των μέτρων που έχει υιοθετήσει η Ελλάδα επιτευχθεί και οι τιμές, πράγματι, αποκλιμακωθούν κατά 20% στα επόμενα χρόνια, η απορρέουσα από αυτήν την εξέλιξη συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 15%, τουλάχιστον, θα αυξήσει το δημόσιο χρέος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, πάνω από το 150%, περιπλέκοντας και παρατείνοντας την κρίση. Έτσι, το πιο ρεαλιστικό πλάνο, ίσως, για την Ελλάδα, θα ήταν η προσπάθεια για επαναδιαπραγμάτευση και αναδόμηση του χρέους της με άμεση ευρωπαϊκή βοήθεια και συναίνεση, με τη χρήση του ισχυρότερου διαπραγματευτικού της χαρτιού, που δεν είναι άλλο απʼ το ότι μία ενδεχόμενη πτώχευση της θα απειλούσε την ίδια την ύπαρξη της ΕΕ, επιφέροντας ένα καίριο χτύπημα στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και προκαλώντας δριμεία αύξηση του κόστους δανεισμού των υπόλοιπων ευάλωτων στην κρίση ευρωπαϊκών κρατών, αυξάνοντας την πιθανότητα για περαιτέρω πτωχεύσεις.
Για παράδειγμα, με μέγεθος 5 φορές αυτό της ελληνικής οικονομίας και με δημόσιο χρέος της τάξης του 1 τρις δολαρίων, η Ισπανία θα ακολουθήσει με μαθηματική ακρίβεια την Ελλάδα σε μία ενδεχόμενη κατάρρευση της και αυτό θα πρέπει να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιχειρήματα της χώρα μας για να συνεχίσουμε να πιέζουμε τους εταίρους μας για μία γρήγορη και συλλογική λύση στο πρόβλημα και όχι για μία πολυετή και βάναυση προσπάθεια για έξοδο από την κρίση.
Είναι πιθανό η τωρινή, αμυντική, στάση της Ελλάδας να μην αποδειχθεί τόσο ωφέλιμη όσο αν υιοθετούσε μία πιο επιθετική συμπεριφορά, βάζοντας φρένο στην καθυστέρηση για μία λύση, η οποία εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα των υπολοίπων ευρωπαϊκών κρατών και όχι τα ελληνικά. Πράγματι, εξαιτίας της ελληνικής κρίσης το κόστος του δανεισμού για τη Γερμανία κατέγραψε μεγάλη μείωση στο αʼ τρίμηνο του 2010, με τα ομόλογα της να γίνονται ανάρπαστα, καθώς η χώρα θεωρείται η ασφαλέστερη της Ευρώπης. Στο ίδιο διάστημα, η πτώση του ευρώ βοήθησε τη Γερμανία να αναπτυχθεί με ρυθμούς που είχε να δει για αρκετά χρόνια, ενώ και η ευρωζώνη, συνολικά, ευνοήθηκε από την ελληνική κρίση και την εκμεταλλεύτηκε για να μπει σε τροχιά ανάρρωσης.
Όσο ο κλεφτοπόλεμος με τους Ευρωπαίους εταίρους μας συνεχίζεται και όσο διστάζουμε να ποντάρουμε στο γεγονός πως μία ενδεχόμενη πτώχευση της Ελλάδας είναι απολύτως ενάντια στα συμφέροντά τους και τόσο επικίνδυνη γιʼ αυτούς ώστε να μην μπορούν να διακινδυνεύσουν να συμβεί, τόσο τους επιτρέπουμε να ζεσταίνουν τις οικονομίες τους χάρη στην ελληνική κρίση, την ώρα που η ίδια η Ελλάδα καίγεται.
Πάνος Παναγιώτου, διευθυντής Ελληνικής Κοινότητας Τεχνικής Ανάλυσης (GSTA Ltd)