Στὰ 1530, στὴ βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ἕνας τίμιος νέος, ὁ Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα ἀπὸ τὴν πόλη στὸ χωριό του.Στὸν δρόμο συνάντησε κι ἄλλους ὁδοιπόρους, κι ἔτσι βάδιζαν ὅλοι μαζὶ συντροφιά. Κάποια στιγμὴ διέκριναν μακριὰ μερικοὺς νεαρούς, ποὺ μετέφεραν ἀλεύρι ἀπὸ τὸν μύλο. Ἡ παρέα τοῦ Στέφανου μπῆκε σὲ πειρασμό.
- Δὲν τοὺς κλέβουμε τὸ ἀλεύρι; εἶπαν μεταξύ τους. Κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει. Θὰ τὸ μοιραστοῦμε καὶ θὰ τὸ μεταφέρουμε στὰ σπίτια μας.
Ὅλοι συμφώνησαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Στέφανο.
- Εἶναι ἁμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι ὕστερα, δὲν θὰ ξεφύγουμε τὴ δικαιοσύνη. Θὰ τιμωρηθοῦμε σὰν ληστὲς καὶ κακοποιοί.
Ἐκεῖνοι ὅμως ἦταν ἀποφασισμένοι. Κι ὅταν πλησίασε ἡ λεία τους, ἐπιτέθηκαν στὰ παιδιά, τὰ ἔδειραν καὶ ἅρπαξαν τὸ ἀλεύρι. Οἱ νεαροί, δαρμένοι καὶ κακοποιημένοι, πῆγαν στὰ σπίτια τους καὶ διηγήθηκαν τὸ ἐπεισόδιο. «Ὕστερα εἰδοποίησαν τὸν διοικητή, τὸν Σίμωνα Μπάιλο, κι ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ συλλάβουν τοὺς κακοποιούς. οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν σὰν ὕποπτο μόνο τὸν Στέφανο, γιατὶ οἱ ἄλλοι εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Ἐκεῖνος βάδιζε ἀμέριμνος, ἔχοντας πεποίθηση στὴν ἀθωότητά του. Ἀπολογήθηκε στοὺς στρατιῶτες μὲ εἰλικρίνεια, ἀλλὰ δὲν τὸν πίστεψαν. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή.
Ὅταν τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ὁμολόγησε πάλι τὴν ἀλήθεια:
- Βάδιζα μὲ τοὺς ληστές, ἀλλὰ μέρος στὴ ληστεία δὲν ἔλαβα. Ἄδικα μὲ κατηγορεῖτε.
Ὁ δικαστὴς ὅμως δὲν τὸν πίστεψε καὶ τὸν καταδίκασε.
- Ποιὰ τιμωρία προτιμᾶς, τὸν ρώτησε, νὰ σοῦ κόψουν τὰ χέρια ἡ νὰ σοῦ βγάλουν τὰ μάτια;
Κι ἐκεῖνος, περίλυπος, προτίμησε τὴ δεύτερη, γιατὶ τοῦ φάνηκε λιγότερο ὀδυνηρή. Μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὅπου ἐκτελέστηκε ἡ φοβερὴ ἀπόφαση. Ὁ Στέφανος τώρα, ἀνίκανος γιὰ μετακινήσεις, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητέρα του. Δεκαοχτὼ μίλια ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ ἦταν χτισμένη ἡ παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ἦταν γνωστὴ γιὰ ἕνα ναὸ τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περνοῦσε πλῆθος λαοῦ καὶ προσκυνοῦσαν τὴ θαυματουργή της εἰκόνα. Ὁ Στέφανος ἀποφασίζει καὶ πηγαίνει στὴν πόλη αὐτή. Θὰ μένει στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ θὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς φιλάνθρωπους. Προσκύνησε μὲ τὴ μητέρα τοῦ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ παρακάλεσε τὸν διακονητὴ μοναχὸ νὰ τοῦ παραχωρήσει ἕνα κελλάκι γιὰ τὴ διαμονή του. Τὴν πρώτη βραδιὰ ἔμειναν μέσα στὴν ἐκκλησία. Ἡ μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε ἀμέσως. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τοὺς πόνους. Κάποια στιγμὴ τὸν πῆρε ἕνας ὕπνος ἐλαφρός. Νοιώθει τότε δυὸ χέρια νὰ τὸν ἀκουμποῦν καὶ νὰ ψηλαφοῦν τὶς κόγχες τῶν ματιῶν του. Ἦταν τόσο αἰσθητό, ὥστε ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἀναρωτιόταν ποιὸς νὰ τὸν εἶχε ἀγγίξει. Καὶ τότε Βλέπει μπροστὰ τοῦ μία γυναίκα λαμπροφορεμένη καὶ λουσμένη στὸ φῶς. Στάθηκε λίγο κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Γυρίζει ὁ Στέφανος καὶ βλέπει τὰ καντήλια ἀναμμένα. Ξυπνάει τὴ μητέρα του καὶ τὴ ρωτάει:
- Ποιὸς ἄναψε τὰ καντήλια;
- Σώπα καὶ κοιμήσου, τοῦ λέει ἐκείνη, νομίζοντας πὼς τὸ παιδὶ τῆς ὀνειρεύεται. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε:
- Βλέπω τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Δὲν εἶναι φαντασίες αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω!
Τότε ἡ μητέρα ἀνασηκώθηκε καὶ κοίταξε μὲ ἀνησυχία καὶ λαχτάρα τὸ πρόσωπό του. Ναί, δὲν τὴν ἀπατοῦσαν τὰ μάτια της. Ζοῦσε τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνα ὁλοζώντανο θαῦμα: οἱ κόγχες τοῦ παιδιοῦ τῆς στολίζονταν ἀπὸ δυὸ γαλανὰ μάτια! Ἐνῶ, πρὶν τὴν τύφλωση, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου ἦταν μαῦρα! Ἀμέσως, μητέρα καὶ γιὸς εὐχαρίστησαν μὲ δάκρυα χαρᾶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ τὴ γρήγορη ἐπέμβασή της. Ἀπὸ τὸν θόρυβο πῆρε εἴδηση ὁ νεωκόρος μοναχὸς κι ἔτρεξε στὸν ναὸ γιὰ νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Τὸ ὁλοφάνερο θαῦμα τὸν συγκλόνισε κι ἔφυγε γρήγορα γιὰ τὴ χώρα, γιὰ ν᾿ ἀναγγείλει τὸ γεγονὸς στὸν διοικητή. Ἐκεῖνος, παραξενεμένος, πῆρε μαζί του τοὺς προκρίτους τῆς Κέρκυρας κι ἐπισκέφθηκε τὸν Στέφανο. Εἶδε τὰ νέα μάτια στὶς κόγχες τους καὶ θαύμασε. Εἶδε ἀκόμη, σὰν ἀπόδειξη, καὶ τὸ σημάδι στὰ βλέφαρά του ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του ὅμως ὁ διοικητὴς εἶχε καὶ κάποια ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἐπέστρεψε στὴ χώρα, καλεῖ τὸν δήμιο καὶ τὸν ρωτάει:
- Ἔβγαλες, πραγματικά, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου, ὅπως εἶχα διατάξει;
- Βεβαίως τὰ ἔβγαλα. Βρίσκονται ἀκόμη μέσα σὲ μία λεκάνη. Ὁρίστε!
Ὁ Μπάιλος κοίταξε ἀνήσυχος τὴ λεκάνη. Πράγματι μέσα σ᾿ αὐτὴν ὑπῆρχαν δυὸ μάτια, καὶ μάλιστα μαῦρα μάτια, ὄχι γαλανά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ εἶχε τώρα ὁ Στέφανος. Ἡ ἀλήθεια ἀποδείχθηκε μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο καὶ πειστικὸ τρόπο. Κι ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ εἰδοποίησε νὰ φέρουν τὸν Στέφανο, τοῦ ζήτησε συγνώμη καὶ τὸν ἀποζημίωσε μὲ πλούσια δῶρα. Τέλος, ἀνακαίνισε μ᾿ ἐπιμέλεια τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου.
Το αλίευσα ΕΔΩ