Διαβάζοντας κανείς τη συνέντευξη της Προέδρου της Μόνιμης Επιτροπής της Βουλής για τον Ελληνισμό της Διασποράς, της Βουλευτού Χίου, κυρίας Ελπίδας Τσουρή, στην εφημερίδα μας, εξάγει ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα για τις σχέσεις των Αποδήμων με το Μητροπολιτικό Κέντρο και τα προβλήματα που τους απασχολούν.
Ας δούμε τα σημαντικότερα από αυτά, όπως τα ιεραρχεί η κυρία Ελπίδα Τσουρή, η οποία αν και δεν έχει στο παρελθόν ασχοληθεί με τον Απόδημο Ελληνισμό, εντούτοις, επιδεικνύει μία καθ 'όλα επαινετή διάθεση και μία αξιοπρόσεκτη έφεση να μάθει, να εμβαθύνει και να εργασθεί για μία αποδοτική και λειτουργική σχέση της γενέτειρας, με τους Έλληνες Αποδήμους. Ιδού, λοιπόν, τα προβλήματα, όπως τα ιεραρχεί η κυρία Τσουρή:
α) «Η Παιδεία, τα θέματα εκπαίδευσης, διάδοσης και διάσωσης της ελληνικής γλώσσας, που αποτελούν και βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των νέων δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς».
β) «Τα προβλήματα και οι δυσλειτουργίες στις διαδικασίες αναγνώρισης της ελληνικής ιθαγένειας και η καλύτερη και αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των Ελλήνων της Διασποράς από το Ελληνικό Δημόσιο». Και,
γ) «Η συμμετοχή των ομογενών στις εθνικές εκλογές».
Δεν αφίσταται και πολύ της πραγματικότητας η Πρόεδρος της Επιτροπής Ελλήνων της Διασποράς. Στον «κατάλογό» της, όμως, πρέπει να προσθέσει και άλλα προβλήματα, ορισμένα το ίδιο αν όχι και περισσότερο σημαντικά από τα ανωτέρω, η όπως, για παράδειγμα, συνεχώς μειούμενη αγοραστική δύναμη των καταθέσεων που διατηρούν στην Ελλάδα σε συνάλλαγμα οι ομογενείς, αλλά και οι συνέπειες στην περιουσιακή τους υπόσταση εξαιτίας των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στον τόπο όπου κατοικούν.
Κανείς δεν αντιλέγει πως η Παιδεία, γενικά τα θέματα εκπαίδευσης και η διάδοση (διάσωση) της ελληνικής γλώσσας βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας των προβλημάτων. Το ζητούμενο είναι, όμως, μιας και ξέρουμε το πρόβλημα, το τι κάνουμε για τη λύση του. Διότι ασφαλώς δεν αρκεί η απλή (και ανώδυνη) περιγραφή, άλλως καταγραφή, του προβλήματος. Οι υπεύθυνοι στο Μητροπολιτικό Κέντρο, δηλαδή οι παράγοντες της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, οφείλουν και να δρομολογήσουν τις αποφάσεις εκείνες που θα υλοποιήσουν τις κατάλληλες πολιτικές για την επίτευξη του τελικού στόχου. Αν, για παράδειγμα, χρειάζονται περισσότεροι δάσκαλοι, καλύτερα πληρωμένοι και με εξασφαλισμένη τη συνταξιοδότησή τους, για να μάθουν τα ελληνόπουλα της ομογένειας καλύτερα ελληνικά, να το κάνουμε. Αν χρειάζονται περισσότερα και πλέον σύγχρονα βιβλία, να τα έχουμε. Αν η λύση είναι τα τσάρτερ σχολεία, να τα αποκτήσουμε. Αν χρειάζεται η ανασύσταση των Ελληνικών Ταχυδρομείων ή η αναβάθμιση των ελληνικών προξενείων, για να φθάνει ασφαλώς και απαραβίαστα η επιστολική ψήφος των Αποδήμων Ελλήνων στον προορισμό της, να το κάνουμε. Όχι στα λόγια, με έργα.
Αλλά απορεί κανείς για το ποια αποτελεσματική πολιτική μπορεί να υπάρξει και ποιες οριστικές αποφάσεις μπορούν να ληφθούν για τα θέματα αυτά, όταν εγείρονται διαφωνίες, ακόμη και μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης και των κομμάτων ως προς το δέον γενέσθαι π.χ. για την ψήφο των Αποδήμων ή την απόδοση της Ιθαγένειας?
Για την ιθαγένεια, ειδικότερα, μελετάμε να την εκχωρούμε σχετικά εύκολα στους μετανάστες, ενώ ακόμη δεν έχουμε βρει τρόπο να την πάρουν όλοι οι Έλληνες της διασποράς που τη δικαιούνται και τους παραπέμπουμε παιδευτικά και υποτιμητικά σε Ληξιαρχεία και Μητροπόλεις προκειμένου να μάθουν οι επίγονοι αν ο παππούς παντρεύτηκε με θρησκευτικό γάμο και η γιαγιά πολιτικό με ... Θαρρείς και εάν ο γάμος έγινε σε δημαρχείο στο εξωτερικό, η γιαγιά παραμένει Ελληνίδα γιατί ο πολιτικός γάμος δεν αναγνωρίζονταν στην Ελλάδα και ήταν, επομένως, ως μη γενόμενος, ενώ αν έγινε σε Εκκλησία η γιαγιά έπαψε να είναι (ω του θαύματος!) Ελληνίδα, γιατί παντρεύτηκε αλλοδαπό!
Αλλά και για την ψήφο, πώς να ερμηνεύσει κανείς τη δήλωση του υπουργού Εσωτερικών πως πρώτα πρέπει να μαζέψει τις 200 ψήφους που χρειάζονται για να γίνει νόμος του κράτους και μετά θα συντάξει το σχετικό νομοσχέδιο και θα το καταθέσει στην εθνική αντιπροσωπία?
Είναι να μην ανησυχεί κανείς όταν βλέπει κληροδοτήματα που έχουν δωρίσει στο κράτος εύποροι ομογενείς ευεργέτες να καταντούν περίπου στοιχειωμένα και να ανεκμετάλλευτα παραμένουν? Όταν προσφορές ομογενών για μεγαλεπήβολα αναπτυξιακά έργα στη γενέτειρα αντιμετωπίζονται ως περίπου ... ατύχημα ή όταν επενδύσεις «βουλιάζουν» στο τέλμα μιας ατέρμονης γραφειοκρατίας ?
Πέραν όλων αυτών, όμως, τους ομογενείς τους απασχολούν και πλείστα άλλα εξίσου σοβαρά προβλήματα. Επί παραδείγματι, η καταγραφή του Απόδημου Ελληνισμού δεν είναι «έδεσμα» πολυτελείας. Είναι εθνική ανάγκη και επιταγή. Αν δεν γνωρίζουμε ποιοι, πόσοι και που είμαστε, ποτέ και τίποτε δεν θα πετύχουμε ως εθνική μειονότητα του κόσμου, αλλά και ως Ελληνισμός στο αδιαίρετο σύνολό του.
Γι αυτό και μάλλον δεν μας καθησυχάζει η δήλωση της κυρίας Τσουρή ότι «η Επιτροπή θα ενθαρρύνει και θα υποστηρίξει μια συντονισμένη προσπάθεια όλων των εμπλεκόμενων φορέων που μπορούν να φέρουν εις πέρας ένα τέτοιου βεληνεκούς εγχείρημα, δηλαδή του Υπουργείου Εξωτερικών, των Διπλωματικών Αρχών, του Σ . Α.Ε, της Εκκλησίας και των ομογενειακών οργανώσεων>.
Το εγχείρημα, αφού προηγουμένως μελετηθεί καλά από γνώστες του ομογενειακού χώρου, πρέπει να το αναλάβει και να το υλοποιήσει ένας και μόνος φορέας, που θα έχει και την ευθύνη. Διότι «όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει», όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας.
Η πολυφωνία είναι ακριβώς η αιτία που χρόνια τώρα οι σχέσεις των Αποδήμων με το Μητροπολιτικό Κέντρο κινούνται πέριξ των αμφίδρομα αγαθών προθέσεων και των καλών λόγων, αλλά του περίπου μηδενικού αποτελέσματος.
http://www.hellenicnews.com
Ας δούμε τα σημαντικότερα από αυτά, όπως τα ιεραρχεί η κυρία Ελπίδα Τσουρή, η οποία αν και δεν έχει στο παρελθόν ασχοληθεί με τον Απόδημο Ελληνισμό, εντούτοις, επιδεικνύει μία καθ 'όλα επαινετή διάθεση και μία αξιοπρόσεκτη έφεση να μάθει, να εμβαθύνει και να εργασθεί για μία αποδοτική και λειτουργική σχέση της γενέτειρας, με τους Έλληνες Αποδήμους. Ιδού, λοιπόν, τα προβλήματα, όπως τα ιεραρχεί η κυρία Τσουρή:
α) «Η Παιδεία, τα θέματα εκπαίδευσης, διάδοσης και διάσωσης της ελληνικής γλώσσας, που αποτελούν και βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας των νέων δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς».
β) «Τα προβλήματα και οι δυσλειτουργίες στις διαδικασίες αναγνώρισης της ελληνικής ιθαγένειας και η καλύτερη και αποτελεσματικότερη εξυπηρέτηση των Ελλήνων της Διασποράς από το Ελληνικό Δημόσιο». Και,
γ) «Η συμμετοχή των ομογενών στις εθνικές εκλογές».
Δεν αφίσταται και πολύ της πραγματικότητας η Πρόεδρος της Επιτροπής Ελλήνων της Διασποράς. Στον «κατάλογό» της, όμως, πρέπει να προσθέσει και άλλα προβλήματα, ορισμένα το ίδιο αν όχι και περισσότερο σημαντικά από τα ανωτέρω, η όπως, για παράδειγμα, συνεχώς μειούμενη αγοραστική δύναμη των καταθέσεων που διατηρούν στην Ελλάδα σε συνάλλαγμα οι ομογενείς, αλλά και οι συνέπειες στην περιουσιακή τους υπόσταση εξαιτίας των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στον τόπο όπου κατοικούν.
Κανείς δεν αντιλέγει πως η Παιδεία, γενικά τα θέματα εκπαίδευσης και η διάδοση (διάσωση) της ελληνικής γλώσσας βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας των προβλημάτων. Το ζητούμενο είναι, όμως, μιας και ξέρουμε το πρόβλημα, το τι κάνουμε για τη λύση του. Διότι ασφαλώς δεν αρκεί η απλή (και ανώδυνη) περιγραφή, άλλως καταγραφή, του προβλήματος. Οι υπεύθυνοι στο Μητροπολιτικό Κέντρο, δηλαδή οι παράγοντες της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, οφείλουν και να δρομολογήσουν τις αποφάσεις εκείνες που θα υλοποιήσουν τις κατάλληλες πολιτικές για την επίτευξη του τελικού στόχου. Αν, για παράδειγμα, χρειάζονται περισσότεροι δάσκαλοι, καλύτερα πληρωμένοι και με εξασφαλισμένη τη συνταξιοδότησή τους, για να μάθουν τα ελληνόπουλα της ομογένειας καλύτερα ελληνικά, να το κάνουμε. Αν χρειάζονται περισσότερα και πλέον σύγχρονα βιβλία, να τα έχουμε. Αν η λύση είναι τα τσάρτερ σχολεία, να τα αποκτήσουμε. Αν χρειάζεται η ανασύσταση των Ελληνικών Ταχυδρομείων ή η αναβάθμιση των ελληνικών προξενείων, για να φθάνει ασφαλώς και απαραβίαστα η επιστολική ψήφος των Αποδήμων Ελλήνων στον προορισμό της, να το κάνουμε. Όχι στα λόγια, με έργα.
Αλλά απορεί κανείς για το ποια αποτελεσματική πολιτική μπορεί να υπάρξει και ποιες οριστικές αποφάσεις μπορούν να ληφθούν για τα θέματα αυτά, όταν εγείρονται διαφωνίες, ακόμη και μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης και των κομμάτων ως προς το δέον γενέσθαι π.χ. για την ψήφο των Αποδήμων ή την απόδοση της Ιθαγένειας?
Για την ιθαγένεια, ειδικότερα, μελετάμε να την εκχωρούμε σχετικά εύκολα στους μετανάστες, ενώ ακόμη δεν έχουμε βρει τρόπο να την πάρουν όλοι οι Έλληνες της διασποράς που τη δικαιούνται και τους παραπέμπουμε παιδευτικά και υποτιμητικά σε Ληξιαρχεία και Μητροπόλεις προκειμένου να μάθουν οι επίγονοι αν ο παππούς παντρεύτηκε με θρησκευτικό γάμο και η γιαγιά πολιτικό με ... Θαρρείς και εάν ο γάμος έγινε σε δημαρχείο στο εξωτερικό, η γιαγιά παραμένει Ελληνίδα γιατί ο πολιτικός γάμος δεν αναγνωρίζονταν στην Ελλάδα και ήταν, επομένως, ως μη γενόμενος, ενώ αν έγινε σε Εκκλησία η γιαγιά έπαψε να είναι (ω του θαύματος!) Ελληνίδα, γιατί παντρεύτηκε αλλοδαπό!
Αλλά και για την ψήφο, πώς να ερμηνεύσει κανείς τη δήλωση του υπουργού Εσωτερικών πως πρώτα πρέπει να μαζέψει τις 200 ψήφους που χρειάζονται για να γίνει νόμος του κράτους και μετά θα συντάξει το σχετικό νομοσχέδιο και θα το καταθέσει στην εθνική αντιπροσωπία?
Είναι να μην ανησυχεί κανείς όταν βλέπει κληροδοτήματα που έχουν δωρίσει στο κράτος εύποροι ομογενείς ευεργέτες να καταντούν περίπου στοιχειωμένα και να ανεκμετάλλευτα παραμένουν? Όταν προσφορές ομογενών για μεγαλεπήβολα αναπτυξιακά έργα στη γενέτειρα αντιμετωπίζονται ως περίπου ... ατύχημα ή όταν επενδύσεις «βουλιάζουν» στο τέλμα μιας ατέρμονης γραφειοκρατίας ?
Πέραν όλων αυτών, όμως, τους ομογενείς τους απασχολούν και πλείστα άλλα εξίσου σοβαρά προβλήματα. Επί παραδείγματι, η καταγραφή του Απόδημου Ελληνισμού δεν είναι «έδεσμα» πολυτελείας. Είναι εθνική ανάγκη και επιταγή. Αν δεν γνωρίζουμε ποιοι, πόσοι και που είμαστε, ποτέ και τίποτε δεν θα πετύχουμε ως εθνική μειονότητα του κόσμου, αλλά και ως Ελληνισμός στο αδιαίρετο σύνολό του.
Γι αυτό και μάλλον δεν μας καθησυχάζει η δήλωση της κυρίας Τσουρή ότι «η Επιτροπή θα ενθαρρύνει και θα υποστηρίξει μια συντονισμένη προσπάθεια όλων των εμπλεκόμενων φορέων που μπορούν να φέρουν εις πέρας ένα τέτοιου βεληνεκούς εγχείρημα, δηλαδή του Υπουργείου Εξωτερικών, των Διπλωματικών Αρχών, του Σ . Α.Ε, της Εκκλησίας και των ομογενειακών οργανώσεων>.
Το εγχείρημα, αφού προηγουμένως μελετηθεί καλά από γνώστες του ομογενειακού χώρου, πρέπει να το αναλάβει και να το υλοποιήσει ένας και μόνος φορέας, που θα έχει και την ευθύνη. Διότι «όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει», όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας.
Η πολυφωνία είναι ακριβώς η αιτία που χρόνια τώρα οι σχέσεις των Αποδήμων με το Μητροπολιτικό Κέντρο κινούνται πέριξ των αμφίδρομα αγαθών προθέσεων και των καλών λόγων, αλλά του περίπου μηδενικού αποτελέσματος.
http://www.hellenicnews.com