Στο παλάτι του τυράννου των Συρρακουσών Διονυσίου, ζούσε ένας φοβερός κόλακας. Ο Δαμοκλής. Ο κόλακας αυτός μακάριζε διαρκώς την ευτυχισμένη ζωη που περνούσαν οι ηγεμόνες. Μια μέρα όμως, ο Διόνυσος "απεφάσισε να μυήση τον αναιδή τούτον κόλακα στις απολαύσεις του μεγαλείου".
-Αφού πιστεύεις, ότι οι ηγεμόνες περνούν την ζωη τους χωρίς βάσανα και φροντίδες, του είπε, θα σου παραχωρήσω για μία μέρα το θρόνο μου. Ίσως καταλάβεις τότε την αλήθεια...
Και διέταξε όλους τούς αυλικούς του, ακόμα και το γιο του, να υπακούουν τον Δαμοκλή, για μία μέρα, σαν αληθινό βασιλιά.
Ντυμένος, λοιπόν, στο μετάξι ο κόλακας έκανε ο,τι ήθελε. Καλεσε τούς φίλους του σε τραπέζι, έφερε χορεύτριες και ταχυδακτυλουργούς κι άρχισε να διασκεδάζει. Αλλά στη μέση του συμποσίου ο Διονύσιος του έκανε νόημα να κοιτάξει ψηλά και τότε είδε έντρομος-ακριβώς πάνω από το κεφάλι του-ένα σπαθί κρεμασμένο, που το συγκρατούσε μία τρίχα από ουρά αλόγου.Ο κόλακας πετάχτηκε τότε κάτωχρος από τη θέση του και παρακάλεσε τον ηγεμόνα να δώσει ένα τέλος στη βασιλεία του.
Ντυμένος, λοιπόν, στο μετάξι ο κόλακας έκανε ο,τι ήθελε. Καλεσε τούς φίλους του σε τραπέζι, έφερε χορεύτριες και ταχυδακτυλουργούς κι άρχισε να διασκεδάζει. Αλλά στη μέση του συμποσίου ο Διονύσιος του έκανε νόημα να κοιτάξει ψηλά και τότε είδε έντρομος-ακριβώς πάνω από το κεφάλι του-ένα σπαθί κρεμασμένο, που το συγκρατούσε μία τρίχα από ουρά αλόγου.Ο κόλακας πετάχτηκε τότε κάτωχρος από τη θέση του και παρακάλεσε τον ηγεμόνα να δώσει ένα τέλος στη βασιλεία του.