Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Για να μη λυπάσθε3(Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος)

Bookmark and Share
panosrekou_theogefiro.jpg
 Μπορεί ίσως κάποιος να πει: Ναι, αλλά ο Ιώβ είχε πολλά παιδιά, ενώ ο άλλος έχει χάσει το μονάκριβό του. Συμφωνώ μ' αυτό. Πρέπει όμως να ξέρεις ότι του Ιώβ το πένθος είναι πολύ βαρύτερο. Γιατί, ποιό ήταν, αλήθεια, το όφελος από την πολυτεκνία του; Δέχτηκε πολλαπλές συμφορές. Χτυπήθηκε τόσες φορές, όσα ήταν και τα παιδιά του. Γι' αυτό ακριβώς ήταν μεγαλύτερη η συμφορά και πικρότερη η οδύνη του.
Θέλεις όμως να σου μιλήσω και για κάποιον άλλο που είχε κι αυτός ένα μονάκριβο παιδί κι επέδειξε την ίδια, για να μην πω και μεγαλύτερη ανδρεία, από εκείνη του Ιώβ; Αναλογίσου τον πατριάρχη Αβραάμ, ο οποίος δεν είδε τον Ισαάκ πεθαμένο, αλλά του συνέβη κάτι χειρότερο και πιο οδυνηρό. Πήρε εντολή από τον Θεό να σφάξει ο ίδιος το παιδί του!
Κι ο Αβραάμ δεν αντιλόγισε, δεν οργίστηκε κατά του Θεού και ούτε πάλι Του είπε κάτι σαν κι αυτό: Γι' αυτό λοιπόν επέτρεψες, Θεέ μου, να γίνω πατέρας; Για να με κάνεις τώρα παιδοκτόνο; Καλύτερα θα ήταν να μη μου τον είχες καθόλου χαρίσει απ' την αρχή τον Ισαάκ, παρά τώρα που μου τον έδωσες, να μου τον πάρεις, και μάλιστα, με τέτοιο τρόπο. Θέλεις τώρα να τον πάρεις; Ας είναι. Γιατί όμως με βάζεις να τον σκοτώσω εγώ και να μολύνω το χέρι μου με το αίμα του παιδιού μου; Εσύ δεν ήσουν Εκείνος που μου είχες υποσχεθεί ότι από τους απογόνους αυτού του παιδιού θα γέμιζες την οικουμένη από την γενιά μου; Πώς λοιπόν τώρα θα δώσεις τους καρπούς, αφού έδωσες εντολή να καταστραφεί η ρίζα; Πώς πάλι μου υπόσχεσαι απογόνους, αφού τώρα προστάζεις να σφάξω με τα χέρια μου το παιδί μου; Πότε άλλοτε έγινε και πότε ακούστηκε κάτι παρόμοιο στον κόσμο; Μήπως δεν έχω καταλάβει καλά τούτη την προσταγή ή μήπως έχω χάσει πια τα λογικά μου;
Δεν είπε όμως τίποτα τέτοιο ο Αβραάμ, ούτε καν που πέρασε κάτι τέτοιο απ' το μυαλό του. Δεν αντιμίλησε σ' Εκείνον που έδινε την εντολή, ούτε πάλι Του ζήτησε γι' αυτήν ευθύνες. Αντίθετα, μόλις πήρε το πρόσταγμα που έλεγε «πάρε το παιδί σου το αγαπημένο, αυτό που τόσο αγάπησε η ψυχή σου, τον Ισαάκ, κι ανέβασέ το πάνω στο βουνό που θα σου πω» (Γεν. 22, 2), με τόσο μεγάλη προθυμία εκπλήρωσε την εντολή, ώστε έφθασε στο σημείο να κάνει περισσότερα απ' όσα η Θεία εντολή του ζητούσε. Γιατί, ούτε στη γυναίκα του είπε τίποτα ο Αβραάμ, ούτε στους υπηρέτες που είχε μαζί του, αυτούς μάλιστα τους ξεγέλασε και τους άφησε πίσω. Πήρε μονάχα εκείνον που προοριζόταν για τη θυσία, κι ανέβηκε στο βουνό. Ετσι εφάρμοσε με όλη την καρδιά του ο Αβραάμ την εντολή του Θεού.
Αναλογίσου λοιπόν, τι αξιοθαύμαστο που ήταν να μιλάει μονάχος του με το παιδί! Και μάλιστα, όντας μέσα του τόσο πληγωμένος και πονεμένος! Η πικραμένη στοργή του, εκείνη τη στιγμή, θα αναζητούσε ασφαλώς τρόπο για περισσότερο έντονη έκφραση. Κι αυτό, όχι για λίγο, για μια-δυο στιγμές, αλλά για πολλές, συνεχείς ημέρες.
Πράγματι, αν ο Αβραάμ εκτελούσε αμέσως την εντολή του Θεού, θα ήταν βέβαια πολύ θαυμαστό πράγμα. Το πιο αξιοθαύμαστο όμως δεν ήταν αυτό, αλλά τούτο που θα σας πω στη συνέχεια: Βασάνιζε και γύμναζε την ψυχή του για πολλές ημέρες ο Αβραάμ, χωρίς να του συμβεί κάτι, που καθένας θά 'νιωθε, απέναντι στο μελλοθάνατο παιδί του. Γι'; αυτό ακριβώς και ο Θεός σήκωσε τον πήχυ του αθλήματος, για να απολαύσεις και συ τώρα, άνθρωπε, το άθλημα του μεγάλου αυτού ανθρώπου.
Ηταν, στ' αλήθεια, αθλητής ο Αβραάμ. Γιατί δεν πάλεψε με άνθρωπο, αλλά με την ίδια, την τυραννική εξουσία της φύσης. Ποιά λόγια θα μπορούσαν, πραγματικά, να παραστήσουν την ανδρεία του; Ανέβασε στο βωμό το παιδί, το έδεσε χειροπόδαρα, το έβαλε πάνω στα στοιβαγμένα ξύλα και άρπαξε το μαχαίρι, έτοιμος για να δώσει σε μία στιγμή το χτύπημα.
Πώς να το πω; Δεν ξέρω με ποιόν τρόπο να το ιστορήσω. Μονάχα εκείνος που τα έκανε όλα αυτά, μονάχα αυτός γνωρίζει τα καθέκαστα. Γιατί, ποτέ και κανένας λόγος, δεν θα μπορέσει να παραστήσει πως έγινε και δεν ξεράθηκε το χέρι του. Πως δεν παρέλυσαν τα νεύρα του. Πως δεν συγκλονίστηκε από το άκακο βλέμμα του χιλιοαγαπημένου μοναχογιού του.
Θα άξιζε όμως εδώ να θαυμάσουμε και τον Ισαάκ. Γιατί κι εκείνος, όπως κι ο πατέρας του, ο Αβραάμ, υπάκουσε στον Θεό. Οπως ο Αβραάμ, όταν πήρε από τον Θεό την εντολή, δεν ζήτησε το λόγο, δεν ρώτησε την αιτία που έκανε τον Θεό να δώσει ένα τέτοιο πρόσταγμα, έτσι έκανε και ο Ισαάκ. Οταν τον έδεσε ο πατέρας του και τον ανέβασε στο βωμό, δεν είπε: Γιατί το κάνεις αυτό, πατέρα μου; Αντίθετα, έσκυψε υποτακτικά τον αυχένα στο χέρι το πατρικό.
Ετσι μπορούσε κανείς να δει τον πατέρα συγχρόνως και ιερέα. Και να προσφέρεται παράλληλα αναίμακτη θυσία, ως ολοκαύτωμα, αλλά χωρίς φωτιά. Θυσία που προτύπωνε, με εκείνο που γινόταν πάνω στο βωμό, το θάνατο και την ανάσταση των νεκρών. Γιατί ο Αβραάμ και έσφαξε, αλλά συγχρόνως, δεν έσφαξε το παιδί του. Δεν το έσφαξε με το χέρι, αλλά με την προθυμία που έδειξε στην εκτέλεση της εντολής του Θεού. Και ο Θεός βέβαια γι' αυτό του έδωσε μια τέτοια εντολή, όχι γιατί ήταν θέλημά Του να χυθεί αίμα, αλλά επειδή ήθελε να δείξει σε σένα, άνθρωπέ μου, τη διάθεση του πατριάρχη. Επειδή ήθελε να κάνει γνωστό σ' ολόκληρη την οικουμένη εκείνον τον γενναίο άνθρωπο.
Ετσι διδάσκει κι εμάς, τους μεταγενέστερους, ότι πρέπει καθένας μας να προτιμάει να εκτελεί τις εντολές του Θεού, περισσότερο και από αυτά τα ίδια τα παιδιά του· περισσότερο και από τη φύση και από όλα τα υπάρχοντά του, αλλά και από αυτή ακόμα τη ζωή του.
Κατέβηκε έτσι ο Αβραάμ από το βουνό, έχοντας ζωντανό τον μάρτυρα γιο του Ισαάκ.
Λέγε μου τώρα, πού θα βρούμε εμείς έλεος! Τί απολογία θα δώσουμε εμείς στον Θεό που, ενώ έχουμε δει εκείνον τον γενναίο Αβραάμ να υπακούει τόσο πρόθυμα στον Θεό και να Του τα δίνει όλα για όλα, δυσφορούμε και αντιδρούμε για ό,τι μας βρίσκει στη ζωή;
Μη μου μιλήσεις για πένθος ή για βαριά συμφορά. Τούτο μόνο να προσέξεις καλά, ότι δηλαδή όλο αυτό το βαρύ χτύπημα το ξεπέρασε ο Αβραάμ. Ήταν αρκετή, και μόνο η εντολή του Θεού, να τον φέρει σε πολύ δύσκολη θέση και να κλονίσει την πίστη του σ' Αυτόν. Γιατί ποιός άλλος στ' αλήθεια θα εξακολουθούσε, μετά από μια τέτοια εντολή, να πιστεύει ότι δεν τον είχε ξεγελάσει ο Θεός, μ' όσα του είχε υποσχεθεί, με το πλήθος δηλαδή των απογόνων που θ' αποκτούσε; Ο Αβραάμ όμως καθόλου δεν σκέφθηκε κάτι τέτοιο για τον Θεό.
Ο Ιώβ, επίσης, επέδειξε την ίδια πίστη κατά την ώρα της συμφοράς του. Και γι' αυτό εδώ, κυρίως, πρέπει κανείς να τον θαυμάζει: Μετά από τόση αρετή, μετά από τόσες φιλανθρωπίες και ελεημοσύνες και χωρίς, τόσο η δική του συνείδηση, όσο και των παιδιών του, να βαρύνεται για κάτι πονηρό, όταν είδε την παράδοξη, απροσδόκητη και υπέρμετρη συμφορά -συμφορά που ποτέ και σε κανέναν από τους μεγαλύτερους κακούργους δεν είχε συμβεί- δεν αντέδρασε, όπως θα αντιδρούσε καθένας από μας. Δεν θεώρησε ότι άσκοπα και ανώφελα ζούσε ενάρετη ζωή, ούτε είπε πως ήταν λάθος και πως ήταν ανυπόστατα όλα εκείνα που πριν πίστευε.
Γι' αυτά λοιπόν πρέπει και τους δυο αυτούς να τους θαυμάζουμε, να τους ζηλεύουμε και να μιμούμαστε την αρετή τους.
Και ας μη μου πει κανείς ότι αυτοί οι δυο ήταν κάτι το εξαιρετικό· πως ήταν και οι δυο τους μεγάλοι και αξιοθαύμαστοι. Γιατί κι εγώ θα του απαντήσω: Από μας τώρα, που ζούμε στην εποχή της Καινής Διαθήκης, πρέπει να περιμένει κανείς μεγαλύτερη πίστη, παρά από εκείνους που έζησαν παλιότερα, στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης. Γιατί ο Χριστός μας είπε: «Αν δεν ξεπεράσετε στη δικαιοσύνη τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, δεν θα εισέλθετε στη Βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 5, 20).
Ας σωφρονιστούμε λοιπόν κι ας έλθουμε στα συγκαλά μας. Ας αναλογιστούμε όλα, όσα έχουν ειπωθεί μέχρι τώρα για την ανάσταση των νεκρών και όλα, όσα έχουν σχέση, με αυτούς τους αγίους ανθρώπους. Ας τα υπενθυμίζουμε όλα αυτά συνεχώς στις ψυχές μας. Ας τα διατηρούμε μέσα μας, όχι μονάχα κατά τον καιρό του πένθους, αλλά και όταν δεν μας βαραίνει κάποιος ιδιαίτερος ψυχικός πόνος ή πειρασμός.
Αυτός ακριβώς ήταν κι ο λόγος που έκανε κι εμένα σήμερα να σας μιλήσω γι' αυτό το θέμα παρόλο που δεν βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σε κατάσταση ολιγοψυχίας ώστε, αν κάποτε σας βρει μια τέτοια συμφορά, να τα ξαναφέρετε αυτά στο νου σας, για να αντλείτε από αυτά πολλή παρηγοριά. Και οι στρατιώτες, όταν υπάρχει ειρήνη, ασχολούνται και μελετούν τα σχετικά με τον πόλεμο θέματα· ώστε, όταν έρθει η ώρα της μάχης και όταν η περίσταση το απαιτήσει, να δείξουν επί τόπου τις γνώσεις και την εμπειρία τους. Κι έτσι να προχωρήσουν στην εφαρμογή όλων αυτών που έμαθαν τον καιρό της ειρήνης.
Κι εμείς λοιπόν, ας προετοιμάσουμε για τον εαυτό μας, ενόσω ακόμα βρισκόμαστε σε καιρό ειρήνης, όπλα και φάρμακα κατάλληλα για την ώρα της πνευματικής αναμέτρησης. Ετσι, αν κηρυχθεί κάποτε εναντίον μας ο πόλεμος των παθών ή η μάχη του πένθους και της οδύνης ή ο,τιδήποτε άλλο παρόμοιο, να είμαστε εξοπλισμένοι κι ολόγυρα καλά περιφραγμένοι, για να αντιμετωπίσουμε, με εμπειρία και επιτυχία, όλες τις προσβολές του Πονηρού.

Ας περιτειχίσουμε ολόγυρα τον εαυτό μας με ορθούς λογισμούς. Ας αποκτήσουμε σαν όπλο ισχυρό, τη γνώση του Θείου θελήματος. Ας αξιοποιήσουμε τα παραδείγματα των γενναίων ανδρών, τους βίους των πνευματικών Πατέρων και Διδασκάλων μας και ό,τι άλλο ανάλογο.

Γιατί έτσι θα μπορέσουμε να διανύσουμε και αυτή εδώ τη ζωή χαρούμενα, αλλά και θα αξιωθούμε να εισέλθουμε στη Βασιλεία των ουρανών, με τη Χάρη του Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη, καθώς και στον Πατέρα και στο Άγιο Πνεύμα, στους αιώνες, των αιώνων. Αμήν.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης