Πανομογενειακή κινητοποίηση έχει προκαλέσει ο διαφαινόμενος κίνδυνος εξαίρεσης της ελληνικής γλώσσας από το Αυστραλιανό Εθνικό Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών, που επεξεργάζεται η Επιτροπή Διαμόρφωσης του Εθνικού Προγράμματος Διδασκαλίας (ACARA).
Ομογενείς πολιτικοί και εκπαιδευτικοί, κοινοτικοί παράγοντες, απλοί ομογενείς, έχουν συστρατευθεί στην κοινή προσπάθεια να διατηρήσει η γλώσσα μας την ιδιότητα της "γλώσσας προτεραιότητας," που απολαμβάνει τα τελευταία τριάντα χρόνια και να περιληφθεί στο υπό διαμόρφωση Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών.
Η εφημερίδα "Νέος Κόσμος" ξεκινά εκστρατεία συγκέντρωσης υπογραφών, που θα σταλούν στην υπουργό Παιδείας και θα κατατεθούν στο εθνικό Κοινοβούλιο από τους ομογενείς μας πολιτικούς. Αναφερόμενος στη συγκεκριμένη εκστρατεία, ο ομογενής εκπαιδευτικός και σχολιαστής, Κυριάκος Αμανατίδης, αναφέρει μεταξύ άλλων:
"Εμείς, στην ελληνική παροικία της Μελβούρνης, αρεσκόμαστε να επαναλαμβάνουμε κάθε τόσο, και να καμαρώνουμε, όταν πολιτικοί επισκέπτες από την Ελλάδα μας διαβεβαιώνουν, ότι η Μελβούρνη είναι η τρίτη σε ελληνικό πληθυσμό πόλη.
Καλό είναι να καμαρώνουμε για τον όγκο, και την ελληνικότητα, της ομογένειας της Μελβούρνης. Όμως, θα ήταν ακόμη καλύτερο, αν τα εγκωμιαστικά μας λόγια συνοδεύονταν και από συντονισμένες ενέργειές μας, από τη μια για τη διασφάλιση των κεκτημένων, και από την άλλη για την επαύξησή τους στο μέλλον.
Το ότι σήμερα καλούμαστε σε κινητοποίηση, για να αποτρέψουμε τον ολοκληρωτικό εξοβελισμό της γλώσσας μας από τα δημόσια σχολεία της Αυστραλίας, έρχεται ως επιβεβαίωση της τέλειας αδράνειάς μας στο άμεσο παρελθόν.
Με τον ενθουσιασμό και το δυναμισμό που διέκρινε την παροικία μας στις δεκαετίες του 1970 και 1980, και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ελληνική γλώσσα είχε εισαχθεί σε μεγάλο αριθμό σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και σε όλα πανεπιστήμια της Μελβούρνης.
Την περίοδο εκείνη, η ελληνική παροικία, ως η δεύτερη σε αριθμό μη αγγλοσαξονική εθνοτική ομάδα, μετά την ιταλική, είχε αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που άρχισαν να παρουσιάζονται, με αποτέλεσμα η γλώσσα μας να έχει πάρει επάξια τη θέση της στα σχολικά προγράμματα. Εκείνη η περίοδος θα μπορούσε να είχε χαρακτηρισθεί ως η χρυσή τριακονταετία της ελληνομάθειας.
Η πτώση στον αριθμό των δημοσίων σχολείων που προσφέρουν προγράμματα ελληνικής γλώσσας, αλλά και στον αριθμό των μαθητών που τα παρακολουθούν, γίνεται αισθητή, όταν δούμε τα ακόλουθα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου.
Το 1991 στη Βικτώρια η ελληνική γλώσσα διδασκόταν σε 38 Δημοτικά σχολεία και σε 49 Γυμνάσια, σύνολο 87 σχολεία, με 7.347 μαθητές και στα δύο επίπεδα.
Το 2008 οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν 17 δημοτικά σχολεία και 8 Γυμνάσια, σύνολο 25 σχολεία, με 3.892 μαθητές και στα δύο επίπεδα. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να μας απασχολήσουν ως παροικία, ώστε να διερευνήσουμε τα αίτια που οδήγησαν σε αυτήν την πτώση, αν θέλουμε να λάβουμε όχι μόνο προληπτικά μέτρα για την αποφυγή περαιτέρω απωλειών, αλλά και πρωτοβουλίες για αποκατάσταση των προηγουμένων επιτευγμάτων.
Η ελληνική γλώσσα έχει σχεδόν εξοβελιστεί από τα δημόσια σχολεία, για να δώσει τη θέση της σε γλώσσες όπως η Γαλλική, η Γερμανική, η Ιαπωνική, η Κινέζικη, η Ινδονησιακή, η Κορεάτικη, και η Βιετναμέζικη.
Και όμως, σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 2006 από τη Στατιστική Υπηρεσία Αυστραλίας, η ελληνική είναι μεταξύ των πρώτων γλωσσών που ομιλούνται στο σπίτι, παράλληλα με την Αγγλική.
Στη Βικτώρια 20% του πληθυσμού ομιλεί και μια άλλη γλώσσα στο σπίτι, εκτός της Αγγλικής.
Για όλες τις ηλικίες, η ελληνική έρχεται τρίτη μεταξύ των ξένων γλωσσών που ομιλούνται στο σπίτι.
Αυτό δείχνει πως για τις ελληνικές οικογένειες η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας έχει μεγάλη σημασία. Και όμως, τα κρατικά σχολεία δεν λαμβάνουν υπόψη τους αυτήν την επιθυμία των Ελλήνων γονέων, επιλέγοντας γλώσσες όπως η Γαλλική, η Γερμανική, η Ιαπωνική, η Ινδονησιακή και η Κορεάτικη, που δεν είναι παροικιακές γλώσσες, αλλά επιλέγονται για εμπορικούς λόγους ή λόγω της γεωγραφικής θέσης των χωρών προέλευσής τους. Με άλλα λόγια, επειδή είναι ασιατικές γλώσσες.
Παρόλο που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτούς τους παράγοντες, κρίνω πως είναι απαράδεκτο η Πολιτεία της Βικτώριας, αλλά και η Αυστραλία ως χώρα, να παραβλέπει το καίριο ενδιαφέρον της τρίτης μεγαλύτερης εθνοτικής ομάδας για τη διατήρηση της γλώσσας της.
Όταν σε αυτόν το λόγο προσθέσουμε και τη διαχρονική επίδραση της ελληνικής γλώσσας επί της Αγγλικής, διαπιστώνουμε πως υπάρχει και ένας σημαντικός γλωσσολογικός λόγος για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας.
Εδώ αξίζει να μεταφέρω απόσπασμα από το βιβλίο του Καθηγητή Γιώργου Καναράκη 'ΔΙΑΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ':
'... εκεί που η επίδρασή της Αγγλικής αποκαλύπτεται με εντυπωσιακή θαλερότητα αλλά και διαχρονικότητα είναι το λεξιλογικό επίπεδο. Βεβαίως δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Λατινική επίδραση υπερτερεί της Ελληνικής σε διάρκεια και έκταση. Από την άλλη όμως πλευρά θα πρέπει να εγγράψουμε στο ενεργητικό της ελληνικής γλώσσας το ότι στις ανθρωπιστικές επιστήμες και σε πολλούς άλλους εξειδικευμένους τομείς γνώσης, η Ελληνική έχει προσφέρει αφενός δάνεια ύψιστης αξιολογικής βαρύτητας, αφετέρου, στους τομείς αυτούς, την πλειονότητα των όρων σε σύγκριση με τη Λατινική (όπως και με κάθε άλλη γλώσσα), και ως εκ τούτου, περισσότερο από τη Λατινική, έχει καταστεί η γλώσσα της επιστήμης (ιατρικής, βοτανολογίας, ζωολογίας, κ.ά.), της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας, των τεχνών, κ.λπ. Επιπροσθέτως, εκτός από την καθαρά άμεση επίδραση της Ελληνικής (δάνεια σε ανεξάρτητη και εξαρτημένη μορφή), ένας μεγάλος αριθμός λατινικών, καθώς και λατινογενών (συχνά από τη Γαλλική) λέξεων και μικρότερων λεξικών στοιχείων που έχουν εμπλουτίσει την Αγγλική είναι ελληνικής προέλευσης, αν και από παρερμηνεία συχνά πιστώνονται εσφαλμένα στη Λατινική'.
Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία της Βικτώριας, αλλά και της Αυστραλίας γενικά, δεν επιβάλλεται μόνο για δημογραφικούς λόγους, δηλαδή επειδή η ελληνική παροικία είναι τρίτη σε αριθμό εθνοτική ομάδα στην Αυστραλία, αλλά και για καθαρά γλωσσολογικούς λόγους.
Οι μαθητές, και όχι μόνο ελληνικής καταγωγής, που διδάσκονται την ελληνική γλώσσα, δεν μαθαίνουν μόνο μια δεύτερη γλώσσα, αλλά αποκτούν και δεξιότητες που τους βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση δύσκολων όρων της Αγγλικής, καθώς επίσης και καλύτερη εκτίμηση του πολιτισμικού της υπόβαθρου.
Γιατί όταν οι μαθητές εξοικειωθούν με τις ελληνικές ρίζες λέξεων, όπως democracy, plutocracy, philosophy, tragedy, drama, theatre, comedy, theology, economy, ecosystem, και τόσες άλλες, θα αποκτήσουν μια νέα προοπτική της αγγλικής γλώσσας.
Στην κινητοποίηση για την προώθηση της γλώσσας μας στα κρατικά σχολεία, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε όλα τα στοιχεία, ιστορικά, δημογραφικά, γλωσσολογικά, πολιτιστικά, κ.λπ., τα οποία θα πείσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων πως κίνητρό μας δεν είναι μόνο συναισθηματικοί λόγοι, αλλά και καθαρά εκπαιδευτικοί και πολιτιστικοί.
Γι' αυτό, δεν πρέπει να μιλάμε απλώς για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, αλλά για μάθημα ελληνομάθειας, με όλη την πολυεδρικότητα και διαχρονικότητα που ο όρος αυτός υποδηλώνει".
athina984.gr
Ομογενείς πολιτικοί και εκπαιδευτικοί, κοινοτικοί παράγοντες, απλοί ομογενείς, έχουν συστρατευθεί στην κοινή προσπάθεια να διατηρήσει η γλώσσα μας την ιδιότητα της "γλώσσας προτεραιότητας," που απολαμβάνει τα τελευταία τριάντα χρόνια και να περιληφθεί στο υπό διαμόρφωση Πρόγραμμα Διδασκαλίας Γλωσσών.
Η εφημερίδα "Νέος Κόσμος" ξεκινά εκστρατεία συγκέντρωσης υπογραφών, που θα σταλούν στην υπουργό Παιδείας και θα κατατεθούν στο εθνικό Κοινοβούλιο από τους ομογενείς μας πολιτικούς. Αναφερόμενος στη συγκεκριμένη εκστρατεία, ο ομογενής εκπαιδευτικός και σχολιαστής, Κυριάκος Αμανατίδης, αναφέρει μεταξύ άλλων:
"Εμείς, στην ελληνική παροικία της Μελβούρνης, αρεσκόμαστε να επαναλαμβάνουμε κάθε τόσο, και να καμαρώνουμε, όταν πολιτικοί επισκέπτες από την Ελλάδα μας διαβεβαιώνουν, ότι η Μελβούρνη είναι η τρίτη σε ελληνικό πληθυσμό πόλη.
Καλό είναι να καμαρώνουμε για τον όγκο, και την ελληνικότητα, της ομογένειας της Μελβούρνης. Όμως, θα ήταν ακόμη καλύτερο, αν τα εγκωμιαστικά μας λόγια συνοδεύονταν και από συντονισμένες ενέργειές μας, από τη μια για τη διασφάλιση των κεκτημένων, και από την άλλη για την επαύξησή τους στο μέλλον.
Το ότι σήμερα καλούμαστε σε κινητοποίηση, για να αποτρέψουμε τον ολοκληρωτικό εξοβελισμό της γλώσσας μας από τα δημόσια σχολεία της Αυστραλίας, έρχεται ως επιβεβαίωση της τέλειας αδράνειάς μας στο άμεσο παρελθόν.
Με τον ενθουσιασμό και το δυναμισμό που διέκρινε την παροικία μας στις δεκαετίες του 1970 και 1980, και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η ελληνική γλώσσα είχε εισαχθεί σε μεγάλο αριθμό σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και σε όλα πανεπιστήμια της Μελβούρνης.
Την περίοδο εκείνη, η ελληνική παροικία, ως η δεύτερη σε αριθμό μη αγγλοσαξονική εθνοτική ομάδα, μετά την ιταλική, είχε αξιοποιήσει τις ευκαιρίες που άρχισαν να παρουσιάζονται, με αποτέλεσμα η γλώσσα μας να έχει πάρει επάξια τη θέση της στα σχολικά προγράμματα. Εκείνη η περίοδος θα μπορούσε να είχε χαρακτηρισθεί ως η χρυσή τριακονταετία της ελληνομάθειας.
Η πτώση στον αριθμό των δημοσίων σχολείων που προσφέρουν προγράμματα ελληνικής γλώσσας, αλλά και στον αριθμό των μαθητών που τα παρακολουθούν, γίνεται αισθητή, όταν δούμε τα ακόλουθα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου.
Το 1991 στη Βικτώρια η ελληνική γλώσσα διδασκόταν σε 38 Δημοτικά σχολεία και σε 49 Γυμνάσια, σύνολο 87 σχολεία, με 7.347 μαθητές και στα δύο επίπεδα.
Το 2008 οι αντίστοιχοι αριθμοί ήταν 17 δημοτικά σχολεία και 8 Γυμνάσια, σύνολο 25 σχολεία, με 3.892 μαθητές και στα δύο επίπεδα. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να μας απασχολήσουν ως παροικία, ώστε να διερευνήσουμε τα αίτια που οδήγησαν σε αυτήν την πτώση, αν θέλουμε να λάβουμε όχι μόνο προληπτικά μέτρα για την αποφυγή περαιτέρω απωλειών, αλλά και πρωτοβουλίες για αποκατάσταση των προηγουμένων επιτευγμάτων.
Η ελληνική γλώσσα έχει σχεδόν εξοβελιστεί από τα δημόσια σχολεία, για να δώσει τη θέση της σε γλώσσες όπως η Γαλλική, η Γερμανική, η Ιαπωνική, η Κινέζικη, η Ινδονησιακή, η Κορεάτικη, και η Βιετναμέζικη.
Και όμως, σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 2006 από τη Στατιστική Υπηρεσία Αυστραλίας, η ελληνική είναι μεταξύ των πρώτων γλωσσών που ομιλούνται στο σπίτι, παράλληλα με την Αγγλική.
Στη Βικτώρια 20% του πληθυσμού ομιλεί και μια άλλη γλώσσα στο σπίτι, εκτός της Αγγλικής.
Για όλες τις ηλικίες, η ελληνική έρχεται τρίτη μεταξύ των ξένων γλωσσών που ομιλούνται στο σπίτι.
Αυτό δείχνει πως για τις ελληνικές οικογένειες η διατήρηση της ελληνικής γλώσσας έχει μεγάλη σημασία. Και όμως, τα κρατικά σχολεία δεν λαμβάνουν υπόψη τους αυτήν την επιθυμία των Ελλήνων γονέων, επιλέγοντας γλώσσες όπως η Γαλλική, η Γερμανική, η Ιαπωνική, η Ινδονησιακή και η Κορεάτικη, που δεν είναι παροικιακές γλώσσες, αλλά επιλέγονται για εμπορικούς λόγους ή λόγω της γεωγραφικής θέσης των χωρών προέλευσής τους. Με άλλα λόγια, επειδή είναι ασιατικές γλώσσες.
Παρόλο που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτούς τους παράγοντες, κρίνω πως είναι απαράδεκτο η Πολιτεία της Βικτώριας, αλλά και η Αυστραλία ως χώρα, να παραβλέπει το καίριο ενδιαφέρον της τρίτης μεγαλύτερης εθνοτικής ομάδας για τη διατήρηση της γλώσσας της.
Όταν σε αυτόν το λόγο προσθέσουμε και τη διαχρονική επίδραση της ελληνικής γλώσσας επί της Αγγλικής, διαπιστώνουμε πως υπάρχει και ένας σημαντικός γλωσσολογικός λόγος για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας.
Εδώ αξίζει να μεταφέρω απόσπασμα από το βιβλίο του Καθηγητή Γιώργου Καναράκη 'ΔΙΑΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ':
'... εκεί που η επίδρασή της Αγγλικής αποκαλύπτεται με εντυπωσιακή θαλερότητα αλλά και διαχρονικότητα είναι το λεξιλογικό επίπεδο. Βεβαίως δεν υπάρχει αμφιβολία πως η Λατινική επίδραση υπερτερεί της Ελληνικής σε διάρκεια και έκταση. Από την άλλη όμως πλευρά θα πρέπει να εγγράψουμε στο ενεργητικό της ελληνικής γλώσσας το ότι στις ανθρωπιστικές επιστήμες και σε πολλούς άλλους εξειδικευμένους τομείς γνώσης, η Ελληνική έχει προσφέρει αφενός δάνεια ύψιστης αξιολογικής βαρύτητας, αφετέρου, στους τομείς αυτούς, την πλειονότητα των όρων σε σύγκριση με τη Λατινική (όπως και με κάθε άλλη γλώσσα), και ως εκ τούτου, περισσότερο από τη Λατινική, έχει καταστεί η γλώσσα της επιστήμης (ιατρικής, βοτανολογίας, ζωολογίας, κ.ά.), της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας, των τεχνών, κ.λπ. Επιπροσθέτως, εκτός από την καθαρά άμεση επίδραση της Ελληνικής (δάνεια σε ανεξάρτητη και εξαρτημένη μορφή), ένας μεγάλος αριθμός λατινικών, καθώς και λατινογενών (συχνά από τη Γαλλική) λέξεων και μικρότερων λεξικών στοιχείων που έχουν εμπλουτίσει την Αγγλική είναι ελληνικής προέλευσης, αν και από παρερμηνεία συχνά πιστώνονται εσφαλμένα στη Λατινική'.
Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία της Βικτώριας, αλλά και της Αυστραλίας γενικά, δεν επιβάλλεται μόνο για δημογραφικούς λόγους, δηλαδή επειδή η ελληνική παροικία είναι τρίτη σε αριθμό εθνοτική ομάδα στην Αυστραλία, αλλά και για καθαρά γλωσσολογικούς λόγους.
Οι μαθητές, και όχι μόνο ελληνικής καταγωγής, που διδάσκονται την ελληνική γλώσσα, δεν μαθαίνουν μόνο μια δεύτερη γλώσσα, αλλά αποκτούν και δεξιότητες που τους βοηθούν στην καλύτερη κατανόηση δύσκολων όρων της Αγγλικής, καθώς επίσης και καλύτερη εκτίμηση του πολιτισμικού της υπόβαθρου.
Γιατί όταν οι μαθητές εξοικειωθούν με τις ελληνικές ρίζες λέξεων, όπως democracy, plutocracy, philosophy, tragedy, drama, theatre, comedy, theology, economy, ecosystem, και τόσες άλλες, θα αποκτήσουν μια νέα προοπτική της αγγλικής γλώσσας.
Στην κινητοποίηση για την προώθηση της γλώσσας μας στα κρατικά σχολεία, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε όλα τα στοιχεία, ιστορικά, δημογραφικά, γλωσσολογικά, πολιτιστικά, κ.λπ., τα οποία θα πείσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων πως κίνητρό μας δεν είναι μόνο συναισθηματικοί λόγοι, αλλά και καθαρά εκπαιδευτικοί και πολιτιστικοί.
Γι' αυτό, δεν πρέπει να μιλάμε απλώς για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας, αλλά για μάθημα ελληνομάθειας, με όλη την πολυεδρικότητα και διαχρονικότητα που ο όρος αυτός υποδηλώνει".
athina984.gr