Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012
ΠΟΙΟΣ ΕΚΑΨΕ ΤΗΝ ΣΜΥΡΝΗ ΤΟ ‘22
ΝΙΚΟΥ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗ
Δημοσιογράφου-Συγγραφέα-Τουρκολόγου
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1922, ο Μουσταφά Κεμάλ, ο υποτιθέμενος «πονετικός» στους αντιπάλους του ηγέτης, όπως ήθελαν να τον παρουσιάζουν οι Τούρκοι στην μεγάλη κινηματογραφική τους παραγωγή, Kurtuluş, έδειξε το πραγματικό του σκληρό πρόσωπο. Οι Τσέτες είχαν ήδη μπει στην Σμύρνη, οι πόλεις καίγονταν και οι χριστιανοί σφάζονταν στην προκυμαία, πολλοί έπεφταν στην θάλασσα να σωθούν από τις φλόγες, πνίγονταν και τα πτώματα σκέπαζαν τα νερά. Ο μεγάλος θριαμβευτής και εμπνευστής αυτής της σφαγής, ο Μουσταφά Κεμάλ, ο Γαζί πλέον, κοίταζε απαθής από ένα εξώστη ψηλά την μεγάλη αυτή σφαγή και την πυρπόληση της Σμύρνης. Σε μια στιγμή γύρισε απότομα στους παρευρισκόμενους πίσω του και τους φώναξε δυνατά: «Κοιτάξετε αυτή την σκηνή. Απόψε γίνεστε μάρτυρες του τέλους μιας εποχής. Αυτή η πυρκαγιά είναι ένα σύμβολο. Συμβολίζει την τελική απαλλαγή της πατρίδας μας από τους προδότες και τους εμπορίσκους. Από εδώ και πέρα η Τουρκία ελεύθερη και εξαγνισμένη δεν θα ανήκει παρά μόνο στους Τούρκους», (Από την βιογραφία του Κεμάλ με τον τίτλο «Moustafa Kemal ou la mort d un empire», του Γάλλου ιστορικού ερευνητή Benoist-Menchin). Με αυτές τις κυνικές φράσεις μπροστά στις εκατόμβες των χριστιανών θυμάτων, ο Μουσταφά Κεμάλ αγνάντευε με ένα ποτήρι ακλοόλ, την μεγάλη σφαγή της Σμύρνης. Δεν έκανε τίποτα για να σώσει τους χιλιάδες νεκρούς αυτής της σφαγής που τόσο αδρά περιγράψανε πολλοί μάρτυρες, όπως η Μαρτζορί Χαουτζπιάν στο έργο της, «Η Σμύρνη στις Φλόγες», ο πρόξενος των ΗΠΑ στην Σμύρνη, George Horton, και πολλοί άλλοι.
Πέρασαν πενήντα χρόνια από εκείνο το αιματηρό θλιβερό ιστορικό ολοκαύτωμα της ιστορικής Σμύρνης, της «Σμύρνης των Γκιαούρηδων», της Σμύρνης που έζησε την μεγαλύτερη σφαγή στην μακρόχρονη ιστορία της και φαίνεται πως κάποιες τύψεις από εκείνη την τραγωδία εξαναγκάζουν ακόμα και σήμερα τους Τούρκους να προβάλλουν διάφορες επιθυμητές εκδοχές για την πυρπόληση επιδιώκοντας να ανατρέψουν την ιστορική αλήθεια, ότι δηλαδή οι ίδιοι οι Τούρκοι έκαψαν την Σμύρνη στις 13 Σεπτεμβρίου του 1922.
Στις 8 Σεπτεμβρίου κυκλοφόρησε στην Τουρκία το νέο τεύχος του ιστορικού περιοδικού, «Derin Tarih», όπου παρουσιάζεται μια καινούργια άποψη για την πυρπόληση της Σμύρνης. Η άποψη αυτή διαφημίστηκε και με ανάλογα άρθρα προβολής σε πολλές τουρκικές εφημερίδες όπως η Yeni Şafak και η Radikal. Σύμφωνα λοιπόν με την Τουρκάλα συγγραφέα του μεγάλου αφιερώματος για την καταστροφή της Σμύρνης, η μεγάλη πυρκαγιά άρχισε συγχρόνως σε πολλά σημεία στις 13 Σεπτεμβρίου και μόνο μετά από δυο μέρες τέθηκε μερικώς υπό έλεγχο αφού είχε κάψει μεγάλο μέρος της ελληνικής συνοικίας καθώς και μεγάλα τμήματα της αρμενικής. Η φωτιά όμως εν μέρει συνεχίζονταν μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου ολοκληρώνοντας το έργο της. Η Ayşe Hür, η Τουρκάλα συγγραφέας του αφιερώματος, αφού απέκλεισε κάθε πιθανότητα να έκαψαν την Σμύρνη οι Τούρκοι και αφού αναρωτιέται σαν σοβαρή εκδοχή να… την έκαψαν οι ίδιοι οι Έλληνες για να πάρουν εκδίκηση για την ήττα τους στο μέτωπο, τελικά καταλήγει στο «ιστορικό» της συμπέρασμα ότι την Σμύρνη μάλλον την έκαψαν Αρμένιοι Τσέτες, δηλαδή Αρμένιοι οπλισμένοι ληστές. Για να στηρίξει δε την άποψη αυτή, παραθέτει τις μαρτυρίες των γνωστών, Nureddin Paşa, ο οποίος όπως είναι γνωστό παρέδωσε τον μητροπολίτη Χρυσόστομο στον όχλο για να τον λυντσάρει, καθώς και την μαρτυρία της Halide Edip Hanım, την τότε σύντροφο του Μουσταφά Κεμάλ, καθώς και του Yusuf Kemal, τότε υπουργού εξωτερικών του Μουσταφά Κεμάλ. Αλλά το εκπληκτικό είναι πως αφού παραθέτει όλες αυτές τις υποτιθέμενες μαρτυρίες που αποδείκνυαν ότι την Σμύρνη δεν την έκαψαν οι Τούρκοι, τελικά φτάνει στο συμπέρασμα ότι… παραμένει το ιστορικό ερώτημα ποιοι έκαψαν την Σμύρνη. Αναφέρει και το ιστορικό βιβλίο, «Hatıralar», δηλαδή «Αναμνήσεις», του İsmet İnönü, του γνωστού υπαρχηγού του Κεμάλ και μετέπειτα προέδρου της Τουρκίας, Στο βιβλίο αυτό ο İnönü ενώ αναφέρεται στην πυρκαγιά δεν δίνει κάποια ένδειξη για το ποιος τελικά έβαλε την φωτιά και κατέστρεψε ουσιαστικά κάθε ίχνος ελληνικήε παρουσίας στην ιστορική αυτή ελληνικότατη πόλη της Μικράς Ασίας που μέχρι σήμερα οι ίδιοι οι Τούρκοι την ονομάζουν, «Γκιαούρ Ισμίρ».
Αλλά επειδή η Ayşe Hür αναφέρθηκε σε Αρμένιους Τσετες, ας δούμε την μαρτυρία μιας Αρμένισσας της Σμύρνης, της Μαρτζορί Χαουζπιάν, όπως περιγράφει την έναρξη της φωτιάς στο βιβλίο της, «Η Σμύρνη στις Φλόγες», ένα πραγματικά συγκλονιστικό βιβλίο που αξίζει να το διαβάσει κάθε Ρωμηός πρόσφυγας από την Σμύρνη. «Στις 1 πμ της Τετάρτης η Μάμπελ Κάλφα, Ελληνίδα νοσοκόμα του Κολεγιακού Ινστιτούτου είδε στην γειτονιά της τρεις φωτιες. Στις 4 πμ πυροσβέστες σβήσανε τις φωτιές που είχαν ανάψει σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι δίπλα στον τοίχο του κολλεγίου και σε μια βεράντα κοντά στην αυλή. Το μεσημέρι της Τετάρτης ένας ναύτης φώναξε τη Μάμπελ Κάλφα στο παράθυρο της τραπεζαρίας –Κοιτάξτε εκεί οι Τούρκοι βάζουν παντού φωτιές. Οι γυναίκες από μέσα είδαν τρεις Τούρκους αξιωματικούς που ξεχώριζαν απέναντι από την Σχολή. Μερικές στιγμές μετά την αναχώρηση τν Τούρκων φλόγες ξεπήδησαν από την στέγη και από τα παράθυρα του απέναντι κτιρίου. Σαν όλα τα άλλα κτίρια καίγονταν και αυτό από μέσα. Λέει η μις Μιλλς, επίσης νοσοκόμα, «Έβλεπα καθαρά τους Τούρκους να κουβαλούν τενεκέδες με πετρέλαιο μέσα στα σπίτια και μόλις έφυγαν ξεπετιόντουσαν φωτιές. Δεν φαίνονταν ούτε ένας χριστιανός, τα μόνο ορατά πρόσωπα ήταν Τούρκοι στρατιωτικοί του τακτικού στρατού με τις στολές τους. Σε λίγο η φωτιά είχε επεκταθεί παντού στην περιοχή».
Ας δούμε όμως και την συγκλονιστική μαρτυρία μιας Ρωμηάς όπως έχει καταγραφεί από το «Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών». Η Ελένη Καραντώνη ζούσε μέχρι το 1922 στο Bunarbaşı, Μπουρνάμπασι,, ένα όμορφο προάστιο της Σμύρνης που είχε χίλιους κατοίκους από τους οποίους οι οχτακόσιοι ήταν Έλληνες. «Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. “Μη φοβάστε είναι μακριά”, μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και έσφαζαν και σκότωναν. Την νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. “Βοήθεια! Βοήθεια!”, φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα, (σ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκκο). Γύρω-γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στη χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω-γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό».
Η ιστορία της καταστροφής και της σφαγής της Σμύρνης έχει γραφεί προ πολλού και παρά τις σύγχρονες φιλόδοξες προσπάθειες των Τούρκων να την αλλάξουν, εκτός από εσωτερική κατανάλωση δεν μπορούν να πείσουν κανένα σοβαρό ερευνητή. Οι ερινύες της σφαγής θα κυνηγούν πάντα τους ενόχους όσο και αν προσπαθούν να τις ξεγελάσουν με τα ιστορικά τους καμώματα.
Το αλίευσα ΕΔΩ
Ετικέτες
1918-1922,
ιστορικά,
Νίκος Χειλαδάκης