Διηγήθηκε κάποιος Πατέρας για τον αββά Ποιμένα και τους αδελφούς του ότι κατοικούσαν στην Αίγυπτο και, ενώ επιθυμούσε η μητέρα τους να τους δει, δεν μπορούσε. Τους παρακολούθησε όμως μια μέρα, όταν έφευγαν στην εκκλησία και τους συνάντησε.
Αυτοί
μόλις την είδαν γύρισαν και της έκλεισαν την πόρτα στο πρόσωπο. Εκείνη
έκραζε μπροστά στην πόρτα και έλεγε με κλάματα και πολύ πόθο.
-Να σας δω, παιδιά μου αγαπημένα.
Όταν την άκουσε ο αββάς Ανούβ ήρθε στον αββά Ποιμένα και του είπε.
-Τι θα
κάνουμε με τη γριούλα αυτή που κλαίει έξω από την πόρτα; Σηκώθηκε τότε ο
αββάς Ποιμήν και ήρθε στην πόρτα και από μέσα στάθηκε και την άκουσε να
κλαίει με πόθο πολύ και της είπε:
- Τι φωνάζεις έτσι, γριά;
Αυτή όταν άκουσε τη φωνή του πολύ περισσότερο φώναζε και έλεγε.
- Θέλω να
σας δω, παιδιά μου. Τι πειράζει, αν σας δω; Μήπως δεν είμαι μητέρα σας,
μήπως εγώ δε σας θήλασα; Λευκασμένη είμαι ολόκληρη κι άκουσα τη φωνή σου
και ταράχτηκα.
- Εδώ θέλεις να μας δεις ή στον άλλο κόσμο;
- Αν δε σας δω εδώ, παιδί μου, θα σας βλέπω εκεί;
- Αν πιέσεις τον εαυτό σου να μη μας δεις εδώ, θα μας βλέπεις εκεί.
Έφυγε τότε χαρούμενη και έλεγε:
-Αν θα σας βλέπω εκεί μια για πάντα, δε θέλω να σας δω εδώ.
Το αλίευσα ΕΔΩ 1myblog