Από
τα μέσα της δεκαετίας του ’90, στο απόγειο του νεοφιλελευθερισμού,
ξεκίνησε ένα κύμα ιδιωτικοποιήσεων των Εταιρειών Ύδρευσης, τις οποίες
προωθούσε το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα κυρίως στη Λατινική Αμερική
εντάσσοντάς τες σε ένα πλαίσιο προγράμματος του ΔΝΤ με τον ειρωνικό
τίτλο «Ανάπτυξη και Εξάλειψη της Φτώχειας» με στόχο δήθεν να
διασφαλίσουν την οικουμενική πρόσβαση στο νερό.
Το παράδειγμα της Βολιβίας έχει μεγάλο
ενδιαφέρον και αξίζει να δούμε ένα μικρό ιστορικό των 3 μηνών που
ακολούθησαν την ιδιωτικοποίηση του νερού. Τον Ιανουάριο του 2000 η
Παγκόσμια Τράπεζα αποφάσισε να βάλει τέλος στον «ασύδοτο δανεισμό» όπως
τον αποκάλεσε και απείλησε τη βολιβιανή κυβέρνηση ότι θα σταματήσει την
εισροή χρήματος αν δεν ιδιωτικοποιήσουν το νερό. Ο τότε πρόεδρος Ούγκο Μπανζέρ προχώρησε
στην πώληση της εταιρείας σε μια κοινοπραξία πολυεθνικών με επικεφαλής
την αμερικάνικη Bechtel και η σύμβαση υπογράφηκε για σαράντα χρόνια.
Τον Ιανουάριο υπογράφηκε η σύμβαση, τον Φεβρουάριο ξεκίνησε «ο πόλεμος του νερού» όπως τον αποκάλεσαν οι ντόπιοι. Η περιοχή Κοτσαμπάμπα
ήταν το επίκεντρο του πολέμου καθώς είναι η κύρια αγροτική περιοχή της
Βολιβίας και οι αγρότες ήταν αυτοί που πρώτοι συνειδητοποίησαν τι
επιχειρούσε να επιβάλει η κυβέρνηση και σε συνεννόηση με το σωματείο των
εργατών και ένα κομμάτι ακαδημαϊκών και διανοουμένων αποφάσισαν να
ιδρύσουν ένα συντονιστικό που ονομάστηκε La Coordinadora.
Το Φεβρουάριο οι διαδηλωτές κάλεσαν τον
λαό στην πόλη και οργάνωσαν μια συγκέντρωση με στόχο να γίνει με τη
μορφή γιορτής, με μουσική και αρκετά συγκροτήματα. Η κυβέρνηση δήλωσε
ότι δεν θα επιτρέψει την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης δημιουργώντας
παράλληλα ένα κλίμα εκφοβισμού με αποτέλεσμα μια ολονύχτια πάλη μεταξύ
διαδηλωτών και αστυνομικών, η οποία συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα με
νέους ανθρώπους να συρρέουν στους δρόμους. Ο στόχος τους ήταν να
καταλάβουν την κεντρική πλατεία της Κοτσαμπάμπα. Οι αστυνομικοί άρχισαν
να πυροβολούν τον κόσμο με πλαστικές σφαίρες αλλά δεν κατάφεραν να τον
διασπάσουν. Το ακριβώς αντίθετο. Την επόμενη μέρα κι άλλοι καλλιεργητές
κόκας, απλοί άνθρωποι και φοιτητές ενώθηκαν με τους διαδηλωτές με
αποτέλεσμα να καταφέρουν να καταλάβουν την πλατεία. Οι κινητοποιήσεις
εναντίον της ιδιωτικοποίησης του νερού ήταν τόσο δημοφιλείς γιατί μέσα
λίγο καιρό τα τέλη σύνδεσης και τα τιμολόγια για την παροχή νερού
εκτοξεύτηκαν σε αδιανόητα επίπεδα.
Η Μαρσέλα Ολιβέρα, μέλος του τότε κινήματος, λέει «Ήταν
τεράστια νίκη γιατί ήμασταν σε θέση να διαπραγματευτούμε με την
κυβέρνηση. Υπογράψαμε συμφωνία και η κυβέρνηση πάγωσε τις συμφωνίες για
το νερό, ενώ δημιούργησε μια επιτροπή για να διαπραγματευτεί, με έναν
συντονιστή τους όρους του συμβολαίου με την Bechtel.
Κάποια στιγμή όμως το Μάρτιο
συνειδητοποιήσαμε ότι η κυβέρνηση δεν επρόκειτο να κάνει τίποτα, απλά
επιχειρούσε να κερδίσει χρόνο. Έτσι, έγινε αυτό που αποκαλούμε λαϊκό
δημοψήφισμα, κάτι που δεν προέβλεπε το Σύνταγμα και δεν ήταν νόμιμο.
Όμως εμείς πιστεύαμε ότι ήταν νόμιμο.» Το 98% του λαού απάντησε ότι
ήθελε να φύγει η Bechtel από τη χώρα, ότι επιθυμούσε αλλαγές στη
νομοθεσία και ότι επιθυμεί να επιστρέψει η εταιρεία ύδρευσης σε δημόσια
διαχείριση.
Η κυβέρνηση αγνόησε απόλυτα τα
αποτελέσματα του λαϊκού δημοψηφίσματος και, τον Απρίλιο, οι διαδηλωτές
κάλεσαν για νέες κινητοποιήσεις. Η Μαρσέλα Ολιβέρα θυμάται «Στην
αρχή ήταν πολύς ο κόσμος, ίσως 25.000, στην πλατεία. Αλλά όσο περνούσαν
οι μέρες ερχόταν λιγότερος κόσμος στις κινητοποιήσεις. Και η αστυνομία
δεν ήρθε να μας καταστείλει. Ξέραμε ότι είχαν αλλάξει εντελώς
στρατηγική, ήξεραν ότι αν έβγαζαν την αστυνομία, τότε θα εξαγρίωναν το
λαό – και γι’ αυτό δεν το έκαναν, περίμεναν να κουραστούμε». Στο μεταξύ, οι διαπραγματεύσεις συνεχιζόταν, ενώ ταυτόχρονα ο Αρχιεπίσκοπος έλαβε το μέρος του λαού.
«Δεν νομίζω ότι κανείς περίμενε αυτό
που επρόκειτο να γίνει. Ξέρετε, το Φεβρουάριο λέγαμε ότι ήταν υπέροχο
αυτό που συνέβαινε και ότι κάτι τέτοιο δεν θα ξαναγινόταν. Τον Απρίλιο
όμως έγινε ξανά. Και δεν νομίζω ότι ζήσαμε κάτι παρόμοιο. Οι γονείς μου
λένε ότι δεν είχαν ζήσει κάτι τέτοιο από την επανάσταση του 1952. Όλοι
ένιωθαν ότι αυτό ήταν ιστορικό. Πλέον οι απαιτήσεις του λαού
δεν ήταν μόνον το να φύγει η εταιρεία από τη χώρα, ήταν να φύγει αυτή η
κυβέρνηση και να σχηματίσει τη δική του κυβέρνηση. Και αυτό ήταν
αυθόρμητο, κανείς δεν ήταν ηγέτης.
Η μάχη πριν από δέκα χρόνια δεν ήταν
μόνο για το νερό, ήταν για κάτι άλλο, για αυτό που αποκαλούμε
δημοκρατία. Και δέκα χρόνια μετά λέμε ότι δεν έχει τελειώσει,
εξακολουθούμε να προσπαθούμε να αντισταθούμε, αλλά και να φτιάξουμε κάτι
– και ο δρόμος είναι ακόμα μακρύς.
Το μάθημα από τον πόλεμο για το νερό
είναι ότι τίποτα δεν είναι οριστικό, ότι πάντα μπορούμε να αλλάξουμε τα
πράγματα. Το σύστημα εδώ είχε ήδη ιδιωτικοποιηθεί, σπάσαμε τη συμφωνία,
πήραμε την επιχείρηση ύδρευσης στα χέρια μας, κάτι που ποτέ δεν
φανταστήκαμε ότι θα συνέβαινε. Και αυτό είναι κάτι που λέει πάντα ο
Oscar, το σλόγκαν που επαναλαμβάνουμε πάντα στους δρόμους, ότι ο λαός,
ενωμένος, ποτέ δεν μπορεί να ηττηθεί, είναι κάτι που ζήσαμε στην Κοτσαμπάμπα πριν από δέκα χρόνια και είναι κάτι που πιστεύουμε ότι μπορεί να επαναληφθεί ξανά και ξανά….
Το αλίευσα ΕΔΩ ithageneis