Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΩΝΑ
Τάκιτος, «Τα Χρονικά», βιβλίο XV: 62 - 65 μ.Χ.
Όμως όλες οι ανθρώπινες προσπάθειες, όλα τα πλούσια δώρα του αυτοκράτορα, και ο εξευμενισμός των θεών δεν εξαφάνισαν την απαίσια πίστη ότι η μεγάλη πυρκαγιά ήταν το αποτέλεσμα μιας διαταγής. Συμπτωματικά, για να απαλλαγεί από την φήμη, ο Νέρων επέρριψε την ενοχή και επέβαλλε τα πιο εξαιρετικά μαρτύρια σε μια τάξη που την μισούσαν όλοι εξαιτίας των απεχθών συνηθειών τους, και ονομάζονταν Χριστιανοί από τις μάζες.
Ο Χριστός, από τον οποίο το όνομα είχε την προέλευσή του, υπέστη την θανατική ποινή κατά την βασιλεία του Τιβερίου από τα χέρια ενός από τους αντιπροσώπους μας, του Πόντιου Πιλάτου, και η πιο επιζήμια δεισιδαιμονία, μέχρι τώρα, πάλι ξέσπασε όχι μόνο στην Ιουδαία, την πρώτη πηγή του κακού, αλλά ακόμα και στην Ρώμη, όπου όλα τα αποκρουστικά και επαίσχυντα πράγματα, από όλα τα μέρη του κόσμου, βρήκαν το κέντρο τους και έγιναν δημοφιλή.
Συνεπώς, πρώτα έγινε μια σύλληψη όλων όσων ομολόγησαν ενοχή και μετά, με βάση τις πληροφορίες τους, ένα πελώριο πλήθος καταδικάστηκε, όχι τόσο για τον εμπρησμό της πόλης, αλλά για την εχθρότητα ενάντια στην ανθρωπότητα. Διακωμώδηση κάθε είδους προστέθηκε στον θάνατό τους. Καλυμμένοι με δέρματα θηρίων, ξεσκίστηκαν από σκυλιά πέθαναν, ή καρφώθηκαν σε σταυρούς, ή καταδικάστηκαν στις φλόγες και κάηκαν, για να εξυπηρετήσουν σαν νυκτερινός φωτισμός, όταν έπεφτε η μέρα.
Ο Νέρωνας πρόσφερε τους κήπους του για το θέαμα, και επέδειξε την παράσταση στον ιππόδρομο, ενώ ανακατευόταν με τους ανθρώπους φορώντας στολή ηνίοχου ή στεκόταν ψηλά σε ένα όχημα. Για αυτό το λόγο, ακόμα και για εγκληματίες που άξιζαν ακραία και υποδειγματική τιμωρία, παρουσιάστηκε ένα αίσθημα συμπόνιας. Επειδή, όπως φάνηκε, δεν ήταν για το δημόσιο καλό, αλλά για να χορτάσει η σκληρότητα ενός ανθρώπου στο να τους αφανίσει.