Η «ΚΑΤΟΧΗ» ΣΤΗΝ ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΕ ΟΤΕ, ΟΣΕ, ΔΕΗ, ΜΕΤΡΟ ΕΔΩΣΑΝ ΔΙΣ. ΕΥΡΩ.
Των ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΑΚΙΡΗ, ΝΙΚΟΥ ΜΟΥΜΟΥΡΗ
«Τα όπλα μάς έσωσαν», έλεγε πριν από χρόνια ανώτατο στέλεχος της τότε κυβέρνησης εξηγώντας στους απορημένους δημοσιογράφους πως οι προμήθειες βοήθησαν τόσο στα εκάστοτε κοινοτικά πλαίσια στήριξης όσο και στις οικονομικές ενισχύσεις της Ευρώπης προς την Ελλάδα, στην ενταξιακή πορεία της Κύπρου κ.λπ.
Τώρα που τα όπλα τελείωσαν, κάποιοι Ευρωπαίοι σύμμαχοι άλλαξαν τακτική. Η Ελλάδα μετατράπηκε από έναν ισχυρό πελάτη σ’ έναν οικονομικό πονοκέφαλο ολόκληρης της Ευρώπης. Εφημερίδες και περιοδικά που εξυμνούσαν την Ελλάδα πριν και μετά από κάθε προμήθεια, σήμερα γράφουν λίβελους εναντίον της.
Μία από αυτές τις χώρες είναι και η Γερμανία. Τις πιέσεις της κυβέρνησης της ζούμε καθημερινά το τελευταίο διάστημα. Πιέσεις για νέα μέτρα, για περικοπές επιδομάτων και μισθών, για απολύσεις και αλλά πολλά. Πιέσεις που συνοδεύονται, όμως, και από αιτήσεις για νέες εξοπλιστικές αγορές ανεξάρτητα αν η Ελλάδα είναι μια χώρα που οδεύει προς τη χρεοκοπία, όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται.
Η γερμανική «κατοχή» είναι προφανής στις Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας, παρά το γεγονός ότι η προμήθεια αμερικανικών αεροσκαφών είναι αυτή που στα στατιστικά στοιχεία κάνει τη διαφορά. Μια δεύτερη ματιά στον ΟΣΕ, τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, το Μετρό, τα νοσοκομεία και εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι πολλές γερμανικές εταιρείες χρωστούν τη γιγάντωσή τους και στην Ελλάδα.
Γερμανικά όπλα.
Μόνο στις μεγάλες αγορές που μπορέσαμε να βρούμε στους τομείς της Αμυνας αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, από το 1995 μέχρι και σήμερα, οι Ελληνες πολίτες έχουν πληρώσει 6,1 δισ. ευρώ σε γερμανικές εταιρείες -εξαιρώντας το θέμα του νέου αεροδρομίου.
Η Γερμανία είναι η δεύτερη χώρα από την οποία η Ελλάδα έχει πάρει τα περισσότερα όπλα. Τανκς, φρεγάτες, υποβρύχια, άρματα, πύραυλοι, ραντάρ και ό,τι άλλο παρήγε η αμυντική βιομηχανία της Γερμανίας βρίσκονται στο ελληνικό οπλοστάσιο, και για να είμαστε ειλικρινείς όχι πάντα με τις καλύτερες των διαδικασιών, ούτε με βάση πάντα τις αμυντικές ανάγκες της χώρας. Αποτελούσαν όμως ένα διπλωματικό όπλο της Ελλάδας ώστε «οι σύμμαχοι να είναι ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι». Μερικές από τις μεγάλες προμήθειες από τη Γερμανία είναι:
Βαριά τη σκιά τους στις ελληνικές τηλεπικοινωνίες έριχναν ανέκαθεν οι γερμανικές εταιρείες, με τη Siemens να αποτελεί τον μεγαλύτερο εκπρόσωπό τους. Ακόμα και στο… πιστοποιητικό γέννησης του ΟΤΕ οι Γερμανοί είναι παρόντες, αφού η «Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία», που ίδρυσε τη δεκαετία του 1930 η Siemens, ήταν η βάση για τη δημιουργία μετά τον πόλεμο του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν τα λογότυπα εταιρειών τόσο από τη Δυτική όσο και από την Ανατολική Γερμανία βρίσκονταν παντού μέσα στις εγκαταστάσεις του ΟΤΕ. Οι τηλεφωνικές συσκευές που εγκαθίστανται στα ελληνικά νοικοκυριά προέρχονται από τις μονάδες παραγωγής της Siemens, η οποία το 1964 και συνεργαζόμενη με την Εθνική Τράπεζα δημιουργεί τη Siemens Τηλεβιομηχανική στη Θεσσαλονίκη, που θα αποτελέσει ισχυρό βραχίονα για την περαιτέρω διείσδυση της πολυεθνικής στις ελληνικές τηλεπικοινωνίες.
Φτάνουμε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, όταν οι αποφάσεις των κυβερνήσεων εκείνης της περιόδου ανοίγουν τον δρόμο για την κυριαρχία της Siemens και της (συνεργαζόμενης με τη σουηδική Ericsson) Ιντρακόμ στον ΟΤΕ. Η ανάθεση στις δύο εταιρείες των πρώτων ψηφιακών κυκλωμάτων για τον εκσυγχρονισμό του ΟΤΕ προκάλεσε το ενδιαφέρον της Δικαιοσύνης και τριγμούς στο πολιτικό σκηνικό, αποτέλεσε παράλληλα το ορεκτικό για το… κύριο πιάτο που σερβιρίστηκε στα τέλη του 1997, με τις πενταετούς διάρκειας προγραμματικές συμβάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Siemens έλαβε παραγγελίες από τον ΟΤΕ συνολικού ύψους 158 δισ. δρχ. (464 εκατ. ευρώ), που με διαδοχικές επεκτάσεις ακόμα και μετά τη λήξη των προγραμματικών συμφωνιών το 2002 υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τα 200 δισ. δρχ. (567 εκατ. ευρώ).
Στα ποσά αυτά δεν περιλαμβάνονται τα συμβόλαια που κέρδισε η Siemens ακολουθώντας τον ΟΤΕ στις βαλκανικές χώρες και, κυρίως, στη Ρουμανία. Ούτε βέβαια οι συμφωνίες που έκλεισε με τις εταιρείες κινητής τηλεφωνίας και τις τηλεπικοινωνιακές επιχειρήσεις που δραστηριοποιήθηκαν στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση της αγοράς το 2001.
Πρώτα οι Γερμανοί εκσυγχρόνισαν τον ΟΤΕ και μετά τον… αγόρασαν, αφού προηγήθηκε η Marfin Investment Group, που από το καλοκαίρι του 2007 επένδυε στον ΟΤΕ και είχε φτάσει να ελέγχει ώς και το 20% της επιχείρησης. Την άνοιξη του 2008 η εταιρεία μεταβίβασε το συγκεκριμένο ποσοστό στην Deutsche Telekom, η οποία δίνοντας μόλις 430 εκατ. ευρώ στο Δημόσιο απέκτησε ουσιαστικό λόγο στα διοικητικά του οργανισμού. Συρόμενη από τις εξελίξεις αλλά και από τη συμφωνία που υπέγραψε η ίδια με τους Γερμανούς, η κυβέρνηση της Ν.Δ. υποχρεώθηκε να παραχωρήσει επιπλέον 5% του ΟΤΕ στην Deutsche Telekom έναντι περίπου 600 εκατ. ευρώ. Οι Γερμανοί, που αυτή τη στιγμή έχουν στην κατοχή τους το 30% των μετοχών του ΟΤΕ, επιδιώκουν την περαιτέρω ενίσχυση του μεριδίου τους προκειμένου να έχουν τον πλήρη έλεγχο του οργανισμού κάποια στιγμή στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον.