Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Η αναζήτηση κοιτασμάτων «μαύρου χρυσού» αποτελεί την ουσία της διαμάχης Ελλάδας και Τουρκίας-Ο πόλεμος του πετρελαίου στο Αιγαίο


Με αφορμή την εκπομπή «Αθέατος Κόσμος» του καναλιού ALTER παραθέτουμε τρία άρθρα με θέμα την ύπαρξη πετρελαίου στο Αιγαίο και την στάση των Ελληνικών κυβερνήσεων διαχρονικά σχετικά με τη εκμετάλλευση τους.

Η κρίση του '87 και η εικόνα πλήρους πολεμικής ετοιμότητας-ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Ακριβώς 20 χρόνια μετά την ελληνοτουρκική κρίση του Μαρτίου 1987 για έρευνες πετρελαίων στο Αιγαίο, το θέμα των ερευνών για υδρογονάνθρακες έχει αρχίσει να επανέρχεται στο προσκήνιο, με άγνωστες ακόμα τις παραμέτρους που θα παίξουν καθοριστικό ρόλο.

Παρά ταύτα, αυτή την 20ετία, η Τουρκία δεν επιχείρησε να επαναλάβει την αμφισβήτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας εμπράκτως, με αποστολή ερευνητικού πλοίου πέραν των χωρικών υδάτων της, όπως είχε αποπειραθεί τον Μάρτιο του 1987.

Στην κρίση του Μαρτίου 1987 στην ουσία κρινόταν η αποφασιστικότητα της Τουρκίας να πραγματοποιήσει γεωτρήσεις στο Αιγαίο, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα δεν έχει «ξεχωριστά δικαιώματα» στο διεθνή χώρο, ώστε να οδηγηθούν οι δύο χώρες σε διμερή διαλογο και όχι στο Δικαστήριο της Χάγης, με στόχο τη συνεκμετάλλευση του Αιγαίου.

Το πρωτόκολλο
Αφορμή για την Αγκυρα αποτέλεσε η αίτηση της εταιρείας DENISON να επεκτείνει τις έρευνες της για πετρέλαιο στα 10 ν.μ. ανατολικά της Θάσου. Η κυβέρνηση Παπανδρέου πίστευε ότι δεν υπήρχε λόγος να μη γίνουν γεωτρήσεις στα 10 ν.μ. της Θάσου, ερμηνεύοντας το Πρωτόκολλο της Βέρνης και τα συμφωνηθέντα μεταξύ Καραμανλή - Ετζεβίτ ως ανενεργά πλέον. Το Πρωτόκολλο δέσμευε και τις δύο πλευρές να απέχουν από οποιαδήποτε ενέργεια στην περιοχή, όσο διάστημα διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα. Από τη στιγμή όμως που οι διαπραγματεύσεις είχαν διακοπεί, το Πρωτόκολλο ήταν τουλάχιστον ανενεργό. Αυτή εξακολουθεί να είναι η ελληνική θέση έκτοτε.

Ο τρόπος χειρισμού της κρίσης του Μαρτίου από την ελληνική πλευρά, με την κορύφωσή της, φυσικά δεν έχει τύχει ουσιαστικής επεξεργασίας. Υποστηρικτές και επικριτές σπεύδουν να θριαμβολογήσουν περί «νίκης» και «ήττας», αλλά λίγο ενδιαφέρον δείχνουν για το αν και πώς λειτούργησαν όλοι οι κρατικοί μηχανισμοί, προετοιμαζόμενοι για μια μεγάλη κρίση την οποία έπρεπε να φέρουν εις πέρας. Το υπουργείο Αμυνας είχε εκπονήσει σχέδια και είχε λάβει σαφείς οδηγίες κινήσεων. Είναι ενδεικτικό του κλίματος εκείνων των ημερών η ολιγόωρη, έστω, παράδοση της ευθύνης των τηλεπικοινωνιών της αμερικανικής βάσης της Νέας Μάκρης σε Ελληνες διοικητές, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας σε περίοδο πολέμου. Ομοίως και το υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε να κινηθεί και πέραν του ΝΑΤΟ και ως προς το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, με την επίσκεψη Παπούλια στη Σόφια. Κατόρθωσε δηλαδή ο κρατικός μηχανισμός να δημιουργήσει μια εικόνα πλήρους ετοιμότητας, που στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε όχι «για να γίνει πόλεμος», αλλά για να υποχωρήσει πρώτη η άλλη πλευρά από τις διεκδικήσεις της.

Η κίνηση Οζάλ
Πράγματι, ο τότε πρωθυπουργός της Τουρκίας Οζάλ, από το Λονδίνο, σε ανάρρωση, έκανε το πρώτο βήμα απεμπλοκής από την κρίση, επιμένοντας ότι η Τουρκία έχει και διεκδικεί τα δικαιώματά της, αλλά δεν έχει λόγο να στείλει το πλοίο της σε αμφισβητούμενες περιοχές, στο βαθμό που και η Ελλάδα δεν θα το πράξει. Το τουρκικό πλοίο δεν βγήκε από τον Ελλήσποντο. Αυτή η «συμφωνία κυρίων» επισφραγίστηκε τον Ιανουάριο του '88 στη συνάντηση του Νταβός, κατά την οποία οι δύο πρωθυπουργοί συμφώνησαν ότι «από τώρα και στο εξής μια τέτοια κρίση δεν πρέπει να επαναληφθεί και οι δύο πλευρές θα επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στη δημιουργία μόνιμων ειρηνικών σχέσεων...».

Με βάση τις «χαλαρές φράσεις» του κοινού ανακοινωθέντος, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι μπορεί και δικαιούται να κάνει έρευνα οπουδήποτε στο Αιγαίο. Στην πράξη, όμως, το δικαίωμα αυτό «επαφίεται στη διακριτική της ευχέρεια», ακριβώς όπως και το δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., όταν η Αθήνα το κρίνει σκόπιμο...

Η αναζήτηση κοιτασμάτων «μαύρου χρυσού» αποτελεί την ουσία της διαμάχης Ελλάδας και Τουρκίας-Ο πόλεμος του πετρελαίου στο Αιγαίο
Οι μυστικές έρευνες και οι άτυπες συμφωνίες-ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ

ΒΗΜΑ

Από το 1974 ως σήμερα πολλά έχουν γραφεί για το αν και πόσο πετρέλαιο υπάρχει στο Αιγαίο. Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι το Αιγαίο κρύβει μια δεύτερη Κασπία ενώ μερικοί καθηγητές συνήθιζαν να λένε στους μαθητές Γεωλογίας: «Αν βρείτε πετρέλαιο στο Αιγαίο, να μου το φέρετε να το πιω». Γεγονός είναι ότι στο επίκεντρο της διαμάχης Ελλάδας - Τουρκίας βρίσκεται το ζήτημα της έρευνας για τα πετρέλαια του Αιγαίου που έχει φέρει τις δύο χώρες πολύ κοντά στον πόλεμο. Απειλές χρήσης βίας, μυστικές έρευνες μακριά από το φως της δημοσιότητας και άτυπες συμφωνίες χαρακτηρίζουν το πολυσυζητημένο αυτό κεφάλαιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Η πρώτη γεώτρηση που προκάλεσε ένταση έγινε τον Μάρτιο του 1973 νοτιοανατολικώς της Λήμνου χωρίς να διαμαρτυρηθεί η Αγκυρα. Η αμερικανική εταιρεία που έκανε τις έρευνες δεν βρήκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περιοχή αλλά ξύπνησε με καθυστέρηση το ενδιαφέρον της Τουρκίας. Τον Νοέμβριο του 1973, και ενώ η Ελλάδα έμπαινε σε μια βαθιά εσωτερική κρίση, η Αγκυρα παραχώρησε μονομερώς στην τουρκική εταιρεία TRAO 27 άδειες έρευνας για πετρέλαιο σε περιοχές που ως τότε εθεωρούντο ότι ανήκουν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Ηταν η πρώτη φορά που η Τουρκία με ωμό τρόπο ήγειρε διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε έντονα και δέχθηκε τη διαπραγμάτευση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Η τουρκική απάντηση ήλθε με την αποστολή του ερευνητικού σκάφους Chandarli στο Αιγαίο συνοδεία 37 πολεμικών σκαφών. Με την κίνηση εκείνη της Αγκυρας η υπόθεση του πετρελαίου αποκτούσε πλέον τεράστια σημασία στις σχέσεις των δύο χωρών. Μεσολάβησαν η εισβολή στην Κύπρο και η ελληνική πρόταση για παραπομπή του διακανονισμού της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για να φθάσουμε στην αποστολή ενός άλλου ερευνητικού σκάφους, του περίφημου Hora, στο Αιγαίο τον Ιούλιο του 1976. Το τουρκικό σκάφος παραβίασε ανοικτά την ελληνική υφαλοκρηπίδα στις περιοχές γύρω από τη Λήμνο και τη Λέσβο προκαλώντας σοβαρή κρίση. Ακολούθησε το Πρωτόκολλο της Βέρνης με το οποίο οι δύο κυβερνήσεις συμφώνησαν να απέχουν από έρευνες σε αμφισβητούμενες περιοχές οι οποίες «θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα».

Η πληρέστερη ως σήμερα έκθεση για την υπόθεση αυτή συντάχθηκε την περίοδο εκείνη από τη γαλλική εταιρεία BEICIP (Γαλλικό Ινστιτούτο Πετρελαίου) μετά από εντολή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Οι συντάκτες της βασίστηκαν σε σεισμικές έρευνες που έκανε η εταιρεία Texaco στον Θερμαϊκό και στο Θρακικό Πέλαγος το 1971, στις έρευνες της Oceanic στη Θάσο την περίοδο 1971-74 και της εταιρείας ADA στη Λήμνο το 1971. Ακόμη οι γάλλοι αναλυτές είχαν στα χέρια τους τα αποτελέσματα των γεωτρήσεων που έκαναν οι παραπάνω εταιρείες και η Conoco στον Θερμαϊκό, στη Θάσο και στη Λήμνο. Η έκθεση της BEICIP δείχνει ότι το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν η περιοχή ανατολικώς της Θάσου στη θέση Μπάμπουρας, που συνδέεται με τα κοιτάσματα του Πρίνου, ένα κομμάτι δυτικώς της ίδιας νήσου και η περιοχή ανάμεσα στη Σάμο και στην Ικαρία. Η τελευταία αυτή περιοχή τυχαίνει να περικλείει αρκετά τμήματα «γκρίζων ζωνών», την κυριαρχία των οποίων διεκδικεί ατύπως η Αγκυρα.

Οσο για την περιοχή κοντά στη Θάσο το ελληνικό Δημόσιο ανέστειλε τον Ιανουάριο του 1978 τις έρευνες που είχαν προγραμματιστεί επικαλούμενο «λόγους ανωτέρας βίας». Η κοινοπραξία που είχε αναλάβει την έρευνα θεωρούσε ότι η περιοχή έκρυβε αποθέματα πετρελαίου που ήταν μεν βαρύ αλλά δικαιολογούσε περαιτέρω έρευνες. Οι ξένες εταιρείες συνέχιζαν να πιέζουν και ο υπουργός Βιομηχανίας κ. Στέφανος Μάνος αποφάσισε λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές του 1981 να δώσει την άδεια για να αρχίσουν οι έρευνες. Ο Ανδρέας Παπανδρέου έδωσε την εντολή για να αρχίσουν μυστικές σεισμικές έρευνες κοντά στη Θάσο σε μια προσπάθεια βολιδοσκόπησης των τουρκικών προθέσεων. Μετά από διαρροές στον Τύπο οι αντιδράσεις της Αγκυρας ήταν έντονες. Πέρασαν πέντε χρόνια ως την επόμενη μεγάλη κρίση του Μαρτίου του 1987, όταν η Τουρκία πίστεψε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έδινε άδεια για γεωτρήσεις στην επίμαχη περιοχή. Οι δύο χώρες έφθασαν για άλλη μία φορά κοντά στον πόλεμο. Οι πρωθυπουργοί των δύο χωρών Παπανδρέου και Οζάλ κατέληξαν όμως σε μία συμφωνία στη συνάντηση της Βουλιαγμένης, τον Μάιο του 1988, η οποία πάγωνε ουσιαστικά κάθε έρευνα στο Αιγαίο εκτός των χωρικών υδάτων των δύο πλευρών.

Στο διάστημα 1977-86 οι ελληνικές υπηρεσίες διενήργησαν μια σειρά μυστικές σεισμικές έρευνες στο Βόρειο και Κεντρικό κυρίως Αιγαίο. Πρόκειται για επιχειρήσεις που έγιναν με απόλυτη μυστικότητα, χωρίς διαρροές στον Τύπο και με την προστασία μικρού αριθμού πολεμικών σκαφών. Σε αυτές συμμετείχε συνήθως ένας από τους πιο γνωστούς ειδικούς σε θέματα πετρελαίου, ο κ. Μιχάλης Μυριάνθης. Οι έρευνες αυτές επιβεβαίωσαν το ενδιαφέρον για τις περιοχές που επεσήμανε η έκθεση της BEICIP χωρίς νέες εντυπωσιακές ανακαλύψεις.

Είκοσι επτά χρόνια μετά την ιστορική γεώτρηση στη Λήμνο το Αιγαίο είναι μια παγωμένη λίμνη καθώς οι συμφωνίες της Βέρνης και της Βουλιαγμένης αποκλείουν νέες έρευνες. Η Τουρκία είχε μάλιστα φθάσει στο σημείο να διαμαρτύρεται για έρευνες εντός του Θερμαϊκού γιατί πραγματοποιούνταν σε διεθνή ύδατα. Η Ελλάδα αρνείται την ισχύ των δύο συμφωνιών αλλά όλα δείχνουν ότι το Αιγαίο θα ανοίξει πάλι για έρευνες όταν οι δύο χώρες θα ξεκαθαρίσουν πλήρως το νομικό καθεστώς του.

ΤΑ ΧΡΥΣΟΦΟΡΑ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ- Πετρελαιομαχία στο Αιγαίο
Η ΝΗΣΟΣ ΖΟΥΡΑΦΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗ SHELL-του Πάνου Πικραμένου


Μία βραχονησίδα στο θρακικό πέλαγος επαναφέρει έντονα το ζήτημα των πετρελαϊκών αποθεμάτων στη χώρα μας, τη διαδικασία άντλησής τους, αλλά και την καυτή πατάτα της υφαλοκρηπίδας, αφού όλως… τυχαίως οι λεγόμενες γκρίζες ζώνες που επικαλείται η Άγκυρα σε μεγάλο βαθμό είναι περιοχές «ύποπτες» για ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου.

Στην προκήρυξη διεθνούς διαγωνισμού για την παραχώρηση των δικαιωμάτων έρευνας και εξόρυξης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της Ελλάδας σε διεθνή όμιλο, προσανατολίζεται, σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση, ενώ τον περασμένο Σεπτέμβριο είχε προηγηθεί συνάντηση του προέδρου της εταιρείας Shell, Ρομπ Ρόουντς, με τον Έλληνα υπουργό Ανάπτυξης, Δημήτρη Σιούφα, και τον υφυπουργό Οικονομίας, Πέτρο Δούκα.

Βάσει των στοιχείων που έχει συλλέξει η βρετανο-ολλανδική πολυεθνική, οι πιθανότητες εντοπισμού εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων αργού πετρελαίου είναι αρκετά καλές, αφού υπολογίζονται στο 3% τη στιγμή που το πλαφόν για να ξεκινήσουν έρευνες θεωρείται το 0,8%.

Όπως έγινε γνωστό, οι ειδικοί της Shell βασιζόμενοι σε δορυφορικές φωτογραφίσεις θεωρούν ότι στο Κεντρικό και Βόρειο Αιγαίο, στο Ιόνιο Πέλαγος μεταξύ Επτανήσων και Βορειοδυτικής Πελοποννήσου, στα Δωδεκάνησα και στις ακτές της Ηπείρου, μπορούν να αντληθούν από 2 έως 4 δις βαρέλια αργού πετρελαίου. Δεδομένου ότι η Ελλάδα καταναλώνει περίπου 100 εκ. βαρέλια ετησίως, αν οι υπολογισμοί είναι σωστοί, τα αποθέματα καλύπτουν το 100% των αναγκών της χώρας τουλάχιστον για 20 χρόνια.

Ωστόσο, πληροφορίες αναφέρουν ότι οι εξελίξεις αυτές έχουν προκαλέσει σκεπτικισμό στο υπουργείο Εξωτερικών, αφού κάποιες εκ των περιοχών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, όπου εκτιμάται ότι υπάρχουν αξιοποιήσιμα κοιτάσματα πετρελαίου, ανήκουν στην κατηγορία αυτών που η Άγκυρα θεωρεί «γκρίζες ζώνες». Υπενθυμίζεται ότι μετά το «θερμό» επεισόδιο 1987 (Σισμίκ) κάθε ερευνητική προσπάθεια στο Αιγαίο έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί.

Η Ιστορία του Πετρελαίου στην Ελλάδα

Οι πρώτες έρευνες για πετρέλαιο στον ελλαδικό χώρο χρονολογούνται από το 1903 και αφορούσαν περιοχές του Ιονίου Πελάγους. Η βρετανική εταιρεία London Oil Development εξασφαλίζει άδεια για χερσαίες έρευνες στη Ζάκυνθο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η προσπάθεια εγκαταλείπεται μέχρι το 1938, οπότε ξεκινούν έρευνες στην Βορειοδυτική Πελοπόννησο και στις Φέρρες της Θράκης. Αν και τα πρώτα αποτελέσματα ήταν ενθαρρυντικά, οι έρευνες σταματούν λόγω του πολέμου.

Μετά τον πόλεμο, η ερευνητική δραστηριότητα συνεχίζεται σποραδικά. Το 1960 το υπουργείο Βιομηχανίας σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο Πετρελαίων (IFP) προχωράει σε συστηματικές έρευνες σε ολόκληρο το χερσαίο ελλαδικό χώρο εντείνοντας τις προσπάθειες στην Ήπειρο, τα Ιόνια νησιά, την Κεντρική Μακεδονία και την Ευρυτανία, ενώ παράλληλα εταιρείες, όπως οι BP, ESSO, SAFOR κ.ά., εξασφαλίζουν άδειες για γεωτρήσεις σε άλλες περιοχές.

Το 1969 αρχίζουν οι έρευνες στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο με άδειες που δόθηκαν σε εταιρείες, όπως η Texaco, η Chevron, η ADA Oil κ.ά. Το 1970 η αμερικανική Oceanic εξασφαλίζει άδεια για έρευνα στο Θρακικό Πέλαγος σε έκταση 8.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στα τέλη του 1973, η εταιρεία ανακαλύπτει τα πρώτα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα δυτικά της Θάσου, που είναι γνωστά ως τα κοιτάσματα του Πρίνου και της Νότιας Καβάλας, με έκταση 141 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Σε μία ευρύτερη περιοχή έκτασης 1.559 τετραγωνικών χιλιομέτρων, οι έρευνες πάγωσαν, αφού βρίσκεται εντός της αμφισβητούμενης από την Άγκυρα ζώνης.

Αμέσως, ιδρύεται η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου με σκοπό την ανάπτυξη της βιομηχανίας πετρελαίου στην Ελλάδα, ενώ συστήνεται η κοινοπραξία NAPC (Northern Aegean Petroleum Company) με σκοπό τη συνέχιση των ερευνών. Η εταιρεία μετά από 18 γεωτρήσεις, το 1999, αποχωρεί από το Β. Αιγαίο και η περιοχή παραχωρείται από το ελληνικό υπουργείο Ανάπτυξης στην κοινοπραξία Kavala Oil (67% ευρωτεχνική και 33% ο συνεταιρισμός των εργαζομένων).

Σε ό,τι αφορά τα ΕΛΠΕ από την ίδρυσή τους το 1975 (ως Δ.Ε.Π. -Δημόσια Εταιρεία Πετρελαίου) έχουν πραγματοποιήσει πάνω από 70 γεωτρήσεις. Από το 1981 που άρχισε συστηματικά η εξόρυξη αργού πετρελαίου στον Πρίνο, το κοίτασμα έχει «δώσει» 120 εκ. βαρέλια πετρελαίου, με αποκορύφωμα την τριετία 1983-85 που παρήγαγε 26-30.000 βαρέλια ημερησίως και κάλυπτε σχεδόν το 13% της κατανάλωσης στην Ελλάδα (τότε η χώρα κατανάλωνε 200.000 βαρέλια ημερησίως). Σήμερα ο Πρίνος δίνει μικρές ποσότητες πετρελαίου, χαμηλής ποιότητας και τιμής λόγω υψηλής περιεκτικότητας σε θείο, ενώ όλοι συμφωνούν ότι το κοίτασμα εξαντλείται.

Στο Αιγαίο, έπειτα από έρευνες, ειδικά σε δύο περιοχές υπάρχει πετρέλαιο, το οποίο μπορεί να καλύψει ακόμη και το σύνολο των αναγκών της χώρας.

Η Περίπτωση της Νήσου Ζουράφα

Ήδη από το 1874, ο Θρακιώτης λόγιος, φυσιοδίφης Νικόλαος Φαρδύς (1853-1901), διαπιστώνει προσωπικά την ύπαρξη πετρελαίου στη νησίδα Ζουράφα, η οποία αποτελεί το ανατολικότερο χερσαίο άκρο του Β. Αιγαίου και των ορίων της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ζουράφα απέχει περίπου 6 ναυτικά μίλια από το βορειοανατολικό άκρο της Σαμοθράκης (Άκρα Άγκιστρο ή Σκεπαστό) και βρίσκεται βόρεια της Ίμβρου και νότια της Αλεξανδρούπολης.

Σε πραγματεία του που δημοσιεύτηκε τότε στα «Θρακικά Χρονικά», μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι : «Στα Ζγοράφα, σε καιρό γαλήνης και νηνεμίας, διακρίνεται κάποια υγρή, ελαιώδη ουσία που επιπλέει επί των πέριξ υδάτων, που αποπνέει οξεία οσμή πετρελαίου.

Η ύφαλος αυτή εφείλκυσε κατά πρώτον την προσοχήν μου τω 1874, οπότε, επιβαίνων ιστιοφόρου πλοίου και ευρεθείς εν καιρώ γαλήνης πλησίον αυτής, ηδυνήθην ιδίοις όμμασι να ιδώ την επί της θαλάσσης πλέουσαν ελαιώδη ουσίαν, να δοκιμάσω εξ ιδίας αντιλήψεως και πεισθώ επί τέλους, ότι πρόκειται ενταύθα περί πετρελαίου, του οποίου η πηγή βεβαίως κείται εν τω σώματι του υφάλου…».

Γι’ αυτόν το λόγο οι ψαράδες ονόμασαν τη νησίδα «Λαδόξερα», αφού το πετρέλαιο που αναβλύζει μέχρι τις μέρες μας διακρίνεται ως ελαιώδης ουσία στην επιφάνειά της.

Η ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου στην περιοχή έχει επιβεβαιωθεί και επισήμως από τον πρώην υπουργό Ενέργειας του ΠΑ.ΣΟ.Κ., Ευάγγελο Κουλουμπή, ο οποίος σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε το Νοέμβριο 2000 υποστηρίζει ότι η Ζουράφα μαζί με άλλες βραχονησίδες του Αιγαίου μπορούν να γίνουν οι «χρυσοφόρες πύλες», από όπου είναι δυνατό να αντληθούν πετρελαϊκά κοιτάσματα ικανά να καλύψουν τις συνολικές ανάγκες της χώρας για πολλά χρόνια.

«Το μοναδικό κοίτασμα που αξιοποιήθηκε από τη χώρα μας είναι του Πρίνου στη θαλάσσια περιοχή της Θάσου. Όμως δεν είναι το μοναδικό», επεσήμανε τότε ο κος Κουλουμπής. «Στο Αιγαίο, έπειτα από έρευνες, ειδικά σε δύο περιοχές είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει πετρέλαιο, το οποίο μπορεί να καλύψει ακόμη και το σύνολο των αναγκών της χώρας. Και οι δύο αυτές περιοχές, αμφισβητούνται από την Τουρκία και αυτός είναι ο λόγος που έχει εμποδίσει την εκμετάλλευσή τους».

Σύμφωνα με τον κο Κουλουμπή, οι δύο αυτές περιοχές είναι:

1. Στη θέση Μπάμπουρα, ανατολικά της Θάσου. Εκεί υπολογίζεται ότι υπάρχουν ποσότητες πετρελαίου, με το οποίο η Ελλάδα μπορεί να καλύψει περίπου το 50% των αναγκών της για πολλά χρόνια. Είναι μία περιοχή που τμήματά της αμφισβητούνται από την Τουρκία (βρίσκονται μεταξύ 6 και 12 μιλίων των ελληνικών χωρικών υδάτων).

2. Στη θαλάσσια περιοχή κοντά στη Μυτιλήνη και τη Λήμνο, όπου ανήκει και η Ζουράφα, σε έκταση 4.500 τετρ. χλμ.

Η Σημασία της «Λαδόξερας»

Γύρω από τη νήσο Ζουράφα εδώ και χρόνια διεξάγεται ένας «άγνωστος πόλεμος» μεταξύ Τούρκων στρατιωτικών και λιμενικών και Ελλήνων ψαράδων. Μάλιστα το 2003 η τουρκική ακτοφυλακή είχε συλλάβει Έλληνες ψαράδες που έπλεαν στην περιοχή, τους οδήγησε στην Τουρκία και κατέσχεσε προσωρινά το καΐκι τους.

Η «ελληνικότητα» της βραχονησίδας αμφισβητείται έντονα από την Άγκυρα, με αποτέλεσμα την έντονη παράνομη δράση του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού στην περιοχή, κάτι ανάλογο με τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από μαχητικά αεροσκάφη της Τουρκίας. Μάλιστα, η Ζουράφα περιλαμβάνεται στο εγχειρίδιο που εξέδωσε το 1997 το τουρκικό Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, το οποίο την καταχώριζε μεταξύ των 130 βραχονησίδων, οι οποίες, σύμφωνα με τη γείτονα, τελούν υπό καθεστώς αμφισβήτησης και από τότε σημαίνονται με το χαρακτηρισμό «γκρίζες ζώνες». Το εγχειρίδιο που οι Τούρκοι στρατηγοί ονομάζουν «Βίβλο του Αιγαίου» έχει σταλεί σε όλες τις τουρκικές πρεσβείες και αποτελεί το βασικό εγχειρίδιο αναφοράς των Τούρκων στρατιωτικών ακολούθων και λοιπών διπλωματών.

Η βραχονησίδα ανήκει βάσει διεθνών συνθηκών στην Ελλάδα και επεκτείνει τις ζώνες θαλάσσιας κυριαρχίας της, δηλαδή τα χωρικά ύδατα και την υφαλοκρηπίδα της, στον κρίσιμο χώρο του Βορειοανατολικού Αιγαίου, προς τα ανατολικά. Ειδικά στη Ζουράφα, όπου τα νερά είναι πολύ ρηχά ακόμη και σε μεγάλη απόσταση, η ελληνική υφαλοκρηπίδα επεκτείνεται σημαντικά.

Η νήσος Ζουράφα υπάγεται διοικητικά στο Νομό Έβρου και αποτελεί το βορειανατολικότερο νησάκι των Θρακικών Σποράδων. Η νησίδα είναι χαμηλής επιφάνειας και για αυτό εξαιρετικά επικίνδυνη για όσους πλέουν κοντά της, ιδίως όταν η ορατότητα είναι περιορισμένη.

Όμως αυτό το ανατολικότερο όριο των ελληνικών συνόρων, και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κινδυνεύει να πάψει να υπάρχει με κίνδυνο να αλλάξει ακόμη και η θαλάσσια συνορογραμμή Ελλάδας-Τουρκίας.

Η Ζουράφα ή Ζγοράφα βυθίζεται λόγω της διαβρώσεως των ακτών της με αποτέλεσμα σε λίγα χρόνια να κινδυνεύει να γίνει ύφαλος. Σύμφωνα με παλαιότερες μετρήσεις της Υδρογραφικής Υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού, η συγκεκριμένη βραχονησίδα καταλάμβανε επιφάνεια 9 στρεμμάτων, όμως νεώτεροι υπολογισμοί της ίδιας Υπηρεσίας δείχνουν ότι η έκτασή της είναι μικρότερη από ένα στρέμμα και η ακτογραμμή της έχει περιοριστεί στα 32 μέτρα.

Διπλωματικοί και στρατιωτικοί κύκλοι εκφράζουν ανησυχία ότι σε πολύ λίγα χρόνια η βραχονησίδα ενδέχεται να εξαφανιστεί κάτω από τη στάθμη του νερού. Μάλιστα, ο πρώην ευρωβουλευτής της Ν.Δ., Σταύρος Ξαρχάκος, πριν μερικά χρόνια είχε καταθέσει επείγουσα ερώτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου μεταξύ άλλων επισημαίνει ότι «σε χάρτες του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού που συντάχθηκαν το 1955 είχαν καταγραφεί και άλλες νησίδες -σε μικρή απόσταση από τη Ζουράφα- οι οποίες σήμερα έχουν τελείως εξαφανιστεί κάτω από τη θάλασσα, ενώ, τα τελευταία 40 χρόνια, έχει παρατηρηθεί δραστική μείωση της έκτασης της ίδιας της Ζουράφας». Ο κος Ξαρχάκος μεταξύ άλλων ζήτησε να μάθει αν «έχει ενταχθεί το νησί Ζουράφα σε κάποια Κοινοτική Πρωτοβουλία προστασίας ευαίσθητων περιοχών (π.χ. NATURA 2000 ή άλλη), καθώς και αν έχουν ενημερώσει οι ελληνικές αρχές τις υπηρεσίες της Επιτροπής ότι το μικρό αυτό νησί που αποτελεί απώτατο όριο της ελληνικής και κοινοτικής επικράτειας και διαθέτει σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα, κινδυνεύει με ολική εξαφάνιση λόγω της θαλάσσιας διάβρωσης».

Επισημαίνεται ότι η νησίδα έχει και αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Όπως ανέφερε ο κος Ξαρχάκος στην ερώτησή του, «έχουν εντοπιστεί πολλά και σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα, όπως μαρμάρινοι κίονες, κιονόκρανα, ίχνη από αρχαία οικήματα κ.τ.λ...». Όπως προκύπτει από τα κείμενα του ιστοριοδίφη Νικολάου Φαρδύ, το 1877 είχε προταθεί να μεταφερθούν μαρμάρινοι κίονες από τη Ζουράφα για να χτιστεί η εκκλησία της Σαμοθράκης. Μάλιστα, στο ίδιο άρθρο γίνεται αναφορά ότι επί του νησιού αυτού «ευρίσκονται πολλά ίχνη κτιρίων, εφ' ων διακρίνονται αι θύραι, τα παράθυρα, κίονες, κιονόκρανα, μάρμαρα και εν γένει πολλά λείψανα, μαρτυρούντα την παλαί πότε κατοίκησιν του μέρους εκείνου».

Είναι εύκολα αντιληπτό ότι η νησίδα Ζουράφα έχει εξαιρετική σημασία για την τουρκική εξωτερική πολιτική, όπως άλλωστε και το σύνολο του Θρακικού πελάγους. Έτσι εξηγούνται και οι προσπάθειες της τουρκικής πλευράς για συνεκμετάλλευση της εκτεταμένης υφαλοκρηπίδας που οριοθετείται από τα ρηχά νερά της Ζουράφας. Διπλωματικοί παρατηρητές, επισημαίνουν ότι στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις για ολοκληρωτική κάλυψη της νησίδας από το νερό, ενδέχεται να εγερθούν σημαντικά νομικά ζητήματα, δεδομένου ότι το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας παραμένει το σημαντικότερο ελληνοτουρκικό πρόβλημα και η μόνη νομικής φύσεως διαφορά που επισήμως δέχεται η ελληνική πλευρά.

Η Τουρκία θεωρεί ότι έχει δικαιώματα υφαλοκρηπίδας δυτικά των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Αν κάτι τέτοιο ίσχυε, τα νησιά θα εγκλωβίζονταν σε μία ζώνη τουρκικής δικαιοδοσίας. Η Ελλάδα αναγνωρίζει τη νομική φύση του ζητήματος, αντίθετα με την Άγκυρα που επιδιώκει να το αναγάγει σε πολιτικό πρόβλημα.

Η ελληνοτουρκική διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου δημιουργήθηκε λίγο μετά την ανακάλυψη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων πετρελαίου στον Πρίνο. Το Νοέμβριο 1973 η τουρκική Εφημερίδα της Κυβέρνησης δημοσίευσε απόφαση παραχώρησης άδειας για έρευνες στην κρατική εταιρεία πετρελαίου της Τουρκίας, σε μικρή απόσταση από ελληνικά νησιά. Το 1974 η αδειοδότηση επεκτάθηκε γεωγραφικά και σε δύο περιπτώσεις τουρκικά ωκεανογραφικά σκάφη πραγματοποίησαν έρευνες στο Αιγαίο (1974, 1976).

Σύμφωνα με την επίσημη θέση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, «το ζήτημα έγκειται στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας σε δύο συγκεκριμένα σημεία, δηλαδή αφενός στη θαλάσσια προέκταση της συνοριακής γραμμής στη Θράκη και αφετέρου στα πλησίον της τουρκικής ακτής ευρισκόμενα νησιά του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου και στη Δωδεκάνησο. Δεν αφορά σαφώς σε ολόκληρη την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, όπως όψιμα ισχυρίζεται η Τουρκία, η οποία άλλωστε είχε παραχωρήσει άδειες διεξαγωγής πετρελαϊκών ερευνών μόνο για τα δύο προαναφερόμενα σημεία.

Επιπλέον, όπως σαφώς προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τη σχετική νομολογία (Σύμβαση της Γενεύης 1958, Σύμβαση 1982 Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας, Απόφαση Διεθνούς Δικαστηρίου για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας 1969) τα νησιά έχουν πλήρη δικαιώματα υφαλοκρηπίδας παρά τους περί του αντιθέτου αβάσιμους νομικά ισχυρισμούς της Τουρκίας.

Ως προς την επίλυση της διαφοράς, η Τουρκία επικαλείται την αρχή της ευθυδικίας (equity), χωρίς να μπορεί να τη στηρίξει σε κριτήρια ασφαλή και συγκεκριμένα. Σύμφωνα με την Ελλάδα, για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας εφαρμόζεται το Διεθνές Δίκαιο (συμβατικό και εθιμικό), στο πλαίσιο του οποίου ο κανόνας της μέσης γραμμής αποτελεί την επικρατούσα αρχή του Δικαίου της οριοθέτησης. Αυτό άλλωστε βεβαιώνεται και από τη διεθνή πρακτική.

Επιπλέον, κατά τη διεθνή πρακτική, οι "ειδικές περιστάσεις" (εγγύτητα ορισμένων ελληνικών νήσων στα τουρκικά παράλια) που αυθαίρετα επικαλείται η Τουρκική πλευρά για την επίλυση του προβλήματος της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, δεν αποτελούν παρά εξαίρεση του κανόνα εφαρμογής της μέσης γραμμής. Κατά συνέπεια, οι απόψεις αυτές δε δύνανται να δικαιολογήσουν μετάθεση της μέσης γραμμής από το Ανατολικό στο Κεντρικό Αιγαίο, αλλά ούτε και να θέσουν εν αμφιβόλω την εφαρμογή του διεθνούς συμβατικού και εθιμικού κανόνα, ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα».

Ο διάλογος για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας χρονολογείται από το 1976 με τις συνομιλίες στη Βέρνη, όπου οι δύο χώρες υπέγραψαν και σχετικό Πρακτικό, το οποίο έθετε ένα πλαίσιο συμπεριφοράς μέχρι το ζήτημα να κριθεί από το Διεθνές Δικαστήριο. Αργότερα η Τουρκία αρνήθηκε να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο και το Πρακτικό της Βέρνης έπαυσε να ισχύει.

Στα πρόθυρα πολέμου
Το πρόβλημα παραλίγο να οδηγήσει σε ένοπλη σύρραξη Ελλάδος-Τουρκίας το 1987, όταν το τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος «Σισμίκ» συνοδεία πολεμικών πλοίων προσπάθησε να διεξάγει έρευνες σε μικρή απόσταση από την αιγιαλίτιδα ζώνη των ελληνικών νησιών.

Με την τιμή του «μαύρου χρυσού» να έχει φτάσει σε εξωφρενικά επίπεδα, είναι φυσικό οι πολυεθνικοί κολοσσοί του πετρελαίου να αναζητούν λύσεις. Κοιτάσματα των οποίων η άντληση μέχρι σήμερα θεωρούνταν ασύμφορη, επανεξετάζονται από τις εταιρείες και οι έρευνες εντείνονται. Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου έχει αναβαθμίσει τα κοιτάσματα που ενδεχομένως υπάρχουν στην Ελλάδα. Οι εταιρείες αρχίζουν να δείχνουν ενδιαφέρον ακόμη και για κοιτάσματα, όπως του Κατάκωλου και της Επανωμής, που στο παρελθόν είχαν κριθεί μη εκμεταλλεύσιμα λόγω υψηλής περιεκτικότητας σε διοξείδιο του άνθρακα και μικρής περιεκτικότητας σε πετρέλαιο.

Με αυτά τα δεδομένα η επίσκεψη του Προέδρου της Shell στην Αθήνα και οι συναντήσεις με τον υπουργό Ανάπτυξης, κο Σιούφα, και τον υφυπουργό Οικονομίας, κο Δούκα, έχουν ιδιαίτερη σημασία.

Ωστόσο, δεν παύει να ισχύει και μία γεωπολιτική αλήθεια, δηλαδή ότι, όταν το υπέδαφος μεταξύ δύο χωρών κρύβει πλούτο, παράγονται πολιτικές εντάσεις που σε πολλές περιπτώσεις μπορούν να φτάσουν και στα άκρα.

Διπλωματικοί κύκλοι τονίζουν την αναγκαιότητα ενός κρατικού φορέα, με ανεξάρτητο μηχανισμό, ο οποίος θα μπορεί να αξιολογήσει τα δεδομένα διαφυλάσσοντας το δημόσιο συμφέρον, δεδομένου ότι τα Ελληνικά Πετρέλαια και η θυγατρική τους Δ.Ε.Π., που διεξήγαγε γεωτρήσεις, είναι πλέον ιδιωτικές εταιρείες.

Επιπλέον, οι ίδιοι κύκλοι, εκφράζουν ανησυχία για ενδεχόμενες αντιδράσεις της τουρκικής πλευράς, γεγονός που ίσως οδηγήσει στην εξαίρεση ορισμένων περιοχών από τις έρευνες. Το ζήτημα όμως είναι ότι οι ειδικοί θεωρούν ότι ορισμένες περιοχές, όπου η Άγκυρα αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία, έχουν και τις περισσότερες πιθανότητες να διαθέτουν αξιοποιήσιμα κοιτάσματα πετρελαίου.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο πρόεδρος της πολυεθνικής πρότεινε τη συνεκμετάλλευση των πετρελαίων που ενδεχομένως βρίσκονται στις περιοχές αυτές με την Τουρκία και μάλιστα προσφέρθηκε να μεσολαβήσει προς την κυβέρνηση της γειτονικής χώρας, συναντώντας όμως τη σαφή αρνητική στάση της ελληνικής πλευράς.

Έτσι, η ανακίνηση του ζητήματος των πετρελαίων του Αιγαίου αναμένεται να οδηγήσει σε κινητικότητα για επίλυση της εκκρεμότητας για οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αφού ένα από τα πιο σημαντικά κριτήρια των πολυεθνικών του «μαύρου χρυσού» είναι και η πολιτική σταθερότητα των περιοχών, όπου σκοπεύουν να διεξάγουν έρευνες.


ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης