΄Ενας γέροντας συνοδευόμενος από τους μαθητές του φθάνει στις πύλες της Αλεξάνδρειας. Βλέπει να έρχεται προς το μέρος τους μια πολύ όμορφη γυναίκα. Οι μαθητές καλύπτουν το κεφάλι με τα ράσα για να μη σκανδαλιστούν. Πιθανόν έτσι γλιτώσουν από τον πειρασμό της σάρκας, αλλʼ όχι κι από τον πειρασμό της περιέργειας. Κάτω από τα ράσα παρατηρούν και σκανδαλίζονται διαπιστώνοντας ότι ο Γέροντάς τους κοιτάζει κατάματα τη γυναίκα που πλησιάζει. Μόλις αυτή χάνεται στην πόλη, κατεβάζουν τα ράσα και τον ρωτούν: «Πώς μπόρεσες και υπέκυψες στον πειρασμό να δεις αυτή τη γυναίκα;» Και κείνος τους απάντησε με θλίψη: « Πόσο ακάθαρτες είναι οι καρδιές σας. Εσείς την είδατε μόνο σαν πειρασμό. Εγώ την είδα σαν ένα από τα θαυμαστά δημιουργήματα του Θεού».
Από το Γεροντικό