Aπό χρόνια έχει δρομολογηθεί μια όχι συνηθισμένη διαδικασία, που αναφέρεται ως «ενταξιακή πορεία» της Τουρκίας, με στόχο την ένταξη της χώρας αυτής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς δέσμευση για θετική κατάληξη. Το ζήτημα που θα μας απασχολήσει εδώ είναι εάν η ένταξη στην ΕΕ της Τουρκίας ως πλήρους μέλους δημιουργεί θεσμικού χαρακτήρα προβλήματα στο όλο σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας της.
Το σύνθετο αυτό πρόβλημα δεν φαίνεται, επίσημα τουλάχιστον, να συζητείται. Αν σκεφθεί, όμως, κανείς λογικά, δεν μπορεί παρά να υποθέσει ότι βρίσκεται ως πρόβλημα στο μυαλό των πολιτικών ηγεσιών της Ένωσης.
Τι εννοούμε «θεσμικού χαρακτήρα προβλήματα» που θα δημιουργήσει η τυχόν ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Εξαρχής διευκρινίζομε ότι τα προβλήματα αυτά δεν αναφέρονται στη διαφορά θρησκεύματος που υπάρχει μεταξύ των χριστιανικών λαών της ΕΕ και του ισλαμικού λαού της Τουρκίας, ούτε σε άλλες πολιτισμικές διαφορές. Δεν έχουν, επίσης, καμιά σχέση με παλιές εθνικιστικές θεωρίες και θρησκευτικές και άλλου είδους ρατσιστικές αντιλήψεις, που οδηγούν σε διακρίσεις και καταπιέσεις κοινωνικών ομάδων και μειονοτήτων σε καταπιέσεις, οι οποίες σε άλλες εποχές έφθαναν μέχρι και σε γενοκτονίες.
Όλα αυτά ασφαλώς, που κατάφωρα παραβιάζουν κάθε ιδέα δημοκρατίας και δικαιωμάτων του ανθρώπου, δεν μπορεί να έχουν θέση στη σύγχρονη πολιτική σκέψη. Τα προβλήματα, επίσης, που θέτομε σ’ αυτό το άρθρο δεν έχουν σχέση με την «πολυπολιτισμικότητα», που επικαλούνται οι υποστηρικτές της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Αν και το ζήτημα αυτό, όπως διατυπώνεται, είναι πολύ αόριστο και αβασάνιστο για ένα πολιτειακό ή πολιτικό σύστημα με περιορισμένο σχετικά γεωγραφικό χώρο και με αυστηρή εσωτερική νομιμότητα, όπως η ΕΕ, ωστόσο εμείς εδώ δεν αποκηρύσσομε την «πολυπολιτισμικότητα», εφόσον η ίδια δεν στραγγαλίζεται από μια σκληρή και ομοιογενή νομιμότητα. Θέτομε εδώ ακριβώς αυτό που προστατεύει την πολυπολιτισμικότητα στο επίπεδο εφαρμογής των θεσμών.
Η ΕΕ αποτελεί το μόνο οργανισμό υπερεθνικής εξουσίας στον πλανήτη που έχει προχωρήσει σε οργάνωση εξουσιών, τέτοια που να πλησιάζει σήμερα την οργάνωση ομοσπονδίας κρατών ή ομοσπονδιακού κράτους, τείνοντας συνεχώς προς αυτή την ολοκλήρωση. Θεμέλια της δομής και οργάνωσής της ήταν εξαρχής δύο βασικές αρχές, που ίσχυαν ανέκαθεν για όλες τις ομοσπονδίες κρατών: α) Η υψηλού βαθμού ομοιογένεια των λαών και κρατών-μελών ως προς την ευρύτερη κοινωνική, πολιτική και θεσμική αντίληψη του ρόλου του κράτους, ως προς την πολιτική πρακτική της δημοκρατίας και ως προς την πρακτική εφαρμογής των βασικών αρχών νομιμότητας. β) Η αποδοχή από όλα τα κράτη-μέλη της απαραίτητης μορφής εξισορρόπησης δυνάμεων ως προς τη συμμετοχή τους στα κεντρικά όργανα λήψης των αποφάσεων. Η συμμετοχή αυτή στηρίζεται στην αρχή της αναλογικότητας, με βάση το μέγεθος των κρατών-μελών.
Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί ότι η ένταξη ως πλήρους μέλους ενός κράτους με τόσο μεγάλο λαό όπως η Τουρκία θα ανατρέψει άρδην το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων
Η ΕΕ αποτελεί σήμερα πολιτειακή οντότητα με καταστατικό χάρτη τις ενοποιημένες συνθήκες και εντός ολίγου το ενιαίο «Σύνταγμα της Ευρώπης» (τη Συνταγματική Συνθήκη). Ασκεί αυτοδύναμα κυρίαρχη κεντρική εξουσία, με βάση τα κυριαρχικά δικαιώματα που της παραχώρησαν τα κράτη-μέλη της. Ο καταστατικός της χάρτης δεσμεύει όλα τα κράτη-μέλη και έχει αυξημένη τυπική ισχύ απέναντι ακόμη και στα συντάγματά τους. Το δίκαιο της ΕΕ ισχύει και στο εσωτερικό των κρατών-μελών και υπερέχει σε ισχύ από το εθνικό δίκαιο. Οι πολίτες των κρατών-μελών είναι και πολίτες της ΕΕ. Τέλος, τουλάχιστον το 85-90% της οικονομικής, της δημοσιονομικής και της κοινωνικής ζωής και πολιτικής ρυθμίζεται στις Βρυξέλλες. Αυτό το είχε επισημάνει ο Delors ήδη από το 1988. Επιπλέον δε, η Ένωση έχει χτίσει εδώ και δεκαετίες, και χτίζει συνεχώς μέσω της υπερεθνικής νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, μια ενιαία, πυκνή και γρανιτένια νομιμότητα, που επιβάλλεται στα κράτη-μέλη με ανυποχώρητη αυστηρότητα. Πρέπει δε να υπογραμμιστεί ότι η ενιαία αυτή νομιμότητα στηρίζεται στην ομοιογένεια νομιμότητας που υπάρχει σε όλα τα κράτη-μέλη.
Για να γίνουν πιο σαφή τα προβλήματα που θα δημιουργήσει η τυχόν ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, ας δούμε μερικά βασικά παραδείγματα από την πραγματικότητα λειτουργίας των δύο συστημάτων, από την πρακτική εφαρμογής των αρχών της δημοκρατίας και από την αντίληψη νομιμότητας που ισχύουν στις έννομες τάξεις της Ένωσης και του τουρκικού κράτους.
Πρώτο παράδειγμα
Όπως ήδη σημειώσαμε, τα βασικά όργανα της ΕΕ οργανώθηκαν και λειτουργούν συλλογικά, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που έχει βάση το μέγεθος των λαών των κρατών-μελών. Έχει συγκροτηθεί, δηλαδή, και λειτουργεί το όλο σύστημα εξουσίας της Ένωσης στη βάση μιας συμφωνημένης από όλα τα κράτη-μέλη ποσοτικής ή ποσοστιαίας συμμετοχής σ’ αυτό, που διασφαλίζει την επίσης αποδεκτή από όλα ισορροπία δυνάμεων. Το σύστημα αυτό είναι θεσμοθετημένο και λειτουργεί από χρόνια χωρίς τριβές, παρά τη διαφορά ισχύος μεταξύ των μελών. Από την οργανωτική δομή της Ένωσης, προκύπτει αβίαστα ότι δεν υπολογίστηκαν για το σύστημα αυτό λαοί του μεγέθους της Τουρκίας.
Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί ότι η ένταξη ως πλήρους μέλους ενός κράτους με τόσο μεγάλο λαό όπως η Τουρκία θα ανατρέψει άρδην το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων στο όλο σύστημα εξουσίας της Ένωσης και θα μεταβληθεί ριζικά το status εξουσίας των παλαιών μελών. Η αρχή της αναλογικότητας, που έχει γίνει αποδεκτή από όλους, θα ανατραπεί. Για να μην γίνει αυτό, θα πρέπει να αλλάξει ολόκληρο το θεσμικό σύστημα συμμετοχής των κρατών-μελών στα κεντρικά όργανα εξουσίας της Ένωσης. Θα πρέπει, δηλαδή, να ανασυγκροτηθεί εξαρχής η ΕΕ, με αναδιανομή των εξουσιών στα κράτη-μέλη.
Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση, πώς θα παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας εις βάρος της Τουρκίας; Αυτά όλα θα έχουν, ασφαλώς, απρόβλεπτες συνέπειες: Διαμόρφωση διαλυτικών και διχαστικών τάσεων, δημιουργία νέων εστιών εσωτερικής και διεθνούς εξάρτησης της Ευρώπης κ.ά. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτά μπορεί να γίνουν εύκολα αποδεκτά όχι μόνο από τις σημερινές μεγάλες δυνάμεις της Ένωσης, αλλά και από τα μικρά κράτη-μέλη.
Δεύτερο παράδειγμα
Είναι γνωστό σε όλους ότι από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και τα είκοσι επτά της ΕΕ, οι θεσμοί τους, το δίκαιό τους, η ερμηνεία και η εφαρμογή των νόμων τους, η έννοια των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη στην εφαρμογή τους, η αντίληψη των σχέσεων των φύλων, η αντίληψη της οικογένειας και της εκπαίδευσης, οι σχέσεις κράτους και θρησκείας και ολόκληρο το σύστημα νομιμότητας και θεσμών είναι σε όλη τους την έκταση και την ουσία κοσμικά. Πλήρως κοσμικό είναι και το σύστημα νομιμότητας της όλης ΕΕ, αφού, όπως είπαμε, διαπλάστηκε πάνω στις βάσεις των κρατών-μελών του. Αυτή η ομοιογένεια στην αντίληψη του δικαίου και των αρχών της δημοκρατίας δεν μπορεί να υπάρξει εύκολα και χωρίς τριβές, αν ενταχθεί Τουρκία στην ΕΕ. Η επίδραση της θρησκείας στη λειτουργία της δημοκρατίας και στο όλο πολιτικό σύστημα, καθώς και στο σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων στο κοινωνικό και το πολιτικό επίπεδο είναι πολύ ισχυρή στη γειτονική χώρα. Παρά τον σχετικά υψηλό βαθμό κοσμικότητας του τουρκικού ισλαμισμού, ή του νεοοθωμανισμού, οι συγκρούσεις μεταξύ κοσμικής και θρησκευτικής αντίληψης ως προς τη λειτουργία των θεσμών και την ερμηνεία του δικαίου στην πράξη θα είναι συνεχείς και καθημερινές. Η νομοθετική και η εν γένει ρυθμιστική πρακτική της Ένωσης και η νομολογία του Δικαστηρίου της θα είναι συνεχώς αντιμέτωπες με βαθιές συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού βίου. Και στις δύο πλευρές θα δημιουργείται συνεχώς καταπίεση συνείδησης: Καταπίεση κοσμικής συνείδησης νομιμότητας στην ΕΕ και καταπίεση θρησκευτικής και ηθικής συνείδησης στην τουρκική κοινωνία. Η καταπίεση αυτή θα έχει, ασφαλώς, αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές διαστάσεις – κάτι που δεν συμβιβάζεται με τη σύγχρονη αντίληψη της δημοκρατικής κοινωνίας που επιδιώκουν η Ένωση και οι λαοί της. Πρέπει δε να επισημάνομε και τον κίνδυνο οι θρησκευτικές αξιώσεις του τουρκικού μωαμεθανισμού να αναζωπυρώσουν και να τροφοδοτήσουν στις άλλες χώρες της ΕΕ αντίστοιχες θρησκευτικές αξιώσεις των Εκκλησιών και των θρησκευόμενων οπαδών των τριών χριστιανικών δογμάτων που επικρατούν σ’ αυτές, με αλυσιδωτή επέκταση σε όλες τις θρησκευτικές μειονότητες και ομάδες των ευρωπαϊκών λαών. Η αρχή της απαγόρευσης θρησκευτικών διακρίσεων θα ισχύσει, με τον τρόπο αυτό, προς αντίστροφη κατεύθυνση από εκείνη που έχει ο βασικός σκοπός της.
Τρίτο παράδειγμα
Η βαθιά πολιτική διάσταση μεταξύ του τουρκικού κράτους και του κουρδικού έθνους αποτελεί πολιτικό φαινόμενο, ανάλογο του οποίου δεν έχει αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα το πολιτικό και το νομικό σύστημα της ΕΕ. Η πολιτική αυτή διάσταση ασφαλώς θα αποτελεί εστία και πηγή πολιτικών και νομικών προβλημάτων, τα οποία δεν θα είναι αμελητέα. Μέσω αυτού του προβλήματος, θα εισέλθει και θα δημιουργηθεί ένας νέος τομέας εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής στην ΕΕ με πολλά ακανθώδη ζητήματα. Το σημαντικότερο είναι ότι η εξωτερική πολιτική της Ένωσης θα εμπλακεί άμεσα με ένα από τα πολυπλοκότερα σε συγκρούσεις συμφερόντων πρόβλημα της διεθνούς πολιτικής σκακιέρας.
Τέταρτο παράδειγμα
Τα περισσότερα κράτη του κόσμου έχουν δημοκρατικά συντάγματα, αλλά δεν έχουν όλα δημοκρατία. Από αυτά που μπορεί να θεωρηθούν ότι έχουν δημοκρατία –με την έννοια εδώ της «αστικής δημοκρατίας» που ισχύει στην ΕΕ και στο Συμβούλιο της Ευρώπης– ορισμένα δεν έχουν πλήρη και αδιαμφισβήτητη εφαρμογή των θεσμών της και του δημοκρατικού συντάγματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις λέμε ότι υπάρχει ένας βαθμός «εικονικότητας» του συντάγματος. Υπάρχει, δηλαδή, σημαντική απόσταση ανάμεσα στις τυπικές διακηρύξεις και εγγυήσεις του συνταγματικού κειμένου και στην εφαρμογή τους στην πράξη. Με τα κριτήρια της «φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας» (χωρίς να λαμβάνομε εδώ υπόψη μας τα μεγάλα δημοκρατικά της ελλείμματα και τα σημεία της βαθιάς της κοινωνικοπολιτικής κρίσης) τα συντάγματα των κρατών-μελών της ΕΕ θεωρούνται ότι έχουν την πληρέστερη εφαρμογή των συνταγματικών τους αρχών και εγγυήσεων στην πράξη μεταξύ των δημοκρατιών του κόσμου. Αυτό δεν συμβαίνει και με την Τουρκική Δημοκρατία, η οποία παρουσιάζει σε πολλά σημεία έλλειμμα εφαρμογής του Συντάγματός της. Η διάσταση αυτή μεταξύ της συνταγματικής πραγματικότητας και γενικότερα της πραγματικότητας νομιμότητας που υπάρχει μεταξύ της Τουρκίας από το ένα μέρος και από το άλλο της ΕΕ, ως ενότητας και των κρατών-μελών της χωριστά, θα δημιουργήσει συγκρούσεις νομιμότητας ανάλογες με αυτές που επισημάναμε αμέσως πιο πάνω. Οι θέσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε πολλές περιπτώσεις του καθημερινού βίου που θα αφορούν την αντίληψη δημοκρατίας, ελευθερίας, ισότητας και δικαιωμάτων του ανθρώπου, δεν θα ανταποκρίνονται στη συνείδηση του μεγαλύτερου μέρους του τουρκικού λαού. Αντίθετα, θα δημιουργούν καταπιέσεις, που θα έχουν και πολιτικές συνέπειες για την ΕΕ.
Από τα λίγα αυτά παραδείγματα –υπάρχουν ασφαλώς και άλλα–, γίνεται φανερό ότι η αρχή της σχετικής ομοιογένειας, που υπάρχει σήμερα στη θεσμική συγκρότηση και λειτουργία της ΕΕ και είναι πια εδραιωμένη και αναγκαία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, θα διαταραχθεί βαθύτατα από την τυχόν ένταξη σ’ αυτή της Τουρκίας ως πλήρους μέλους. Η καταστατική δομή και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που αποτελούν τα θεμέλια και τον πυρήνα της θεσμικής ισχύος της Ένωσης, θα έχουν να αντιμετωπίσουν σοβαρούς κλονισμούς και αναθεωρήσεις. Η ευρωπαϊκή νομιμότητα, που αποτελεί σήμερα το ισχυρότερο όπλο συνοχής της Ένωσης, θα υποστεί σοβαρή αποδυνάμωση. Γι’ αυτό, είναι απορίας άξιο πώς άρχισε καν «η ενταξιακή πορεία» της γειτονικής χώρας, πώς συνεχίζεται και πώς στηρίζεται από ορισμένα κράτη-μέλη, στα οποία ανήκουν η Ελλάδα και η Κύπρος. Είναι, ασφαλώς, γνωστοί οι λόγοι ειδικών συμφερόντων, που προβάλλονται για τη στήριξη της ένταξης. Πιθανόν όλοι να γνωρίζουν, τόσο οι σχεδιαστές αυτής της ενταξιακής πορείας, όσο και οι υποστηρικτές της, ότι πρόκειται για ένα διπλωματικά αναγκαίο ιντερμέτζο, που θα ακολουθήσει η τελική ειδική σχέση της Τουρκίας με την Ένωση. Αυτό, πάντως, που πρέπει να επισημανθεί ως κατακλείδα είναι ότι η ουσία και η ισχύς της ΕΕ βρίσκονται στα θεσμικά της θεμέλια. Αυτό αποτελεί την πρώτη πολιτική της Ένωσης.
Το σύνθετο αυτό πρόβλημα δεν φαίνεται, επίσημα τουλάχιστον, να συζητείται. Αν σκεφθεί, όμως, κανείς λογικά, δεν μπορεί παρά να υποθέσει ότι βρίσκεται ως πρόβλημα στο μυαλό των πολιτικών ηγεσιών της Ένωσης.
Τι εννοούμε «θεσμικού χαρακτήρα προβλήματα» που θα δημιουργήσει η τυχόν ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Εξαρχής διευκρινίζομε ότι τα προβλήματα αυτά δεν αναφέρονται στη διαφορά θρησκεύματος που υπάρχει μεταξύ των χριστιανικών λαών της ΕΕ και του ισλαμικού λαού της Τουρκίας, ούτε σε άλλες πολιτισμικές διαφορές. Δεν έχουν, επίσης, καμιά σχέση με παλιές εθνικιστικές θεωρίες και θρησκευτικές και άλλου είδους ρατσιστικές αντιλήψεις, που οδηγούν σε διακρίσεις και καταπιέσεις κοινωνικών ομάδων και μειονοτήτων σε καταπιέσεις, οι οποίες σε άλλες εποχές έφθαναν μέχρι και σε γενοκτονίες.
Όλα αυτά ασφαλώς, που κατάφωρα παραβιάζουν κάθε ιδέα δημοκρατίας και δικαιωμάτων του ανθρώπου, δεν μπορεί να έχουν θέση στη σύγχρονη πολιτική σκέψη. Τα προβλήματα, επίσης, που θέτομε σ’ αυτό το άρθρο δεν έχουν σχέση με την «πολυπολιτισμικότητα», που επικαλούνται οι υποστηρικτές της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ. Αν και το ζήτημα αυτό, όπως διατυπώνεται, είναι πολύ αόριστο και αβασάνιστο για ένα πολιτειακό ή πολιτικό σύστημα με περιορισμένο σχετικά γεωγραφικό χώρο και με αυστηρή εσωτερική νομιμότητα, όπως η ΕΕ, ωστόσο εμείς εδώ δεν αποκηρύσσομε την «πολυπολιτισμικότητα», εφόσον η ίδια δεν στραγγαλίζεται από μια σκληρή και ομοιογενή νομιμότητα. Θέτομε εδώ ακριβώς αυτό που προστατεύει την πολυπολιτισμικότητα στο επίπεδο εφαρμογής των θεσμών.
Η ΕΕ αποτελεί το μόνο οργανισμό υπερεθνικής εξουσίας στον πλανήτη που έχει προχωρήσει σε οργάνωση εξουσιών, τέτοια που να πλησιάζει σήμερα την οργάνωση ομοσπονδίας κρατών ή ομοσπονδιακού κράτους, τείνοντας συνεχώς προς αυτή την ολοκλήρωση. Θεμέλια της δομής και οργάνωσής της ήταν εξαρχής δύο βασικές αρχές, που ίσχυαν ανέκαθεν για όλες τις ομοσπονδίες κρατών: α) Η υψηλού βαθμού ομοιογένεια των λαών και κρατών-μελών ως προς την ευρύτερη κοινωνική, πολιτική και θεσμική αντίληψη του ρόλου του κράτους, ως προς την πολιτική πρακτική της δημοκρατίας και ως προς την πρακτική εφαρμογής των βασικών αρχών νομιμότητας. β) Η αποδοχή από όλα τα κράτη-μέλη της απαραίτητης μορφής εξισορρόπησης δυνάμεων ως προς τη συμμετοχή τους στα κεντρικά όργανα λήψης των αποφάσεων. Η συμμετοχή αυτή στηρίζεται στην αρχή της αναλογικότητας, με βάση το μέγεθος των κρατών-μελών.
Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί ότι η ένταξη ως πλήρους μέλους ενός κράτους με τόσο μεγάλο λαό όπως η Τουρκία θα ανατρέψει άρδην το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων
Η ΕΕ αποτελεί σήμερα πολιτειακή οντότητα με καταστατικό χάρτη τις ενοποιημένες συνθήκες και εντός ολίγου το ενιαίο «Σύνταγμα της Ευρώπης» (τη Συνταγματική Συνθήκη). Ασκεί αυτοδύναμα κυρίαρχη κεντρική εξουσία, με βάση τα κυριαρχικά δικαιώματα που της παραχώρησαν τα κράτη-μέλη της. Ο καταστατικός της χάρτης δεσμεύει όλα τα κράτη-μέλη και έχει αυξημένη τυπική ισχύ απέναντι ακόμη και στα συντάγματά τους. Το δίκαιο της ΕΕ ισχύει και στο εσωτερικό των κρατών-μελών και υπερέχει σε ισχύ από το εθνικό δίκαιο. Οι πολίτες των κρατών-μελών είναι και πολίτες της ΕΕ. Τέλος, τουλάχιστον το 85-90% της οικονομικής, της δημοσιονομικής και της κοινωνικής ζωής και πολιτικής ρυθμίζεται στις Βρυξέλλες. Αυτό το είχε επισημάνει ο Delors ήδη από το 1988. Επιπλέον δε, η Ένωση έχει χτίσει εδώ και δεκαετίες, και χτίζει συνεχώς μέσω της υπερεθνικής νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, μια ενιαία, πυκνή και γρανιτένια νομιμότητα, που επιβάλλεται στα κράτη-μέλη με ανυποχώρητη αυστηρότητα. Πρέπει δε να υπογραμμιστεί ότι η ενιαία αυτή νομιμότητα στηρίζεται στην ομοιογένεια νομιμότητας που υπάρχει σε όλα τα κράτη-μέλη.
Για να γίνουν πιο σαφή τα προβλήματα που θα δημιουργήσει η τυχόν ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, ας δούμε μερικά βασικά παραδείγματα από την πραγματικότητα λειτουργίας των δύο συστημάτων, από την πρακτική εφαρμογής των αρχών της δημοκρατίας και από την αντίληψη νομιμότητας που ισχύουν στις έννομες τάξεις της Ένωσης και του τουρκικού κράτους.
Πρώτο παράδειγμα
Όπως ήδη σημειώσαμε, τα βασικά όργανα της ΕΕ οργανώθηκαν και λειτουργούν συλλογικά, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας που έχει βάση το μέγεθος των λαών των κρατών-μελών. Έχει συγκροτηθεί, δηλαδή, και λειτουργεί το όλο σύστημα εξουσίας της Ένωσης στη βάση μιας συμφωνημένης από όλα τα κράτη-μέλη ποσοτικής ή ποσοστιαίας συμμετοχής σ’ αυτό, που διασφαλίζει την επίσης αποδεκτή από όλα ισορροπία δυνάμεων. Το σύστημα αυτό είναι θεσμοθετημένο και λειτουργεί από χρόνια χωρίς τριβές, παρά τη διαφορά ισχύος μεταξύ των μελών. Από την οργανωτική δομή της Ένωσης, προκύπτει αβίαστα ότι δεν υπολογίστηκαν για το σύστημα αυτό λαοί του μεγέθους της Τουρκίας.
Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί ότι η ένταξη ως πλήρους μέλους ενός κράτους με τόσο μεγάλο λαό όπως η Τουρκία θα ανατρέψει άρδην το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων στο όλο σύστημα εξουσίας της Ένωσης και θα μεταβληθεί ριζικά το status εξουσίας των παλαιών μελών. Η αρχή της αναλογικότητας, που έχει γίνει αποδεκτή από όλους, θα ανατραπεί. Για να μην γίνει αυτό, θα πρέπει να αλλάξει ολόκληρο το θεσμικό σύστημα συμμετοχής των κρατών-μελών στα κεντρικά όργανα εξουσίας της Ένωσης. Θα πρέπει, δηλαδή, να ανασυγκροτηθεί εξαρχής η ΕΕ, με αναδιανομή των εξουσιών στα κράτη-μέλη.
Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση, πώς θα παραβιαστεί η αρχή της αναλογικότητας εις βάρος της Τουρκίας; Αυτά όλα θα έχουν, ασφαλώς, απρόβλεπτες συνέπειες: Διαμόρφωση διαλυτικών και διχαστικών τάσεων, δημιουργία νέων εστιών εσωτερικής και διεθνούς εξάρτησης της Ευρώπης κ.ά. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι αυτά μπορεί να γίνουν εύκολα αποδεκτά όχι μόνο από τις σημερινές μεγάλες δυνάμεις της Ένωσης, αλλά και από τα μικρά κράτη-μέλη.
Δεύτερο παράδειγμα
Είναι γνωστό σε όλους ότι από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης και τα είκοσι επτά της ΕΕ, οι θεσμοί τους, το δίκαιό τους, η ερμηνεία και η εφαρμογή των νόμων τους, η έννοια των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη στην εφαρμογή τους, η αντίληψη των σχέσεων των φύλων, η αντίληψη της οικογένειας και της εκπαίδευσης, οι σχέσεις κράτους και θρησκείας και ολόκληρο το σύστημα νομιμότητας και θεσμών είναι σε όλη τους την έκταση και την ουσία κοσμικά. Πλήρως κοσμικό είναι και το σύστημα νομιμότητας της όλης ΕΕ, αφού, όπως είπαμε, διαπλάστηκε πάνω στις βάσεις των κρατών-μελών του. Αυτή η ομοιογένεια στην αντίληψη του δικαίου και των αρχών της δημοκρατίας δεν μπορεί να υπάρξει εύκολα και χωρίς τριβές, αν ενταχθεί Τουρκία στην ΕΕ. Η επίδραση της θρησκείας στη λειτουργία της δημοκρατίας και στο όλο πολιτικό σύστημα, καθώς και στο σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων στο κοινωνικό και το πολιτικό επίπεδο είναι πολύ ισχυρή στη γειτονική χώρα. Παρά τον σχετικά υψηλό βαθμό κοσμικότητας του τουρκικού ισλαμισμού, ή του νεοοθωμανισμού, οι συγκρούσεις μεταξύ κοσμικής και θρησκευτικής αντίληψης ως προς τη λειτουργία των θεσμών και την ερμηνεία του δικαίου στην πράξη θα είναι συνεχείς και καθημερινές. Η νομοθετική και η εν γένει ρυθμιστική πρακτική της Ένωσης και η νομολογία του Δικαστηρίου της θα είναι συνεχώς αντιμέτωπες με βαθιές συγκρούσεις σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού βίου. Και στις δύο πλευρές θα δημιουργείται συνεχώς καταπίεση συνείδησης: Καταπίεση κοσμικής συνείδησης νομιμότητας στην ΕΕ και καταπίεση θρησκευτικής και ηθικής συνείδησης στην τουρκική κοινωνία. Η καταπίεση αυτή θα έχει, ασφαλώς, αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές διαστάσεις – κάτι που δεν συμβιβάζεται με τη σύγχρονη αντίληψη της δημοκρατικής κοινωνίας που επιδιώκουν η Ένωση και οι λαοί της. Πρέπει δε να επισημάνομε και τον κίνδυνο οι θρησκευτικές αξιώσεις του τουρκικού μωαμεθανισμού να αναζωπυρώσουν και να τροφοδοτήσουν στις άλλες χώρες της ΕΕ αντίστοιχες θρησκευτικές αξιώσεις των Εκκλησιών και των θρησκευόμενων οπαδών των τριών χριστιανικών δογμάτων που επικρατούν σ’ αυτές, με αλυσιδωτή επέκταση σε όλες τις θρησκευτικές μειονότητες και ομάδες των ευρωπαϊκών λαών. Η αρχή της απαγόρευσης θρησκευτικών διακρίσεων θα ισχύσει, με τον τρόπο αυτό, προς αντίστροφη κατεύθυνση από εκείνη που έχει ο βασικός σκοπός της.
Τρίτο παράδειγμα
Η βαθιά πολιτική διάσταση μεταξύ του τουρκικού κράτους και του κουρδικού έθνους αποτελεί πολιτικό φαινόμενο, ανάλογο του οποίου δεν έχει αντιμετωπίσει μέχρι σήμερα το πολιτικό και το νομικό σύστημα της ΕΕ. Η πολιτική αυτή διάσταση ασφαλώς θα αποτελεί εστία και πηγή πολιτικών και νομικών προβλημάτων, τα οποία δεν θα είναι αμελητέα. Μέσω αυτού του προβλήματος, θα εισέλθει και θα δημιουργηθεί ένας νέος τομέας εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής στην ΕΕ με πολλά ακανθώδη ζητήματα. Το σημαντικότερο είναι ότι η εξωτερική πολιτική της Ένωσης θα εμπλακεί άμεσα με ένα από τα πολυπλοκότερα σε συγκρούσεις συμφερόντων πρόβλημα της διεθνούς πολιτικής σκακιέρας.
Τέταρτο παράδειγμα
Τα περισσότερα κράτη του κόσμου έχουν δημοκρατικά συντάγματα, αλλά δεν έχουν όλα δημοκρατία. Από αυτά που μπορεί να θεωρηθούν ότι έχουν δημοκρατία –με την έννοια εδώ της «αστικής δημοκρατίας» που ισχύει στην ΕΕ και στο Συμβούλιο της Ευρώπης– ορισμένα δεν έχουν πλήρη και αδιαμφισβήτητη εφαρμογή των θεσμών της και του δημοκρατικού συντάγματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις λέμε ότι υπάρχει ένας βαθμός «εικονικότητας» του συντάγματος. Υπάρχει, δηλαδή, σημαντική απόσταση ανάμεσα στις τυπικές διακηρύξεις και εγγυήσεις του συνταγματικού κειμένου και στην εφαρμογή τους στην πράξη. Με τα κριτήρια της «φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας» (χωρίς να λαμβάνομε εδώ υπόψη μας τα μεγάλα δημοκρατικά της ελλείμματα και τα σημεία της βαθιάς της κοινωνικοπολιτικής κρίσης) τα συντάγματα των κρατών-μελών της ΕΕ θεωρούνται ότι έχουν την πληρέστερη εφαρμογή των συνταγματικών τους αρχών και εγγυήσεων στην πράξη μεταξύ των δημοκρατιών του κόσμου. Αυτό δεν συμβαίνει και με την Τουρκική Δημοκρατία, η οποία παρουσιάζει σε πολλά σημεία έλλειμμα εφαρμογής του Συντάγματός της. Η διάσταση αυτή μεταξύ της συνταγματικής πραγματικότητας και γενικότερα της πραγματικότητας νομιμότητας που υπάρχει μεταξύ της Τουρκίας από το ένα μέρος και από το άλλο της ΕΕ, ως ενότητας και των κρατών-μελών της χωριστά, θα δημιουργήσει συγκρούσεις νομιμότητας ανάλογες με αυτές που επισημάναμε αμέσως πιο πάνω. Οι θέσεις της νομολογίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε πολλές περιπτώσεις του καθημερινού βίου που θα αφορούν την αντίληψη δημοκρατίας, ελευθερίας, ισότητας και δικαιωμάτων του ανθρώπου, δεν θα ανταποκρίνονται στη συνείδηση του μεγαλύτερου μέρους του τουρκικού λαού. Αντίθετα, θα δημιουργούν καταπιέσεις, που θα έχουν και πολιτικές συνέπειες για την ΕΕ.
Από τα λίγα αυτά παραδείγματα –υπάρχουν ασφαλώς και άλλα–, γίνεται φανερό ότι η αρχή της σχετικής ομοιογένειας, που υπάρχει σήμερα στη θεσμική συγκρότηση και λειτουργία της ΕΕ και είναι πια εδραιωμένη και αναγκαία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, θα διαταραχθεί βαθύτατα από την τυχόν ένταξη σ’ αυτή της Τουρκίας ως πλήρους μέλους. Η καταστατική δομή και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, που αποτελούν τα θεμέλια και τον πυρήνα της θεσμικής ισχύος της Ένωσης, θα έχουν να αντιμετωπίσουν σοβαρούς κλονισμούς και αναθεωρήσεις. Η ευρωπαϊκή νομιμότητα, που αποτελεί σήμερα το ισχυρότερο όπλο συνοχής της Ένωσης, θα υποστεί σοβαρή αποδυνάμωση. Γι’ αυτό, είναι απορίας άξιο πώς άρχισε καν «η ενταξιακή πορεία» της γειτονικής χώρας, πώς συνεχίζεται και πώς στηρίζεται από ορισμένα κράτη-μέλη, στα οποία ανήκουν η Ελλάδα και η Κύπρος. Είναι, ασφαλώς, γνωστοί οι λόγοι ειδικών συμφερόντων, που προβάλλονται για τη στήριξη της ένταξης. Πιθανόν όλοι να γνωρίζουν, τόσο οι σχεδιαστές αυτής της ενταξιακής πορείας, όσο και οι υποστηρικτές της, ότι πρόκειται για ένα διπλωματικά αναγκαίο ιντερμέτζο, που θα ακολουθήσει η τελική ειδική σχέση της Τουρκίας με την Ένωση. Αυτό, πάντως, που πρέπει να επισημανθεί ως κατακλείδα είναι ότι η ουσία και η ισχύς της ΕΕ βρίσκονται στα θεσμικά της θεμέλια. Αυτό αποτελεί την πρώτη πολιτική της Ένωσης.
Πειραιάς, Νοέμβριος 2009
του Γιώργου Ι. Κασιμάτη*
* Ο Γιώργος Ι. Κασιμάτης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.