Ό όσιος Μωϋσής έζησε στην Αίγυπτο και στην αρχή ήταν ληστής. Άλλα το φως της γνώσης και της μετάνοιας δεν άργησε να φωτίσει το δρόμο του. Ή μεγάλη επιείκεια πού έδειξε προς αυτόν κάποιος χριστιανός, ενώ αυτός τον είχε βλάψει, επέφερε στον Μωϋσή ψυχική ανακαίνιση. Πίστεψε, έγινε χριστιανός και κατόπιν μοναχός. Αγωνίστηκε σκληρά μέσα στην έρημο και απέκτησε μεγάλη πνευματική σύνεση και αρετή. Ή φήμη του έφερνε στο ερημητήριο του πολλούς χριστιανούς, πού άκουγαν με δέος τη διδασκαλία του κατά της υπερηφάνειας και της κατάκρισης. "Είμαι, έλεγε, ό χειρότερος των αμαρτωλών. Τα περασμένα μας αμαρτήματα πρέπει να τα έχουμε πάντα μπροστά μας και να λυπούμαστε γι΄αυτά. Αυτό είναι ή καλύτερη μέθοδος για να φυλάξουμε τον εαυτό μας με τη βοήθεια του Θεού ασφαλή. "Αν νομίσουμε ότι είμαστε πνευματικά όρθιοι, τότε ακριβώς είναι ό μεγάλος κίνδυνος μήπως πέσουμε. Για να μη φοβόμαστε το Θεό, οφείλουμε να φοβόμαστε πολύ τον εαυτό μας, δηλαδή τις αδυναμίες και τα πάθη μας". Με τέτοια αγία ζωή, ό Μωϋσής έφθασε στο 75ο έτος της ηλικίας του. Ώσπου ξαφνικά, ειδωλολάτρες ληστές εισέβαλαν στο σπήλαιο του και τον σκότωσαν με μαχαίρια. (Σύμφωνα όμως με την Συναξαριακή πηγή του Άγιου Νικόδημου, ό Άγιος Μωϋσής απεβίωσε ειρηνικά).