Γράφει ὁ Ἱεροκῆρυξ
Ἀρχιμ. Νικάνωρ Καραγιάννης
Τὸ μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ
στὴν γῆ μᾶς προτρέπει νὰ ζήσουμε ἡ γιορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ποὺ
πλησιάζει. Αὐτὸς ὁ ἐρχομὸς εἶναι μιὰ θεμελιώδης ἀφετηρία ποὺ βαθαίνει τὸ
νόημα τῆς ζωῆς καὶ τῆς ὕπαρξής μας καὶ ἀνανεώνει τὴν πίστη καὶ τὴν
ἐλπίδα μας στὴν ζωντανὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα μας καὶ γύρω
μας. Ἡ
Ἐκκλησία διακηρύσσει πανηγυρικὰ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ γίνει ὁ
ἄνθρωπος θεός. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια φωτίζει τὰ πιὸ σκοτεινὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς
μας. Αὐτὴ ἡ πίστη γίνεται πηγὴ χαρᾶς, ποὺ ἀνοίγει τὴν πόρτα τῆς ὕπαρξής
μας στὸν ὑπερβατικὸ κόσμο τοῦ Θεοῦ. Τὰ Εὐαγγέλια, μᾶς λέει ἡ σημερινὴ
περικοπή, περιγράφουν μὲ λιτὰ χρώματα τὴν παράδοξη γέννηση τοῦ Χριστοῦ,
τὴν προσδοκία καὶ τὴν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
θεολόγησαν φωτισμένα πάνω στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὑμνογράφοι
ἐγκωμίασαν ἐκστατικοὶ τὴν συγκατάβαση καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ
τὴν ἄνοδο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Δημιουργὸς γίνεται δημιούργημα. Ὁ Ἀόρατος
ὀρᾶται, ὁ Ἀνέγγιχτος ψηλαφίζεται, ὁ ἀσώματος Θεὸς λαμβάνει σῶμα, ὁ
Ἄναρχος ἀρχίζει ὡς Θεάνθρωπος τὴν ἐπίγεια ζωή Του. Ἔτσι λοιπόν «ὅτε ἦλθε
τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου», κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ, δηλαδὴ
ἀπὸ τὸ ἀσύλληπτο μυστήριο τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀγάπης Του, γιὰ νὰ
ἑνωθεῖ μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση, «καὶ μὴ ἐκστὰς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ
ἡμετέρου φυράματος». Εἰσέρχεται στὴν δική μας πραγματικότητα, μέσα στὸ
εἶναι μας καὶ στὴν ζωή μας. Ὁ Θεὸς διάλεξε τὸ πιὸ σκοτεινὸ σημεῖο τῆς
ἱστορίας, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὶς ὑποσχέσεις Του, σὲ ἕναν τόπο καὶ μὲ ἕναν
τρόπο ποὺ μᾶς προκαλεῖ κατάπληξη. Ὁ ἀκατάληπτος καὶ παράδοξος τρόπος μὲ
τὸν ὁποῖον ἦλθε ὁ Θεὸς στὴν γῆ μας, ἀλλὰ καὶ ἔρχεται κάθε φορὰ στὴν ζωὴ
μας, ἀνατρέπει τὰ ἀνθρώπινα δεδομένα καὶ ἐπιβεβαιώνει ὅτι «τὰ ἀδύνατα
παρ’ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστι». Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ «ἀνέτειλε
τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως», γιατὶ φανέρωσε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ
τοῦ τέλειου ἀνθρώπου. Μιὰ τέτοια γνώση εἶναι φῶς τῆς ψυχῆς. Νὰ γιατὶ ἡ
Σάρκωση τοῦ Θεοῦ, ὡς γνώση τῆς ἀπόλυτης ἀλήθειας, δὲν συγκρίνεται μὲ
καμιὰ ἄλλη γνώση καὶ ἀλήθεια τοῦ κόσμου, ἀφοῦ μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ
οὐρανὸς κατέβηκε στὴν γῆ καὶ ὁ ἄνθρωπος βρῆκε αὐτὸ ποὺ ἀναζητοῦσε τόσο
ἐπίμονα.Ἐμεῖς, οἱ πιστοί, καλούμαστε νὰ ζήσουμε αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς ἱστορίας ὡς τὸ θαῦμα τῆς δικῆς μας ὕπαρξης καὶ ζωῆς. Γιατὶ ὅσο ὁ «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης» δὲν ἀνατέλλει στὴν ψυχὴ μας, μάταια ἀναζητοῦμε νὰ βροῦμε μέσα στὸν κόσμο τὸν «τεχθέντα βασιλιὰ» τοῦ ὁράματος τῶν προφητειῶν καὶ τῆς βεβαιότητας τῶν Γραφῶν. Ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ εἶναι μιὰ διαρκὴς πρόσκληση νὰ ἀναγεννηθοῦμε πνευματικά. Ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση ἀποτελεῖ ἕνα ὑπαρξιακὸ γεγονὸς, ἕνα μέγιστο θαῦμα, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἕνα νέο πρόσωπο. Ἕνας διαπρεπὴς θεολόγος μὲ τὴν ρωμαλέα σκέψη του συνδέει τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ «ὡς παιδίον», ὅταν γράφει: «Οἱ λέξεις «παιδίον» καὶ «Θεὸς» εἶναι ἀποκαλυπτικὲς γιὰ τὸ μυστήριο τῶν Χριστουγέννων. Κατὰ κάποιον τρόπο, εἶναι ἕνα μυστήριο ποὺ ἀπευθύνεται στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ζεῖ μυστικὰ μέσα στὸν κάθε ἐνήλικο, στὸ παιδὶ ποὺ συνεχίζει νὰ ἀκούει ὅτι ὁ ἐνήλικος ἔχει πάψει νὰ ἀκούει καὶ ποὺ ἀνταποκρίνεται μὲ μιὰ χαρά, ποὺ ὁ ἐνήλικος μέσα στὸν ὑπερώριμο, κουρασμένο καὶ κυνικὸ κόσμο ποὺ ζεῖ ἀδυνατεῖ νὰ νιώσει». Ἄλλωστε ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιό Του μᾶς λέει: «Γέννησθε ὡς τὰ παιδία» (Ματθ.18,3). Μὲ τὴν φράση Του αὐτὴν δὲν ὑπαινίσσεται μόνο τὴν χαμένη ἀθωότητα καὶ ἀνεξικακία, ἀλλὰ μᾶς παρακινεῖ νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι κάθε φορὰ ποὺ γινόμαστε σὰν τὰ παιδιά, ξαναγεννιόμαστε πνευματικά, ἀφοῦ βρίσκουμε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε χάσει, δηλαδή τὴν δυνατότητα νὰ παραδινόμαστε σὲ αὐτὸ ποὺ ἀγαπᾶμε καὶ ἐμπιστευόμαστε. Ἔτσι μόνο ζοῦμε τήν ὑπέρβαση, τό θαῦμα, τό μυστήριο.
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἃς μὴ θρηνοῦμε τὸν κοσμικὸ ἑορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων. Τὴν κομματιασμένη εἰκόνα τοῦ κόσμου γύρω μας καὶ τὴν ἀμαυρωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας ἦρθε νὰ συμμαζέψει καὶ νὰ ἀναπλάσει ὁ «ἐν σπηλαίῳ γεννηθεὶς καὶ ἐν φάτνῃ ἀνακλιθεὶς Κύριος». Ἂν αὐτὸ μᾶς συγκλονίσει, θα ξαναγεννηθοῦμε μέσα μας, καὶ τότε μποροῦμε νά ἐλπίζουμε ὅτι θά ἀλλάξει καί ὁ κόσμος γύρω μας. Ἀμήν.
Το αλίευσα ΕΔΩ