Χ.Μ.Π.: Ὅσον ἀφορᾶ τὸ διορατικό του χάρισμα,
θὰ σᾶς πῶ τὴν περίπτωση ἑνὸς πλοιάρχου τοῦ ἑλληνικοῦ πολεμικοῦ
ναυτικοῦ, τὸν ὁποῖο συχνὰ συναντοῦσα στὸ Γέροντα Πορφύριο κι εἴχαμε
γίνει καὶ καλοὶ φίλοι.
Κάποτε, ποὺ εἶχε ἀργήσει πολὺ νὰ πάει στὸ Γέροντα Πορφύριο, τοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶχαν πάει σὲ μία ἀποστολὴ καὶ ὅτι τελικὰ εἶχαν καταφύγει σ’ ἕνα μυστικὸ μέρος, διότι δὲν ἤθελαν νὰ ξέρει κανεὶς ποῦ πῆγαν. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέρων Πορφύριος:
— Θὰ σὲ ρωτήσω κάτι. Ἐκεῖ, ποῦ εἴχατε μείνει, ὅταν κοιτάζατε πρὸς τὰ πάνω, δὲν βλέπατε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι;
Ἔμεινε μὲ τὸ στόμα ἀνοικτὸ ὁ πλοίαρχος καὶ θαύμασε, ποὺ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα οὐδὲν μένει κρυπτό.
Μία ἄλλη φορὰ πάλι ἕνας γνωστός μου, ποὺ βρισκόταν σὲ μία μικρὴ εὐρωπαϊκὴ πόλη, τηλεφώνησε στὸ Γέροντα Πορφύριο καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά του γιὰ κάποιο πρόβλημα, ποὺ ἀντιμετώπιζε. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέροντας:
— Ἐγὼ τώρα σὲ βλέπω. Ἐκεῖ, ποὺ εἶσαι, εἶναι θάλασσα καὶ γύρω-γύρω εἶναι πολλὲς μικρὲς πολυκατοικίες. Στὸ μέσο αὐτῶν τῶν πολυκατοικιῶν ὑπάρχει μία πολὺ ψηλὴ πολυκατοικία καὶ πίσω εἶναι ἕνα ψηλὸ βουνό.
Κ. Ι.: Πράγματι ἕνας, ποὺ δὲν γνώρισε τὸ Γέροντα Πορφύριο, θὰ δυσκολεύεται ἴσως νὰ τὰ πιστέψει ὅλα αὐτά.
Χ.Μ.Π.: Ἀπὸ τὴν Κύπρο τοῦ τηλεφώνησε κάποτε ἕνας, ἀπὸ κάποια ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Κύπρου. Ἐνῶ κουβέντιαζαν, τοῦ εἶπε αὐτὸς ὁ κύριος ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχε πάει ἐκδρομὴ σ’ ἕνα ἐκκλησάκι, κοντὰ στὸ ποτάμι. Ἔγινε τότε μεταξύ τους ὁ ἀκόλουθος διάλογος:
— Ὡραῖα. Κοίταξε τώρα δυτικά, πάνω ψηλά. Τί εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι περιτριγυρισμένο μ’ ἕνα τεῖχος;
— Ἐννοεῖτε τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, Γέροντα;
— Ναί, μπράβο. Παίρνουμε τώρα τὸ μικρὸ δρομάκι ἔξω ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι, στὰ δεξιὰ καὶ προχωροῦμε ἀρκετά, ὁπότε βρίσκουμε ἕνα πολὺ ὄμορφο στολίδι.
— Ἐννοεῖτε, Γέροντα, τὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς;
— Ἔτσι μπράβο.
Κ. Ι.: Εἶναι μοναδικὰ πράγματα αὐτά. Καὶ μᾶς θυμίζουν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα· ὁ μενῶν ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολὺν…».
Κάποτε, ποὺ εἶχε ἀργήσει πολὺ νὰ πάει στὸ Γέροντα Πορφύριο, τοῦ ἐξήγησε ὅτι εἶχαν πάει σὲ μία ἀποστολὴ καὶ ὅτι τελικὰ εἶχαν καταφύγει σ’ ἕνα μυστικὸ μέρος, διότι δὲν ἤθελαν νὰ ξέρει κανεὶς ποῦ πῆγαν. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέρων Πορφύριος:
— Θὰ σὲ ρωτήσω κάτι. Ἐκεῖ, ποῦ εἴχατε μείνει, ὅταν κοιτάζατε πρὸς τὰ πάνω, δὲν βλέπατε στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι;
Ἔμεινε μὲ τὸ στόμα ἀνοικτὸ ὁ πλοίαρχος καὶ θαύμασε, ποὺ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα οὐδὲν μένει κρυπτό.
Μία ἄλλη φορὰ πάλι ἕνας γνωστός μου, ποὺ βρισκόταν σὲ μία μικρὴ εὐρωπαϊκὴ πόλη, τηλεφώνησε στὸ Γέροντα Πορφύριο καὶ ζήτησε τὴ βοήθειά του γιὰ κάποιο πρόβλημα, ποὺ ἀντιμετώπιζε. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Γέροντας:
— Ἐγὼ τώρα σὲ βλέπω. Ἐκεῖ, ποὺ εἶσαι, εἶναι θάλασσα καὶ γύρω-γύρω εἶναι πολλὲς μικρὲς πολυκατοικίες. Στὸ μέσο αὐτῶν τῶν πολυκατοικιῶν ὑπάρχει μία πολὺ ψηλὴ πολυκατοικία καὶ πίσω εἶναι ἕνα ψηλὸ βουνό.
Κ. Ι.: Πράγματι ἕνας, ποὺ δὲν γνώρισε τὸ Γέροντα Πορφύριο, θὰ δυσκολεύεται ἴσως νὰ τὰ πιστέψει ὅλα αὐτά.
Χ.Μ.Π.: Ἀπὸ τὴν Κύπρο τοῦ τηλεφώνησε κάποτε ἕνας, ἀπὸ κάποια ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Κύπρου. Ἐνῶ κουβέντιαζαν, τοῦ εἶπε αὐτὸς ὁ κύριος ὅτι ἐκείνη τὴν ἡμέρα εἶχε πάει ἐκδρομὴ σ’ ἕνα ἐκκλησάκι, κοντὰ στὸ ποτάμι. Ἔγινε τότε μεταξύ τους ὁ ἀκόλουθος διάλογος:
— Ὡραῖα. Κοίταξε τώρα δυτικά, πάνω ψηλά. Τί εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι περιτριγυρισμένο μ’ ἕνα τεῖχος;
— Ἐννοεῖτε τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, Γέροντα;
— Ναί, μπράβο. Παίρνουμε τώρα τὸ μικρὸ δρομάκι ἔξω ἀπὸ τὸ ἐκκλησάκι, στὰ δεξιὰ καὶ προχωροῦμε ἀρκετά, ὁπότε βρίσκουμε ἕνα πολὺ ὄμορφο στολίδι.
— Ἐννοεῖτε, Γέροντα, τὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς;
— Ἔτσι μπράβο.
Κ. Ι.: Εἶναι μοναδικὰ πράγματα αὐτά. Καὶ μᾶς θυμίζουν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα· ὁ μενῶν ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολὺν…».
Το αλίευσα ΕΔΩ