Επιμονή
Το βλέμμα στης ψυχής μου τον καθρέπτη βύθισα
και πόνο μονάχα αντίκρισα, όνειδος κι αισχύνη.
Τα μάτια ευθύς το σκότος να ξορκίσω σφάλισα,
μα πιότερο ετρόμαξα απ’ της σιγής το βόμβο.
Στου σταυρωμένου ξύλου τη σκιά Tου στέκομαι
κατάματα τον Ήλιο μη τολμώντας να κοιτάξω.
Το πρώτο βήμα το ‘κανα, πoυ ως όρο εζητούσες,
στα μάτια Σου εκθέτοντας γυμνό τον εαυτό μου.
Τώρα, σειρά Σου είναι το χρέος Σου να κάμεις
και τη φθαρμένη εικόνα Σου, ψηλά ν’ ανασηκώσεις.
Κι αν κάποτε ξανά - χωρίς αιδώ - στα χαμηλά ξεπέσω,
στον βράχο αυτό τον ιερό ευθύς θα προσκυνήσω πάλι.
Στάχυς