Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

"Οι θησαυροί του δρόμου" της Margherita Kakany



     Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2013 στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ και συνδυάζεται απολύτως με το βίντεο της προηγούμενης ανάρτησης με τον Νιγηριανό που άνοιξε το μοναδικό Ελληνικό βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη. Παραθέτω την απορία της κας Ρίτας (συγγραφέας του άρθρου) και σίγουρα πολλών από εμάς. "Είναι απορίας άξιο γιατί εμείς οι ξένοι έχουμε τόσο πολύ αγάπη για την Ελληνική λογοτεχνία αλλά και για κάθε τι Ελληνικό και οι Έλληνες πολλές φορές πετούν τους θησαυρούς στο δρόμο (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς)".
Πριν από λίγες μέρες έστρωσα το σπίτι μου για τον χειμώνα. Σε όλα τα δωμάτια έχω τοποθετήσει στο πάτωμα βελέντζες, φλοκάτες, τα κρεβάτια τα έχω σκεπάσει με παραδοσιακά υφαντά και με κουβερλί που είναι πλεγμένο με το χέρι. Βγήκαν από το μπαούλο και τα δαντελωτά μαξιλάρια και τα τραπεζομάντηλα κεντημένα με
σταυροβελονιά και βρήκαν και αυτά την τιμητική τους θέση. Το σπίτι γέμισε με χρώματα χαρούμενα και θλιμμένα, έντονα και ξεθωριασμένα, χρώματα που συμβολίζουν την ίδια μας τη ζωή. Την αξιοζήλευτη προίκα μου όμως δεν μου χάρισε ούτε η μητέρα μου ούτε η πεθερά μου, αλλά ούτε την αγόρασα. Όταν μετακόμισα για μόνιμα στην Ελλάδα, ελάχιστα πράγματα έχω φέρει μαζί μου: μερικές δεκάδες βιβλία στη μητρική μου γλώσσα και μια βαλίτσα με τα πιο απαραίτητα προσωπικά μου αντικείμενα. Από τους πρώτους ανθρώπους που γνώρισα τότε, με χαρακτήρισαν «καημένη μπατίρισσα», επειδή παντρεύτηκα με τον Έλληνα σύζυγό μου χωρίς προίκα. Αυτό με πλήγωσε λιγάκι, όπως και πολλά άλλα παράξενα, που βρήκα στην Ελλάδα.
Θυμάμαι πως είχα ξαφνιαστεί όταν πρωτοείδα τι ωραία και χρήσιμα πράγματα πετάνε οι Έλληνες στον δρόμο, που δεν έχω δει πουθενά σε άλλες χώρες που έχω επισκεφτεί. Την πρώτη φορά ντρεπόμουνα πολύ να πλησιάσω τον κάδο των σκουπιδιών, όταν είδα δίπλα πεταμένο ένα χειροποίητο παραδοσιακό χαλάκι. Πρόσεχα να μη με δει κανείς, σαν να έχω κάνει έγκλημα μεγαλύτερο από αυτόν που το έχει πετάξει. Πήγα να το μαζέψω για να το πάρω μαζί μου. Όταν το ξεδίπλωσα στο σπίτι μου έμεινα με το στόμα ανοιχτό από την ομορφιά του και μου έκανε εντύπωση που ήταν τελείως αχρησιμοποίητο. Αυτό που για πρώτη φορά έκανα με ντροπή, σιγά - σιγά το έβλεπα σαν αποστολή - να γλιτώσω μερικούς θησαυρούς των Ελλήνων από τη χωματερή των αναμνήσεων. Άρχισα να κάνω πολύ μεγάλες βόλτες στην πόλη, και βρήκα όλο και περισσότερα αριστουργήματα στον δρόμο, που δημιούργησαν γυναίκες μιας άλλης εποχής, που τις προσδοκίες τους, τις ελπίδες τους και την αγάπη τους κέντησαν, πλέξανε, υφάνανε μέσα στα εργόχειρά τους για την επόμενη γενιά. Οι Ελληνίδες γιαγιάδες πίστευαν ότι όλα αυτά που έχουν κάνει με τόσο κόπο και υπομονή, θα διακοσμήσουν το σπίτι των παιδιών και των εγγονών τους, αλλά τελικά μερικά από αυτά τα πανέμορφα εργόχειρα τώρα τα χαίρεται μια ξένη... Από ό,τι κατάλαβα, κάποιοι άνθρωποι - ευτυχώς όχι όλοι - δεν είχαν την ίδια αισθητική αντίληψη με των προγόνων τους, και προτίμησαν να βάλουν στο σπίτι τους είδη προικός «Ασλάνη», «Μάκης Τσέλιος» και «Άνεμος», που τα πλήρωσαν ακριβά βέβαια, και την προίκα τους που τους έδωσαν για δώρο την ξεφόρτωσαν στον δρόμο.
Όσο ψάχνει κάποιος, κάτι θα βρίσκει. Έτσι, πολλές φορές βρέθηκα την κατάλληλη στιγμή στο κατάλληλο μέρος, για να βρω πράγματα που δεν περίμενα. Οι φίλοι μου που με επισκέπτονται, θαυμάζουν τα αρχοντικά μου σκαλιστά έπιπλα, που είχαν φιλοξενηθεί και αυτά στον δρόμο, αλλά αυτό που καμαρώνω περισσότερο είναι η βιβλιοθήκη μου.
Κάποτε που έκανα τη συνηθισμένη απογευματινή μου βόλτα με το ποδήλατό μου, βρέθηκα μπροστά σε μια ασυνήθιστη εικόνα - πολλά παλιά δερματόδετα βιβλία πεταμένα στο πεζοδρόμιο, - δίπλα σε μια μονοκατοικία. Σκέφτηκα: «Δεν είναι δυνατόν, μήπως έγινε λογομαχία ανάμεσα σε ένα ζευγάρι και από τα νεύρα τους οι άνθρωποι πετάνε ό,τι νάναι και τα βιβλία που αστόχησαν πετάχτηκαν από το παράθυρο». Για λίγα λεπτά παρακολούθησα το κτίριο, αλλά δεν ακούστηκε καθόλου φασαρία και έτσι πήρα το θάρρος και χτύπησα το κουδούνι. Μια ευγενική κυρία άνοιξε την πόρτα και την ρώτησα γιατί βρίσκονται τα βιβλία στο πεζοδρόμιο. Εκείνη μου είπε ότι τα βιβλία τα έχουν βαρεθεί, δεν τα θέλουν πια, γιατί πιάνουν πολύ σκόνη και τα έχουν βγάλει στο πεζοδρόμιο από το πρωί μήπως ενδιαφερθεί κανείς να τα πάρει, καθώς ο κάδος ανακύκλωσης είναι πολύ μακριά... Για καλή μου τύχη δεν ενδιαφέρθηκε κανείς όλη μέρα και γέμισα πολλά χαρτοκιβώτια με δυσεύρετα, ιστορικά και λογοτεχνικά βιβλία και με μια σπάνια έκδοση της ελληνικής μυθολογίας με γκραβούρες. Τα έργα του Καζαντζάκη και του Παπαδιαμάντη τα είχα βάλει στο σακίδιό μου και είχε καμπουριάσει η πλάτη μου από τη βαριά πολιτιστική κληρονομιά.
Έτσι κουβαλούσα - σαν μουλάρι - τους θησαυρούς μου, κυλώντας το πολύ φορτωμένο ποδήλατό μου χιλιόμετρα μακριά μέχρι το σπίτι μου και ένιωσα τρισευτυχισμένη.Φυσικά η κυρία κουνούσε το κεφάλι της και απορούσε, τι θα κάνει με τόσα βιβλία μια ξένη που μιλάει σπαστά ελληνικά και ίσως ούτε να διαβάζει ξέρει...
Και όμως! Διαβάζω κάθε μέρα ελληνικά, όχι μόνο για να μορφωθώ περισσότερο, αλλά και να μάθω καλύτερα την ελληνική γλώσσα, που για μένα μοιάζει με Πλατωνικό έρωτα: για πάντα παραμένει άπιαστος και ανεκπλήρωτος. Η ελληνική γλώσσα είναι τόσο πλούσια, που δεν φτάνει όλη μου η ζωή για να τη μάθω και αυτό με κάνει να την αγαπώ ακόμα περισσότερο.
Τα τελευταία δύο χρόνια τα ευρήματα μου λιγοστέψανε πάρα πολύ. Ίσως ο κόσμος κατάλαβε πια ότι ούτε το πιο ακριβό χαλί «Buhara» ζεσταίνει τόσο πολύ όπως η βελέντζα της γιαγιάς και είναι η καλύτερη συντροφιά το να διαβάζει κανείς ένα καλό βιβλίο. Μετά από δύο δεκαετίες η πλούσια συλλογή μου ολοκληρώθηκε, δεν είμαι «καημένη μπατίρισσα» πια. Ευχαριστώ τον Θεό που με φρόντισε με ένα ιδιαίτερο τρόπο: να βρω την προίκα μου στη Λάρισα - στον δρόμο!
Margherita Kakany

Το αλίευσα ΕΔΩ
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

Οι αναρτήσεις στο ¨Παζλ Ενημέρωσης¨

Παζλ Ενημέρωσης