ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΑ
ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ
Ιωάννου Δ. Κορδορούμπα
Φελαχολαούς ονομάζει ο Σπέγκλερ τους πολιτιστικά ξεπεσμένους λαούς. Ένας τέτοιος λαός λοιπόν, κατά τον Κρητικό Καζαντζάκη, είμαστε κι’ εμείς οι Έλληνες. Γι’ αυτό και «δεν θ’ αρχότανε να ζητήσει τους Έλληνες για να κηρύξει τη λύση που θα μπορούσε να σώσει τη σημερινή ψυχή — τότε τουλάχιστον το 1920 — γιατί οι τοτινοί άνθρωποι στην Ελλάδα, ήταν ακόμα απροετοίμαστοι ν’ ακούσουν μια ιδέα και να ταραχτούνε· ήταν μικροί εμποράκοι, δασκαλάκοι, άναντροι» (Α. Υπ. 180).
Η
αλήθεια είναι ότι, πραγματικά τότε οι άνθρωποι στην Ελλάδα σαν...
δασκαλάκοι που ήταν είχαν στέρεες πεποιθήσεις κι’ ιδανικά και με το
δίκηο του εκφράζει τη δυσπιστία του γι’ αυτούς. Αν όμως ζούσε σήμερα,
που οι ιδέες του πέρασαν ακόμα και σε κληρικούς, δε θα ’λεγε τα ίδια και
δε θ’ αναγκαζότανε να κάνη αυτό το διαχωρισμό. Αλλά ας δούμε το γράμμα
του απ’ την αρχή.
«Δεν ξέρω καλά ή κακά, έχω ξεφύγει απ’ τα
σύνορα της Ελληνικής πατρίδας. Ναι είμαι απ’ την Ελληνική ράτσα κι’ ο
ξεπεσμός της είναι και δικός μου ξεπεσμός... Μα πάλι λέω, νιώθω πως η
Κρητική μας ράτσα δεν είναι Ελληνική».
Κάτι ανάλογο είχε πει και στον ANDRE ΜΙRAMBEL:
«Είμαι Κρητικός κι’ έπειτα Ρωμηός» (Ν.Ε. 106).
Και για να ξεκαθαρίση εντελώς το θέμα του διαχωρισμού θα πη αλλού: «Φρικώδεις βέβαια είναι και οι Κρητικοί, μα γιατί παρασύρθηκαν απ’ την Ελλαδική αθλιότητα» (Βρετ. 82).
Την
παραπάνω διάκριση θα τη συναντήσουμε και πάλι ακόμα πιο ξεκάθαρα. Τώρα,
για να μη θεωρηθή δική μου επινόηση ο... τιμητικός τίτλος του Ελληνικού
λαού, στην αρχή του κεφαλαίου είναι ανάγκη να διαβάσουμε το γράμμα του
Καζαντζάκη που έστειλε στον Πρεβελλάκη το 1927 απ’ τη Μόσχα:
«Ξαναθωρώ
ό,τι τόσο αγάπησα τους χρυσούς τρούλους, τους σκοτεινούς άντρες, τις
άγριες επικίντυνες γυναίκες τα ασιατικά ζυγωματικά. Πόσο μακρυά
βρίσκεσαι εδώ απ’ την επιπόλαιη φτενή, μικρόμυαλη, μικρόψυχη Ελλάδα. Τι ντροπή ν’ ανήκεις
σε μια ράτσα ξεπεσμένη, ξεπλυμένη, φελάχα. Πρέπει όλα αυτά να τα
νικήσουμε, να ξεφύγουμε, να πολεμήσουμε μέσα μας, ό,τι μας σμίγει με το
ρωμαίικο αίμα» (Γραμ. 41, σελ. 56).
Μόνο
ένας Καζαντζάκης θα μπορούσε να χρησιμοποιήση τόσο επιτυχημένους
χαρακτηρισμούς για να εκφράση την αηδία του αλλά και τον πόθο του να
ξεκόψη τελείως απ’ την Ελλάδα. και το κατώρθωσε, όπως διαπιστώνει και η Λ. Ζωγράφου:
«Θα
φύγει απ’ την Ελλάδα χωρίς να τη βοηθήσει. Ας μην ξεγελιόμαστε. Ο
Καζαντζάκης λιποτάχτησε απ’ την Ελλάδα, όπως και από κάθε
πραγματικότητα της ζωής» (σελ. 55-56).
Τη
λιποταξία του δε αυτή ή τη σιχαμάρα του προς την Ελλάδα, εκτός απ’ τα
γράμματά του που παραθέτω πιο κάτω, θα την επιβεβαίωση ο ίδιος και με
έμμεσο τρόπο... ποιητική αδεία, δια στόματος του ήρωά του Καραγιάννη...
που ήταν απ’ την Κρήτη, στο μυθιστόρημα του «Ζορμπάς» (σελ. 172,173).
«Μισώ τους Ευρωπαίους, μα περισσότερο απ’ όλους μισώ τους Ρωμηούς και το Ρωμαίικο... Για να μην τους βλέπω... έφυγα για πάντα απ’ την πατρίδα... στην ταφόπετρα χάραξα μονάχος μου με χοντρά κεφαλαία γράμματα:
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΕΝΑΣ ΡΩΜΙΟΣ ΠΟΥ ΣΙΧΑΙΝΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΡΩΜΙΟΥΣ».
Η δε πρώτη φράση που έμαθε στο γυιό του ήταν «φτου σου Ρωμιοσύνη» (174).
Έτσι
ένιωθε ο μεγάλος αυτός πατριώτης για την Ελλάδα και τους Έλληνες, τους
οποίους είχε βάλει στο στόχαστρό του απ’ τα πρώτα ακόμα βήματα της
λογοτεχνικής του σταδιοδρομίας (1907). Όταν έγραψε τότε το θεατρικό του
έργο «Πρωτομάστορας» και ενώ αυτό βραβεύτηκε στο διαγωνισμό, όμως,
επειδή δεν ασχολήθηκαν οι διάφοροι κριτικοί όσο θα άρμοζε σ’ έναν
εκκολαπτόμενο κολοσσό, μη υποφέροντας τη σιωπή επιτίθεται με βιαιότητα
εναντίον των διανοουμένων της εποχής επειδή δεν τον προσέχουν.
Σχολιάζοντας δε αυτή τη συμπεριφορά του η Λ. Ζωγράφου γράφει στις σελ.
51, 52:
«Ο
Καζαντζάκης αγανακτεί και βρίζει τους πάντες γιατί δεν τον προσέχουν.
Είναι σχεδόν πρωτοφανές να ξεσηκώνεται ένας καλλιτέχνης και να φτύνει
βρισιές στους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής επειδή δεν τον
προσέχουν. Ολόκληρη η Ρωμιοσύνη θα γίνη απ’ τη στιγμή εκείνη εχθρός...».
Αλλά
ας πάρουμε με τη σειρά τα γράμματά του που στέλνει στον Πρεβελλάκη, για
να δούμε πόσο αγαπούσε την πατρίδα του, που κάθε τόσο μας τσαμπουνάνε
οι διάφοροι θαυμαστές του.
Απ’ το Χάρκοβο στις 17/11/1927: «Πρέπει με κάθε τρόπο να βρω μέσο να ζήσω μακρυά απ’ την Ελλάδα...» (Γράμ. 42).
Απ’ το Σοχούμ στη 1/12/1928: «Αχ να μην αγαπούσα τόσο πολύ την Ελληνική δημοτική γλώσσα να μην ξαναγυρίσω στην Ελλάδα!...» (Γράμ. 70).
Απ’
τη Μόσχα στις 9/4/1929, γράφει πάλι στον ίδιο — που είναι πιθανόν να
του είχε προτείνει συνάντηση στο Παρίσι και του απαντά: «Προτιμώ τη Γερμανία απ’ τη Γαλλία. Το Παρίσι μυρίζει πολλή Ελλάδα και η Ελλάδα — οι Έλληνες μου είναι μισητή...» (Γράμ. 79). Και η απλή θύμηση δηλαδή της Ελλάδας και των Ελλήνων του είναι αποκρουστική.
Απ’ το Κόττεσγκαμπ στις 28/5/1929: «Μακάρι
να κοπεί κάθε μου πιθανότητα εργασίας στην Ελλάδα. Μακάρι να μη γύριζα
ποτέ. Δεν τη θέλω, μονάχα η Κρήτη με κατέχει ακόμα και πάντα» (Γράμ. 83).
Απ’
το ίδιο μέρος πάλι στις 17/6/1929, θα κάμη και μια προφητεία που
ίσως... ευτυχήσουμε να διαπιστώσουμε την εκπλήρωσή της στις μέρες μας
με τον κατήφορο που πήραμε: «Πηγαίνοντας στο Βλαδιβοστόκ, μέσα στους φοβερούς πάγους της Σιβηρίας, διόρθωσα μερικούς στίχους (στην Οδύσσεια) έγιναν άρτιοι, κι’ αν έτσι όλοι πετύχουν, η ψυχή μου σώθηκε για το λίγο διάστημα που θα λαλιέται η Ελληνική γλώσσα...».
Πως μπορεί κανείς να μείνη ασυγκίνητος με τις... ενθαρρυντικές και αισιόδοξες αυτές προβλέψεις!
Και συνεχίζουμε την ανάγνωση των γραμμάτων του με τα... φλογερά του αισθήματα για τους συμπατριώτες του:
Απ’ το Παρίσι στις 21/4/1930: «Μονάχα Οβραίους και Ρούσους μπορώ να νοιώσω αδελφούς» (Γράμ. 105).
Απ’ τη Νίκαια στις 27/8/1930: «Η χαρά μου που θα σάς δω ελαττώνει τη δυσφορία μου πολύ που θα δω την Ελλάδα» (Γράμ. 117). Όχι δηλαδή μόνο αμέσως αλλά και εμμέσως, και εξ αντανακλάσεως ακόμα, σιχαίνεται τους Έλληνες.
Και η αποστροφή του προς την Ελλάδα, συνεχίζεται αμείωτη. Επικαλείται πάλι την Κρητική του καταγωγή, δόξαν Φαλμεράϋερ ζηλώσας.
«Εμείς είμαστε Κρητικοί, κάτι διαφορετικό απ’ τους Ευρωπαίους και τους Έλληνες — Αφρικανοί, ψυχές όλο φλόγα, όλο Greco...» (γράμ. 142).
Συνιστά κατόπιν τούτου στον Πρεβελλάκη απ’ το Κόττεσγκαμπ την 23/3/1932 «να κάνουν τα πάντα να μη γυρίσουν στην Ελλάδα, γιατί η επιστροφή τους αυτή σίγουρα θα είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω». Και με το 151ο γράμμα του τον βεβαιώνει ότι «θα κάμει ό,τι μπορεί να κρατηθούν μακρυά απ’ την Ελλάδα».
Και το μίσος του διαρκώς και ξεχύνεται ασυγκράτητο. Απ’ την Αίγινα αυτή τη φορά στις 8/3/ 1934: «Ο Φιλήντας
πέθανε. Η Ελλάδα μίκρανε. Τώρα που την σολλογούμαι με κυριεύει η οργή
και η αηδία για τους Ρωμιούς. Ποτέ δεν τους μίσησα και δεν τους σιχάθηκα
τόσο» (Γράμ. 204).
Δεν
θα κορεσθή όμως το μίσος και η αηδία του για την Ελλάδα και τους
Έλληνες ούτε και στα γεράματά του, και στις 22/10/1951 θα ανανεώση τα
αισθήματά του αυτά με γράμμα του απ’ τη VILLA MANOLITA. «Ολοένα η
λαχτάρα να μη γυρίσω στην Ελλάδα μεγαλώνει, ολοένα όταν συλλογίζουμαι
τους γραμματιζούμενους Έλληνες ανατριχιάζω, διαβάζω τα περιοδικά τους,
κάποτε τα γράμματά τους, η αηδία πληθαίνει· τίποτε απ’ ό,τι τους ενδιαφέρει δεν μ’ ενδιαφέρει, κανένα απ’ τα προβλήματά τους τα πνευματικά δεν μ’ απασχολεί» (Γράμ. 372).
Φαίνεται
ότι ο έρωτας και το μίσος εκφράζονται με το ίδιο πάθος και
χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις· μόνο ένα δυνατό συναίσθημα χρειάζεται
λέξεις επιγραμματικές για να εκφραστή με πληρότητα, και η «λαχτάρα»
είναι η μοναδική λέξη που μπορούσε να περιλάβη όλο το φάσμα των
αισθημάτων του.
Και
τέλος απ’ την Αντίπολη στις 3/5/1954, τρία χρόνια δηλαδή πριν απ’ το
θάνατό του, τότε που είχε ξεσηκωθή ο χριστιανικός κόσμος με το
τερατούργημά του που τελευταία ο Σκορτσέζε το παρουσίασε και στην
Αθήνα, θα επισφραγίση τα αισθήματά του για την Ελλάδα: «Τι
ξεπεσμένη κι η πνευματική κι η ηθική Ελλάδα για να με θεωρούν ανήθικο
και προδότη. Γρήγορα περιμένω κι η ορθόδοξη Εκκλησία να με αφορίσει» (είχε αφορισθή τότε απ’ τη Δυτική Εκκλησία).
Ασφαλώς
ο πολύς κόσμος, που εν αγνοία του τιμά και θαυμάζει τον ταλαντούχο
Καζαντζάκη, δε γνωρίζει τι αισθήματα έτρεφε για την Ελλάδα. Μια μικρή
μερίδα διανοουμένων μόνο εγνώριζε και γνωρίζει, κι’ απ’ αυτούς
ελάχιστοι είναι εκείνοι που δημοσία εκαυτηρίασαν τον ανθελληνισμό του.
Άλλοι πάλι δυσαρεστηθήκανε που ήρθανε στο φως τα γράμματά του αυτά και
διερωτηθήκανε, γιατί τάχα να τα εδημοσίευσε ο Πρεβελλάκης, και «είναι
πάμπολοι αυτοί που κρίνουν επιζήμια την έκδοσή τους» (Αλεξ. 387), γιατί
σίγουρα έτσι αμαυρώνεται η φήμη του και ξεπέφτει στη συνείδηση του
πολλού κοινού.
Τελειώνοντας το κεφάλαιο τούτο θα ήθελα να εκφράσω μια δικαιολογημένη απορία.
Όπως
είναι γνωστό το 1912 οι Κρήτες Βουλευτές, φλεγόμενοι από πατριωτικό
ενθουσιασμό, επιχειρήσανε πραξικοπηματικά να μπουν στη Βουλή των
Ελλήνων για να παρεδρεύσουν με τους Έλληνες Βουλευτές, εκβιάζοντας μ’
αυτό τον τρόπο την πολυπόθητη Ένωση.
Εμποδίστηκαν
όμως βίαια απ’ το Βενιζέλο, που διαισθανότανε τον άμεσο κίνδυνο που
διέτρεχε η χώρα να εμπλακή πρώιμα σε πόλεμο με την Τουρκία. αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να ψυχρανθή με πολλούς πολιτικούς του φίλους και να ξεσηκωθή ο τύπος εναντίον του.
Αν
λοιπόν αυτό το επεισόδιο — που κυριολεκτικά έσωσε τότε την Ελλάδα από
ένα τρομακτικό κίνδυνο — εξώργισε τους Κρητικούς σε σημείο που να
μισήσουν το συμπατριώτη τους, πως θα αισθανότανε σήμερα, αν κάποιος τους
έλεγε:
«Δεν είστε Έλληνες, αλλά κατ’ ευθείαν απόγονοι Αφρικανών και Σαρακηνών πειρατών»;
Ασφαλώς
ο Κρητικός λαός, που γέμισε τις σελίδες της ιστορίας με κατορθώματα
αφθάστου ηρωισμού και μεγαλείου - στο πάνθεο των οποίων θα σελαγίζη σα
φωτεινό μετέωρο το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου για να καταυγάζη την
Οικουμένη —, αν εγνώριζε με τι περιφρόνηση εκφραζότανε ο συμπατριώτης
των για την Ελληνική ράτσα, σίγουρα θα τον είχαν αποκηρύξει.
Οι
διανοούμενοι όμως Κρητικοί, όσοι τουλάχιστον εγνώριζαν το περιεχόμενο
του 142 γράμματός του στον Πρεβελλάκη: «... όλοι Οβραίοι, εγώ μόνο
Έλληνας, όχι Έλληνας Κρητικός», πως μείνανε απαθείς και αδιαμαρτύρητα
δεχτήκανε το διαχωρισμό τους αυτόν, αντί να στιγματίσουν την κυνική του
διακήρυξη για την αυτοτέλεια της Κρητικής ράτσας;
Και
αν τη φράση αυτή θελήσουν να την εμφανίσουν σαν απλό σχήμα λόγου για
να τονιστή η Κρητική του καταγωγή, τότε η φράση του σύμφωνα με την οποία
η Ελληνική ράτσα έπαιξε τον επαίσχυντο ρόλο του... προαγωγού της
Κρητικής πως αλλιώς μπορεί να ερμηνευτή αν όχι, όπως ακριβώς
διατυπώνεται!;
«Φρικώδεις βέβαια είναι και οι Κρητικοί, μα γιατί παρασύρθηκαν απ’ την Ελλαδική αθλιότητα» (Βρετ. 82).
Αλλά πάλι θα ρωτούσε κανείς για τι είδους Ελλαδική αθλιότητα μιλάει, αφού «Ελλάδα
είναι μερικοί ελάχιστοι άνθρωποι, η αξία των οποίων και προσδιορίζει
τη δική της αξία! Εκτός και αν η αθλιότητα αυτή αναφέρεται στο πλήθος,
που χρησιμεύει μόνο όπως χρησιμεύουν τα μηδενικά στις μονάδες» (Ζωγρ. 194).
Φαίνεται
όμως ότι στους Πάπες της λογοτεχνίας αναγνωρίζεται το δικαίωμα όχι μόνο
της... ποιητικής άδειας να λένε και να γράφουν ό,τι τους καπνίση αλλά
και η... ασυλία για ό,τι αισθάνονται και γράφουν.
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΤΟ «ΠΙΣΤΕΥΩ» ΤΟΥ Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ (σελ. 235-243)
Copyright Αδελφότης «Ο Σταυρός», Ζωοδ. Πηγής 44, 10681 Αθήνα»