Είμαστε ένα έθνος που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, (λόγω της ιδεολογικής κατασκευής περί αδιάσπαστης συνέχειας του Ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα) και εξηγεί τα μεγάλα στραπάτσα που έχει υποστεί στη διαδρομή του χρόνου, επιστρατεύοντας τη θεωρία που λέει ότι οι ξένοι μας επιβουλεύονται και απεργάζονται την καταστροφή μας.
Θυμόμαστε
και επικαλούμαστε μόνο τις ολέθριες για τη χώρα παρεμβάσεις των ξένων
(φυσικά κατόπιν προσκλήσεως ιθαγενών δυνάμεων) και ξεχνούμε πολύ βολικά
τις σωτήριες επεμβάσεις τους σε κρίσιμες φάσεις της ιστορίας μας
(Ναβαρίνο 1827, ατυχής πόλεμος 1897). Το ζητούμενο δεν είναι να βάλουμε
στη ζυγαριά τις μεν και τις δε και να καταλήξουμε σ’ ένα συμπέρασμα.
Υπάρχουν ισχυρές απόψεις υπέρ και κατά των συγκεκριμένων ερμηνευτικών
εκδοχών. Το ζητούμενο σήμερα είναι αν έχουν βάση οι...
καταγγελίες που προέρχονται από διάφορες πλευρές ότι με τα Μνημόνια εκχωρείται τμήμα της εθνικής κυριαρχίας στους ξένους. Η απάντηση είναι «ναι».
Πράγματι, είμαστε κράτος περιορισμένης ευθύνης. Πράγματι, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει την ισχύ να πάρει αποφάσεις που πηγαίνουν κόντρα στα στενά συμφέροντα των δανειστών μας. Μπορεί τώρα η κατάσταση να είναι ακραία, ωστόσο εκχώρηση κυριαρχίας (με την ευρεία έννοια του όρου) είχαμε και όταν μπήκαμε στο ΝΑΤΟ και όταν ενταχθήκαμε στην ΕΟΚ. Όταν για πολιτικούς, ιδεολογικούς ή γεωπολιτικούς λόγους επιλέγεις να συμμετάσχεις σε μια διεθνή συλλογικότητα είσαι αναγκασμένος να κινηθείς εντός του πλαισίου που ορίζουν οι κανόνες λειτουργίας της.
Διαφορετικά, ας μην συμμετείχες. Για παράδειγμα, είσαι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αυτό -εκτός από δικαιώματα- συνεπάγεται και ορισμένες υποχρεώσεις. Δεν μπορείς ν’ ασκήσεις νομισματική πολιτική της αρεσκείας σου, δεν μπορείς να βάλεις δασμούς στα προϊόντα που παράγονται στις χώρες –μέλη της Ένωσης για να ενισχύσεις την εγχώρια οικονομία. Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν ανήκε εξ ολοκλήρου στους Έλληνες ούτε και την περίοδο της ρητορικής πλειοδοσίας σ’ ό,τι αφορά την εθνική ανεξαρτησία που συνοψίστηκε στο δημοφιλές και αειθαλές σύνθημα «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες».
Τα περί αυτοδύναμης και εθνικά υπερήφανης εξωτερικής πολιτικής ήταν ένας αλεξητήριος μύθος. Ο εμπνευστής αυτής της «πατριωτικής πολιτικής» (Ανδρέας Παπανδρέου), παρά το γεγονός ότι ξιφουλκούσε από τα μπαλκόνια εναντίον της ξένης εξάρτησης και αναζητούσε διεξόδους, άλλοτε στο κίνημα των Αδεσμεύτων και άλλοτε στον «Αραβικό εθνικισμό», ούτε από την ΕΟΚ αποχώρησε, ούτε από το ΝΑΤΟ δραπέτευσε, ούτε τις αμερικανικές βάσεις έδιωξε.}
Και δυστυχώς για τους φανατικούς οπαδούς του, επί ηγεμονίας του το χρέος της χώρας εκτοξεύθηκε στα ύψη ως αποτέλεσμα της προσφυγής στον ξένο δανεισμό για να ικανοποιηθούν οι καταναλωτικές ανάγκες του μαζικού ακροατηρίου του. Όταν, όμως, καταφεύγεις στο δανεισμό γιατί οι παραγωγικές δυνατότητες της χώρας δεν επαρκούν για να καλυφθούν οι επιθυμίες των πολιτών (αφού, βεβαίως, προηγουμένως τις είχες καλλιεργήσει υποσχόμενος λαγούς με πετραχήλια), είναι σαν να προικοδοτείς τους δανειστές σου με την εξουσία να καθορίζουν αυτοί τη δική σου πορεία, σχεδόν ερήμην σου.
Και θα το κάνουν με μοναδικό κριτήριο την εξυπηρέτηση των επιδιώξεων τους. Τα περί κοινοτικής αλληλεγγύης που διακινούνται από τους εραστές της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας, παραπέμπουν σε μια ιδεατή εικόνα, η οποία για την ώρα υπάρχει μόνο στα σχετικά εγχειρίδια.
Απέχουμε πολύ απ’ αυτόν το στόχο. Σήμερα, πολύ περισσότερο από ποτέ (με εξαίρεση, ίσως, την εποχή της απροκάλυπτης κηδεμονίας από τις ΗΠΑ), η πολιτική ηγεσία της χώρας δεν είναι σε θέση να κινηθεί χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των εταίρων μας. Από τη στιγμή που δεν κάνει την επιλογή να φύγει από τους υπερεθνικούς οργανισμούς, είναι υποχρεωμένη να χορεύει όπως της βαρούν.
Σήμερα, πολύ περισσότερο από ποτέ, ισχύει για την Ελλάδα η περίφημη φράση του Θουκυδίδη ότι «οι ισχυροί κάνουν ό,τι μπορούν, οι αδύναμοι κάνουν ό,τι οφείλουν». Είμαστε, όντως, αδύναμοι. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε και υποταγμένοι. Και σε άλλες εποχές συνέβαινε αυτό, ωστόσο υπήρχαν ηγεσίες οι οποίες και σχέδιο διέθεταν και όραμα είχαν και τις κατάλληλες συμμαχίες οικοδόμησαν στο διεθνές περιβάλλον. Εκμεταλλεύτηκαν τις περιστάσεις, αξιοποίησαν τους συσχετισμούς και πέτυχαν να βρεθούν με την πλευρά των νικητών την ώρα του απολογισμού.
Φοβάμαι ότι σήμερα και οι τρεις προϋποθέσεις (όραμα, σχέδιο, ικανή ηγεσία) απουσιάζουν.
*Ο Τάσος Παππάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Είναι πτυχιούχος του Παντείου πανεπιστημίου και του «Δημοσιογραφικού Εργαστηρίου». Δημοσιογραφεί από το 1984. Είναι πολιτικός συντάκτης στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» ,αρχισυντάκτης στο δημοτικό σταθμό «Αθήνα 9,84» και αρθρογράφος στην επιθεώρηση «Διεθνής και Ευρωπαϊκή Πολιτική». Έχει συνεργαστεί επί σειρά ετών με τα περιοδικά «Αντί» και «Διαβάζω». Έχει γράψει τα βιβλία:«Η χίμαιρα της μεγάλης Αριστεράς» [Δελφίνι 1993], «Ελλάδα-Τουρκία μια προαιώνια διαμάχη» [Ελληνικά Γράμματα 1998], «Ορθόδοξος Καισαροπαπισμός» [Κάκτος 2001], «17 Νοέμβρη: από το μύθο στην πραγματικότητα» [Ελληνικά Γράμματα 2002], «Το ΠΑΣΟΚ του μέλλοντός τους» [Πόλις 2004],«Ποιά Αριστερά, Ποιά Δεξιά» [Πόλις 2006], «Αμήχανη Αριστερά και οικονομική κρίση» [Πόλις 2010].
aixmi.gr Το αλίευσα ΕΔΩ http://www.epirus-ellas.gr/2011/07/blog-post_7174.html