Το χρηματιστήριο της Ιστανμπούλ ξεκίνησε φέτος δείκτη για τις τράπεζες και επιχειρήσεις που συμμορφώνονται με την Σαρία. [Reuters] |
Έχει διαδοθεί ευρέως ότι οι τράπεζες αυτές δεν χρεώνουν τόκο, ή "ρίμπα", επειδή αυτό απαγορεύεται από το ισλαμικό δίκαιο. Ο πραγματικός μηχανισμός της λειτουργίας των τραπεζών, ωστόσο, και οι τρόποι με τους οποίους διαφοροποιούνται από τον παραδοσιακό χρηματοπιστωτικό τομέα, εξακολουθούν να είναι πολύ λίγο κατανοητά.
Τέσσερις συμμετέχουσες τράπεζες λειτουργούν σήμερα στην Τουρκία. Αυτές είναι οι: al Baraka, Bank Asya, Kuveyt Türk και η Türkiye Finans. Όπως και τα παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι τράπεζες αυτές προσφέρουν ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων και λογαριασμούς ταμιευτηρίου και επιταγών, χρηματοδότησης στέγασης και αυτοκινήτων, ακόμα και ισλαμικά ομόλογα, ή "σουκούκ", τα οποία διατίθενται μέσω της Kuveyt Turk.
Ωστόσο, για κάθε μια από αυτές τις υπηρεσίες, έχει αναπτυχθεί ένας εναλλακτικός μηχανισμός κερδοφορίας, χωρίς να παραβιάζεται το ισλαμικό δίκαιο για τις συναλλαγές και το εμπόριο.
Για παράδειγμα, οι πελάτες που έχουν λογαριασμούς ταμιευτηρίου σε συμμετέχουσες τράπεζες δεν λαμβάνουν μηνιαίες πληρωμές από τόκους με βάσει ενός συγκεκριμένου επιτοκίου. Οι τράπεζες χρησιμοποιούν τα κεφάλαια για την απευθείας παροχή αγαθών και υπηρεσιών, σύμφωνα με ένα επενδυτικό πρότυπο κέρδους/ζημίας.
Τα κεφάλαια των καταθέσεων ταμιευτηρίου επενδύονται σε υλικά αγαθά, ακίνητα, ή σε βιομηχανίες, και στο τέλος του μήνα ο πελάτης συμμετέχει στα κέρδη ή τις ζημίες. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις για περιθώριο κέρδους και δεν γίνονται επενδύσεις σε επιχειρήσεις που εμπορεύονται χοιρινό κρέας, αλκοολούχα ποτά ή άλλα απαγορευμένα αγαθά, σύμφωνα με την Ένωση Συμμετεχουσών Τραπεζών Τουρκίας.
Ενώ η χρηματοδότηση για την αγορά αυτοκινήτου σε παραδοσιακή τράπεζα συνεπάγεται την αποπληρωμή με τόκο, η Kuveyt Türk αγοράζει τα αυτοκίνητα για λογαριασμό των πελατών και κατόπιν τα μεταπωλεί σε αυτούς σε υψηλότερη τιμή. Αντί να χρεώνουν τόκους, βλέπουν ως κερδοφόρα συναλλαγή την αγοροπωλησία.
Επί του παρόντος, το 5% περίπου των καταθέσεων, του κυκλοφορούντος ενεργητικού και των δανείων στην Τουρκία είναι με συμμετέχουσες τράπεζες και η Ένωση Συμμετεχουσών Τραπεζών Τουρκίας προβλέπει μεγάλα κέρδη.
Ο βοηθός του γενικού γραμματέα της ένωσης, ο Οσμάν Νιχάτ, είπε στους SETimes ότι προβλέπει το μερίδιο των συμμετεχουσών τραπεζών στην αγορά να διπλασιαστεί και να ανέλθει στο 10% τα προσεχή έτη.
Σύμφωνα με τον Γιλμάζ, οι συμμετέχουσες τράπεζες στην Τουρκία αντιμετώπισαν τη σημερινή οικονομική κρίση "από ισχυρή θέση".
"Ο τραπεζικός τομέας στην Τουρκία είναι πιο ανθεκτικός σε σχέση με τις Δυτικές τράπεζες", λέει, λόγω των προληπτικών μέτρων που ελήφθησαν μετά την τραπεζική κρίση του 2001. Επιπλέον, είπε, οι συμμετέχουσες τράπεζες συγκεκριμένα δεν "αντιμετωπίζουν κινδύνους από τα επιτόκια λόγω του ότι δεν ασχολούνται με συναλλαγές επιτοκίου".
Οι τουρκικές συμμετέχουσες τράπεζες σήμερα ελέγχουν ένα πολύ μικρό μερίδιο των συνολικών κεφαλαίων που είναι επενδυμένα σε ισλαμικές τράπεζες παγκοσμίως, από τα οποία ποσοστό 90% περίπου είναι στο Ιράν, τον περσικό κόλπο και τη Μαλαισία, σύμφωνα με το περιοδικό The Banker.
Ο Γιλμάζ λέει ότι το ισλαμικό τραπεζικό σύστημα αποβλέπει πρωτίστως σε συντηρητικούς ανθρώπους στην Τουρκία, για τους οποίους είπε ότι αποτελούν το 20% του πληθυσμού της Τουρκίας, προσθέτοντας ότι "μπορεί να ανέβει στο 40 ή και 50%". Παραδέχεται ωστόσο ότι οι συμμετέχουσες τράπεζες χρειάζεται να πείσουν τα στοχευόμενα τμήματα καθώς και άλλους ανθρώπους για τις υπηρεσίες των τραπεζών.
Όταν ρωτήθηκε για το έαν η αστάθεια στη Μέση Ανατολή δημιούργησε μια ευκαιρία για τις τουρκικές τράπεζες να αυξήσουν το μερίδιό τους στην αγορά, ο Γιλμάζ είπε στους SETimes, "ανησυχούμε για τους γείτονές μας" και δεν επιθυμούμε να αποκομίσουμε κέρδη εις βάρος τους.
Ωστόσο, κάποια ημέρα "θέλουμε ηΚωνσταντινούπολη να γίνει το κέντρο" του τραπεζικού συστήματος στη Μέση Ανατολή, πρόσθεσε.
*Οι Southeast European Times
χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Διοίκηση των ΗΠΑ, κοινή στρατιωτική
διοίκηση, υπεύθυνη για επιχειρήσεις των ΗΠΑ σε 52 χώρες.