της Ελίνας Γαληνού
Η περιπέτεια της Γερμανίας με τις διοξίνες, επανέφερε δυσάρεστες μνήμες σχετικά με την κρίση στην διατροφική αλυσσίδα, που ζήσαμε το 1999. Το πρόβλημα ασφαλούς διατροφής επανέρχεται στο προσκήνιο ίσως και δριμύτερο, υπενθυμίζοντας ότι εξακολουθούμε να διατρέχουμε έναν ακόμα σοβαρότατο κίνδυνο.
Τα περισσότερα τρόφιμα που κυκλοφορούν στην αγορά, είναι τελικά επιβλαβή για την υγεία μας. Ακατάλληλες συνθήκες παρασκευής και αποθήκευσης διατροφικών ειδών, καθώς και νοθευμένα χρησιμοποιούμενα υλικά, συνιστούν κάποιες αιτίες επικινδυνότητάς τους. Ζούμε βέβαια σε μια εποχή αφθονίας τροφίμων ενώ τα μέσα επεξεργασίας και ποιοτικών ελέγχων που υπάρχουν τώρα, δεν ήταν ποτέ επαρκέστερα και πληρέστερα.
Παρ΄ολα αυτά, η διατιθέμενη ποιότητα διατροφής μας, πάσχει σοβαρά. Και αυτό, αρκεί μάλλον για να δικαιολογήσει την εμφάνιση τόσων προβλημάτων υγείας. Είναι ήδη γνωστό και αποδεδειγμένο, ότι πολλά από τα προβλήματα στο νευρικό σύστημα, στις πεπτικές λειτουργίες ή την μεγάλη έξαρση του καρκίνου, οφείλονται στην διατροφική νοθεία και το μολυσμένο περιβάλλον. Πολλά δελεαστικά είδη διατροφής που γεμίζουν τα ράφια των σούπερ μάρκετ ή σερβίρονται ελκυστικά στα φαστφουντάδικα, γίνονται συχνά αιτία σοβαρών οργανικών δυσλειτουργιών με απρόβλεπτη εξέλιξη. Και παρ΄όλο που η κοινή γνώμη δεν είναι απληροφόρητη και οι Αρχές δεν παραλείπουν να διατυπώνουν την ευαισθησία τους, το πρόβλημα παραμένει. Μια λύση για την αντιμετώπισή του, είναι ίσως η εντατικοποίηση των ελέγχων και η επιβολή προστίμων στους παραβάτες. Ισως και η επινόηση αποτελεσματικότερων ελεγκτικών μηχανισμών βέβαια, να απέδιδε περισσότερο. Γιατί όμως, παρ΄όλους τους ελέγχους που διεξάγονται, προβληματικά τρόφιμα με διοξίνες, μικρόβια ή επικίνδυνα συντηρητικά, εξακολουθούν να κυκλοφορούν στην αγορά και στο πιάτο μας; Τι επιτέλους συμβαίνει και πόσο σχετικό είναι αυτό με την αφθονία τροφίμων που χαρακτηρίζει την εποχή μας; Και πόσο τυχαίο είναι το γεγονός ότι ο κλάδος τροφίμων είναι ο μοναδικός ίσως που δεν παρουσίασε πτώση τζίρων με την οικονομική κρίση; Σε αρκετές περιπτώσεις διακίνησης προιόντων μάλιστα, παρουσίασε αύξηση όπως στην περίπτωση του κρέατος, της ζάχαρης, του σιταριού κά. Αυτό το φαινόμενο όμως, κάπου οφείλεται. Η κατέλαβε ξαφνική βουλιμική έξαρση τον κόσμο και καταναλώνει τρόφιμα μανιωδώς, ή κάτι άλλο συμβαίνει...
Αρκεί να θυμηθούμε τι συνέβη με το σιτάρι και το ψωμί και ποιοί ήταν οι "μαέστροι" που προσπαθούσαν να ανεβάσουν την τιμή του, όχι για να δικαιωθεί ο παραγωγός αλλά ..η τσέπη τους. Και φυσικά, τέτοια φαινόμενα δεν είναι μόνο ελληνικά, αλλά παγκόσμιας εμβελείας. Οι κερδοσκόποι με τις ευλογίες των πλουσίων χωρών, δεν διστάζουν να παίζουν τα πλέον επικίνδυνα παιχνίδια, όχι μόνο με τα τραπεζικά κεφάλαια και τα χρηματιστήρια, αλλά και με την υγεία του κόσμου ακόμα. Που σημαίνει ότι το διατροφικό πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς, αφού το κέρδος των επιχειρηματιών είναι ένας ισχυρός αντίπαλός του. Αν λοιπόν εξακολουθούμε να συζητάμε για μέτρα πρόληψης της διατροφής, οι έλεγχοι θα πρέπει να ξεκινήσουν από το κόστος και τις μεθόδους παραγωγής τους, συμπεριλαμβανομένων και των υλικών που χρησιμοποιούνται. Να τεθούν κόκκινες γραμμές στη χρήση ορισμένων υλικών και μεθόδων που αυταπόδεικτα είναι επιβλαβείς για την παρασκευή τροφίμων, πρώτα απ΄όλα. Και να ελεγχθούν οι διαδικασίες κοστολόγησης από την απαρχή της παραγωγής ενός συστατικού έως το ράφι του σούπερ μάρκετ, ώστε να φανεί ποιός επωφελείται εις βάρος ποιού. Οσο χρήσιμοι και αν είναι σ΄αυτές τις διαδικασίες οι επιστήμονες, μερικά πράγματα είναι τόσο ξεκάθαρα, που δεν χρειάζεται να είσαι χημικός για να καταλάβεις τι σημαίνει διοξίνη στη διατροφική αλυσσίδα, ούτε οικονομολόγος, για να διαπιστώσεις πόσο απέχει η είσπραξη του παραγωγού από τον έμπορο.