Το Βερολίνο αφού αναστάτωσε στην αρχή του έτους την Ευρωζώνη, αρνούμενο επί μήνες να διασώσει την Ελλάδα, τώρα προκαλεί νέο πανικό σε αγορές και κυβερνήσεις με την εμμονή του να εμπλέξει και τον ιδιωτικό τομέα στον προωθούμενο
κοινοτικό μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων, ο οποίος θα συζητηθεί στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου.Από την τελευταία Σύνοδο Κορυφής, που οι Γερμανοί αποκάλυψαν δημόσια τις προθέσεις τους, μέχρι τώρα τα επιτόκια δανεισμού της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας έχουν απογειωθεί φτάνοντας σε απαγορευτικά επίπεδα. Στην Ιρλανδία που βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης και της προσφυγής στο μηχανισμό διάσωσης πλησιάζουν το 10% και στην Πορτογαλία το 8,5%.
Και είναι απολύτως λογικό, γιατί κανένας σοβαρός θεσμικός επενδυτής ή απλός μικροεπενδυτής δεν θα αγοράσει ομόλογα των χωρών αυτών, τη στιγμή που γνωρίζει ότι τα επόμενα χρόνια μπορεί να χάσει όχι μόνο τους τόκους, άλλα και το 30%-40% του κεφαλαίου του. Κορυφαίοι κοινοτικοί αξιωματούχοι από την πρώτη στιγμή εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους.
Μάταια, όμως, γιατί η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ και η ομάδα των σκληροπυρηνικών της δημοσιονομικής ορθοδοξίας που την περιβάλλει φαίνεται ότι έχουν ως ευρύτερο σχέδιο την απαλλαγή της Ευρωζώνης από τους «αδύναμους κρίκους», τα... βαρίδια, όπως ειρωνικά αποκαλούν. Προφανώς γιατί πιστεύουν ότι αυτό που είχαν να πάρουν από αυτές τις χώρες το πήραν, τώρα τις θεωρούν «ανίατες» και στρέφονται σε άλλες περιοχές του πλανήτη αναζητώντας πελάτες όπως η Ινδία, η Κίνα και η Βραζιλία. Επιφανείς οικονομολόγοι στην ίδια τη Γερμανία κατηγορούν την κυβέρνηση της χώρας τους ότι με τις ενέργειές της «ναρκοθετεί» την Ευρωζώνη, την κοινοτική αλληλεγγύη και κατ' επέκταση την οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης.Η Γερμανία έβγαλε μετά τον πόλεμο ηγέτες με ευρωπαϊκό όραμα, όπως τον Αντενάουερ, τον Μπραντ, τον Σμιτ και τον Κολ. Ισως γιατί όλοι αυτοί είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ζώντας τη φρίκη του πολέμου θέλησαν να αλλάξουν την Ευρώπη προτάσσοντας τη συνεργασία και την αλληλεγγύη. Η νέα γενιά των Γερμανών πολιτικών έχει μάθει να παίρνει και όχι να δίνει.
Οι μεγάλες χώρες κρίνονται στα δύσκολα και η σημερινή γερμανική πολιτική ηγεσία αποδεικνύεται, δυστυχώς, πολύ κατώτερη των περιστάσεων.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΛΟΣκοινοτικό μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων, ο οποίος θα συζητηθεί στη Σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου.Από την τελευταία Σύνοδο Κορυφής, που οι Γερμανοί αποκάλυψαν δημόσια τις προθέσεις τους, μέχρι τώρα τα επιτόκια δανεισμού της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας έχουν απογειωθεί φτάνοντας σε απαγορευτικά επίπεδα. Στην Ιρλανδία που βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης και της προσφυγής στο μηχανισμό διάσωσης πλησιάζουν το 10% και στην Πορτογαλία το 8,5%.
Και είναι απολύτως λογικό, γιατί κανένας σοβαρός θεσμικός επενδυτής ή απλός μικροεπενδυτής δεν θα αγοράσει ομόλογα των χωρών αυτών, τη στιγμή που γνωρίζει ότι τα επόμενα χρόνια μπορεί να χάσει όχι μόνο τους τόκους, άλλα και το 30%-40% του κεφαλαίου του. Κορυφαίοι κοινοτικοί αξιωματούχοι από την πρώτη στιγμή εξέφρασαν τις αντιρρήσεις τους.
Μάταια, όμως, γιατί η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ και η ομάδα των σκληροπυρηνικών της δημοσιονομικής ορθοδοξίας που την περιβάλλει φαίνεται ότι έχουν ως ευρύτερο σχέδιο την απαλλαγή της Ευρωζώνης από τους «αδύναμους κρίκους», τα... βαρίδια, όπως ειρωνικά αποκαλούν. Προφανώς γιατί πιστεύουν ότι αυτό που είχαν να πάρουν από αυτές τις χώρες το πήραν, τώρα τις θεωρούν «ανίατες» και στρέφονται σε άλλες περιοχές του πλανήτη αναζητώντας πελάτες όπως η Ινδία, η Κίνα και η Βραζιλία. Επιφανείς οικονομολόγοι στην ίδια τη Γερμανία κατηγορούν την κυβέρνηση της χώρας τους ότι με τις ενέργειές της «ναρκοθετεί» την Ευρωζώνη, την κοινοτική αλληλεγγύη και κατ' επέκταση την οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης.Η Γερμανία έβγαλε μετά τον πόλεμο ηγέτες με ευρωπαϊκό όραμα, όπως τον Αντενάουερ, τον Μπραντ, τον Σμιτ και τον Κολ. Ισως γιατί όλοι αυτοί είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ζώντας τη φρίκη του πολέμου θέλησαν να αλλάξουν την Ευρώπη προτάσσοντας τη συνεργασία και την αλληλεγγύη. Η νέα γενιά των Γερμανών πολιτικών έχει μάθει να παίρνει και όχι να δίνει.
Οι μεγάλες χώρες κρίνονται στα δύσκολα και η σημερινή γερμανική πολιτική ηγεσία αποδεικνύεται, δυστυχώς, πολύ κατώτερη των περιστάσεων.