Η χταπόδα βοσκά στον πάτο της θάλασσας, μαζί με το χταποδάκι. Άξαφνα το καμακίζουνε. Το χταποδάκι φωνάζει:”Με πιάσανε,μάνα!”.
Η μάνα του, του λέγει:”Μην φοβάσαι παιδί μου!”.
Ξαναφωνάζει το μικρό:”Με βγάζουν από τη θάλασσα!”.
Πάλι λέγει η μάνα:”Μην φοβάσαι παιδί μου”.
Και πάλι :”Με σγουρίζουνε, μάνα!”.
“Μην φοβάσαι παιδί μου”.
“Με κόβουνε με το μαχαίρι!”.
“Μην φοβάσαι παιδί μου”.
“Με βράζουνε, μάνα!”.
“Μην φοβάσαι παιδί μου”.
“Με μασάνε μάνα!”.
“Μην φοβάσαι παιδί μου”.
“Πίνουνε κρασί,μάνα!”.
Ο μύθος αυτός ταιριάζει πολύ στην καημένη την Ελλάδα,και να, η εξήγηση:Το χταποδάκι είναι η Ελλάδα. Το τρυπάνε οι ψαράδες με το καμάκι. Φωνάζει “με πιάσανε,μάνα!”.Κ’ η μάνα, που είναι η μοίρα της Ελλάδας,της λέγει θαρετά: “Μην φοβάσαι παιδί μου!”.Ύστερα λέγει:”Με σγουρίζουνε, με κόβουνε, με βράζουνε, με μασάνε!”.Κ’ η μάνα του απαντά:”Μην φοβάσαι παιδί μου!”.Μα σαν φώναξε το χταποδάκι:”Πίνουνε κρασί,μάνα!”, τότε εκείνη αναστέναξε και φώναξε:”Αχ! Σ’έχασα παιδί μου!”. Γιατί το κρασί είναι ο αντίμαχος του χταποδιού, επειδή το λυώνει στο στομάχι.
Με άλλα λόγια, η μάνα δεν φοβήθηκε μήτε το μαχαίρι, μήτε τη φωτιά, μήτε τα δόντια, αυτά τα φοβερά πράγματα, φοβήθηκε όμως,το κρασί, που είναι το πιο ήμερο κι αθώο, μπροστά στα μαχαίρια και στα δόντια.
Έτσι και η Ελλάδα, που την παριστάνει το χταποδάκι, πέρασε από πολλά σκληρά μαρτύρια, από Πέρσες, από Γότθους, Τατάρους, Τούρκους κι άλλους σκληρούς κατακτητές, που τη πετσοκόβανε, την καίγανε, την σφάζανε, την κρεμάζανε, μα δεν παράδινε το πνεύμα, γιατί η μοίρα της, που την παρασταίνει η χταποδομάνα, της έλεγε:
“Μην φοβάσαι!”.Κι αυτή αντρειευότανε και νικούσε τους βασανιστές της, και τα παιδιά της γινόντανε άγιοι μάρτυρες, και ξακουστά παλικάρια, ως που ερχότανε καιρός που έβαζε κάτω τους τυράννους και στεκότανε πάλι ζωντανή, σαν κάστρο ακατάλυτο.
Τώρα, όμως, έφτασε η ώρα της να πεθάνει ως φαίνεται.Γιατί, ύστερα από τα σπαθιά κι από τις φωτιές κι από τα τουφέκια, ήρθε ο χειρότερος εχθρός, που τον παριστάνει το κρασί που ήπιανε εκείνοι που φάγανε το χταπόδι. Ήρθε ο λεγόμενος “πολιτισμός” με χαιδέματα και με γλυκά λόγια λεγοντάς της :” Ήρθα για να σου φέρω τα δώρα μου, να σου δώσω λεφτά για να ανακουφίσω τη φτώχεια σου, να διασκεδάσουμε μαζί, να χορεύουμε μαζί, να έχεις τις ευκολίες σου με τα μηχανήματά μου , ώστε να μην τυρανιέσαι όπως πριν, να μάθεις στη γύμνια και στην αδιαντροπιά, για να χαρείς τη ζωή σου”.
Κι έτσι όπως το κρασί έλυωσε το χταπόδι μέσα στο στομάχι εκείνων που το φάγανε, έτσι κι η άτυχη Έλλάδα λυώνει και πεθαίνει σήμερα και κοντεύει να χαθεί από το πρόσωπο της γης, από το γλυκό κρασί του λεγόμενου “πολιτισμού” που τη μέθυσε και δεν ξέρει τι κάνει.
Φώτης Κόντογλου: “Ασάλευτο Θεμέλιο”