Παρά τις μεταβολές στον τρόπο συγκρότησης της οικογένειας και την εμφάνιση εναλλακτικών σχημάτων, τίποτε, μέχρι στιγμής, δεν μπόρεσε να την αντικαταστήσει
Η μόνη αξία που άντεξε στον χρόνο
οικογένεια
Παραμονές της νέας χιλιετίας η οικογένεια εμφανίζεται σταθερά ως η κατ' εξοχήν αξία στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου: οι συντριπτικά περισσότεροι άνθρωποι δηλώνουν ότι τη θεωρούν το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή τους. Το γεγονός ξαφνιάζει γιατί φαίνεται να αντιφάσκει προς την ιδιαίτερα διαδεδομένη στις ημέρες μας αντίληψη περί «κρίσης» της οικογένειας. Ωστόσο η σταθερότητα που οι άνθρωποι επιδεικνύουν στην προτίμηση της οικογένειας ως τρόπου οργάνωσης του ιδιωτικού βίου συναρτάται ενδεχομένως με τις μεταβολές που η οικογένεια γνώρισε κατά τον 20ό αιώνα.
Έτσι στις αρχές του αιώνα και στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία της εποχής η δημιουργία μιας καινούργιας οικογένειας ήταν υπόθεση των οικογενειακών ομάδων, των οικογενειών των μελλονύμφων. Κατά μία έννοια, την οικογένεια δημιουργούσε η οικογενειακή ομάδα που μεριμνούσε για την εξασφάλιση της συνοχής και την αποτροπή της διάλυσής της. Ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός συνεπάγεται μεταξύ άλλων και μετατόπιση του άξονα οργάνωσης της κοινωνίας από την ομάδα στο άτομο. Τούτο σημαίνει ότι στα τέλη του 20ού αιώνα το άτομο δημιουργεί την οικογένεια, εξασφαλίζει τη συνοχή της αλλά και τη διαλύει. Άρα η οικογένεια σήμερα δημιουργείται και λειτουργεί με βάση όχι μόνο τις επιθυμίες αλλά, κυρίως, τις δυνατότητες των ατόμων. Εμφανίζεται, επομένως, πολύ πιο ασταθής και ευάλωτη από ό,τι ήταν στις αρχές του αιώνα αν και η σταθερότητα και η αντοχή της είναι περισσότερο συνειδητές και ουσιαστικές.
Έπειτα, στην αγροτική κοινωνία της Ελλάδας των αρχών του αιώνα όχι μόνο ήταν συνηθέστερη η εκτεταμένη οικογένεια (δηλαδή η συγκατοίκηση δύο και περισσότερων συζυγικών οικογενειών και συγγενικών ατόμων) αλλά, λόγω της υψηλής γονιμότητας, οι οικογένειες ήταν σημαντικά πολυπληθέστερες. Στη σημερινή αστική ελληνική κοινωνία, όπου τα παιδιά δεν είναι πλέον οικονομικό ενεργητικό (όπως στην αγροτική κοινωνία) αλλά οικονομικό παθητικό (το κόστος συντήρησης, φροντίδας και, κυρίως, εκπαίδευσης των παιδιών είναι υψηλό και συνεχώς αυξάνεται), και όπου η απόκτηση παιδιού είναι αποτέλεσμα επιλογής των γονέων του, η γεννητικότητα περιορίζεται και η οικογένεια συρρικνώνεται.
Οι εσωτερικές μεταβολές
Από την άλλη μεριά, η μείωση της γεννητικότητας αλλά και χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας (π.χ. εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση) και του εκσυγχρονισμού της (π.χ. διαφορική επαγγελματική και κοινωνική κινητικότητα των μελών της ίδιας οικογένειας) περιόρισαν σημαντικά το μέγεθος της οικογενειακής ομάδας δηλαδή του συνόλου των συγγενών που συνδέονται με στενούς συναισθηματικούς δεσμούς, αλληλοϋποστηρίζονται και συναποφασίζουν. Η συρρίκνωση της οικογενειακής ομάδας συνδυάστηκε με τον περιορισμό των λειτουργιών της οικογένειας (και ιδιαίτερα των οικονομικών και των προνοιακών λειτουργιών της) και συνέβαλε στην ελαχιστοποίηση της σημασίας της ομάδας αυτής στη δημιουργία και στη στήριξη της συνοχής της συζυγικής οικογένειας.
Ωστόσο θα πρέπει επίσης να υπογραμμισθεί η μεταβολή στην ηλικιακή δομή της οικογένειας: στο τέλος του 20ού αιώνα και λόγω της αύξησης της μέσης διάρκειας ζωής που παρατηρήθηκε κατά τον αιώνα αυτόν αυξάνεται ταχύτατα το ποσοστό των οικογενειών όπου (για πρώτη φορά) επιβιώνουν πέντε γενεές. Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι, ενώ στην αρχή του αιώνα η οικογενειακή ομάδα εκτεινόταν οριζόντια, σήμερα εκτείνεται κάθετα.
Επιπλέον η αγροτική ελληνική οικογένεια των αρχών του αιώνα ήταν μια πλήρης οικονομική μονάδα δηλαδή μια μονάδα παραγωγής και κατανάλωσης. Σήμερα η αστυκή πλέον οικογένεια είναι μια μονάδα κατανάλωσης που συνδέεται με την παραγωγή μέσω των οικονομικά ενεργών μελών της. Τούτο σημαίνει ότι τα οικονομικά μη ενεργά μέλη της οικογένειας (παιδιά, ηλικιωμένοι κτλ.) μεταβάλλονται σε οικονομικό παθητικό. Τούτο εξηγεί επίσης τη συνεχή αύξηση των οικονομικά ενεργών γυναικών στο μέτρο που η ικανοποιητική κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών της οικογένειας δεν μπορεί πλέον να εξασφαλισθεί από την εργασία ενός μόνο μέλους της. Ασφαλώς η είσοδος και η παραμονή των γυναικών στην αγορά εργασίας συνδέεται αποφασιστικά και με την άνοδο του εκπαιδευτικού τους επιπέδου άνοδος που συντελείται με ταχύτερους ρυθμούς εκείνης των ανδρών. Εν πάση περιπτώσει, τόσο η μεταβολή της οικονομικής λειτουργίας της οικογένειας όσο και η αμειβόμενη εργασία των γυναικών συνιστούν ουσιώδεις παράγοντες διαμόρφωσης της δομής και της δυναμικής της σύγχρονης οικογένειας και συμβάλλουν στην εξάρτηση της σταθερότητας και της συνοχής της από ατομικές αρετές και επιθυμίες.
Πρέπει ακόμη να πούμε ότι η παραδοσιακή οικογένεια των αρχών του αιώνα είχε την ευθύνη της συναισθηματικής στήριξης, της οικονομικής εξασφάλισης και της προσωπικής φροντίδας των μελών της οικογενειακής ομάδας. Η ευθύνη αυτή συνιστούσε απαράβατο καθήκον των προσώπων, συνεκτική δύναμη της ομάδας και κύριο στοιχείο αντίληψης της οικογένειας ως του μόνου ασφαλούς καταφυγίου του ανθρώπου.
Την ευθύνη αυτή υπέσκαψε η προσδοκία και η ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας. Στη χώρα μας η προσδοκία υπήρξε, ασφαλώς, σημαντικότερη από την ανάπτυξη. Ωστόσο συντάξεις και επιδόματα, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και κοινωνικές υπηρεσίες μετατόπισαν την ευθύνη από τα πρόσωπα-μέλη της οικογένειας στο απρόσωπο κράτος. Ταυτόχρονα, αφενός περιορίσθηκαν οι πρακτικές δυνατότητες και αφετέρου αυξήθηκαν οι ανάγκες φροντίδας. Ο περιορισμός των δυνατοτήτων οφείλεται κυρίως στη συρρίκνωση της οικογενειακής ομάδας, στην αστάθεια της συζυγικής οικογένειας και στην εργασία των γυναικών έξω από το σπίτι. Η αύξηση των αναγκών φροντίδας οφείλεται κυρίως στην αύξηση του αριθμού και της μέσης διάρκειας ζωής των ηλικιωμένων, στην αύξηση της συχνότητας περιπτώσεων ατόμων με πρόσκαιρες ή και μόνιμες ειδικές ανάγκες και στην ανάπτυξη εξειδικευμένων υπηρεσιών ποιότητας αλλά και στην απαίτηση του σύγχρονου ανθρώπου για τέτοιες υπηρεσίες. Θα πρέπει όμως να τονισθεί ότι η ευθύνη της συναισθηματικής στήριξης παραμένει στην οικογένεια και εξακολουθεί να συνιστά κύριο παράγοντα και ουσιαστική έκφραση της συνοχής της.
Ο ρόλος των προσώπων
Στις αρχές του αιώνα, τέλος, η οικογένεια ήταν συζυγική ή εκτεταμένη. Υπήρχαν βέβαια οι «χωλές» οικογένειες (κυρίως ναυτικών αλλά και μεταναστών), όπως και μονογονεϊκές (με αρχηγό κυρίως χήρο γονέα συνήθως τη μητέρα). Υπήρχαν και οικογένειες που είχαν δημιουργηθεί από τον δεύτερο γάμο του ενός, συνήθως, συζύγου (κυρίως του άνδρα). Δεν είναι λοιπόν αλήθεια ότι η εμφάνιση οικογενειακών σχημάτων εναλλακτικών της συζυγικής οικογένειας είναι καινούργια και χαρακτηριστική της σύγχρονης «κρίσης».
Καινούργια είναι η ρευστότητα που χαρακτηρίζει τα οικογενειακά σχήματα και που οφείλεται αφενός στην κοινωνική παραδοχή (ή έστω ανοχή) μιας ποικιλίας μορφών αλλά και δομών οικογένειας και αφετέρου στην ποικιλία και στη μεταβλητότητα των προσωπικών συνθηκών και ατομικών επιλογών από τις οποίες εξαρτάται, όπως είπαμε, η οικογένεια. Η ρευστότητα αυτή δεν περιορίζεται στο γεγονός της συνύπαρξης ποικίλων οικογενειακών σχημάτων, αλλά συνίσταται κυρίως στη δυνατότητα και στην πραγματικότητα βίωσης της ποικιλίας αυτής από ένα και το ίδιο πρόσωπο. Εν τέλει η ρευστότητα σημαίνει ότι η οικογένεια δεν ταυτίζεται πλέον με συγκεκριμένα σχήματα αλλά με συγκεκριμένες σχέσεις. Υπό την έννοια αυτή η ρευστότητα συνιστά κύριο και καίριο παράγοντα επιβίωσης της οικογένειας στον σύγχρονο ρευστό κόσμο και, ως εκ τούτου, δικαιολογεί τη σταθερότητα με την οποία η οικογένεια αντιμετωπίζεται ως αξία.
Από την άλλη μεριά, η σταθερότητα και η αποτελεσματικότητα των οικογενειακών σχέσεων δεν εξαρτώνται από το σχήμα αλλά από τα πρόσωπα. Τα πρόσωπα που, όταν δηλώνουν την πίστη τους στην οικογένεια, όταν υπογραμμίζουν πόσο πολύτιμη τη θεωρούν για τη ζωή τους, ίσως δεν κατανοούν απολύτως τον βαθμό στον οποίο το παρόν και το μέλλον της εξαρτώνται πλέον από τους ίδιους. Και όταν απαιτούμε από το κράτος να προστατεύσει την οικογένεια, ανταποκρινόμενο άλλωστε σε συνταγματική επιταγή, ίσως δεν συνειδητοποιούμε επαρκώς ότι η προσωπική μας ευθύνη δεν υποκαθίσταται και δεν εκχωρείται.
Η κυρία Λουκία Μ. Μουσούρου είναι καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου.
Το αλίευσα ΕΔΩ